Την εβδομάδα που μας πέρασε, λάβαμε το βάπτισμα του πυρός (στην κυριολεξία) από το πρώτο κύμα καύσωνα με θερμοκρασίες που θύμιζαν σπιρτόκουτο. Μπλουζάκια κολλημένα στο δέρμα, ανεμιστήρες που βγήκαν από τα πατάρια, υγρασία, σκόνη, χαλασμένα κλιματιστικά και… απλήρωτη ΔΕΗ. Ένα μετα-αποκαλυπτικό κόμπο που παράγει δυσφορία. Μια δυσφορία που είναι όμως -τον πρώτο καιρό τουλάχιστον- ηδονική, μαζοχιστική οριακά ψυχοτρόπα. Βράζεις μέσα στο πετσί σου αλλά σου αρέσει κιόλας.
Ναι, ψυχοτρόπα άνευ ναρκωτικών, που Φέρνει κάτι εξωτικό στο κατά τ’ άλλα βαρετό άστυ (αρκεί να μην δουλεύεις έξω στον ήλιο).
Οι χαμηλωμένες περσίδες στα μπαλκόνια μαρτυρούν ότι οι περισσότεροι Αθηναίοι έχουν ήδη αποδράσει για το Σαββατοκύριακό. Ωστόσο, εμείς οι παραθεριστές του άστεως, επιμένουμε να κάνουμε Διακοπές στην Αθήνα που τραγουδά η Sci-Fi River.
Σέρνουμε απο’δω κι από’κει τα οκνηρά μας βήματα τις ώρες που οι πυράδες προκαλούν παραισθήσεις σαν τους νομάδες στην έρημο που βλέπουν ανύπαρκτες οάσεις και δροσερές πηγές. Έτσι κι εσύ στη μέση της φλεγόμενης Αχαρνών μέρα μεσημέρι θες να ακούσεις Κοκτέιλ να σε κάνω με Παγάκια και λαχταράς ένα τζιν τόνικ σε ένα ιδρωμένο κολονάτο ποτήρι, με μερικά καμπανιστά παγάκια. Τα φρέσκα αρώματα των εσπεριδοειδών, των βοτάνων και των μπαχαρικών του τζιν, να αναδύονται με την δροσιά να ξεκινά απ’ τη μύτη κατεβαίνοντας με ευλάβεια στο λαιμό. Τις ώρες που ο ήλιος καρφώνεται κάθετος, ένα ζεματιστό μελτέμι κτυπά στα διαλυμένα παράθυρα φέρνοντας μυριάδες λεπτόπλοκους κόκκους άμμου που κολλάνε στο ιδρωμένο μέτωπο.
Βλέπεις αντικατοπτρισμούς ότι είσαι με φίλους σε ένα σπίτι της δεκαετίας του ’20 στη Λισσαβώνα, παρόμοιο με εκείνο στην ταινία «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας».
Από το γραμμόφωνο θα ακούγονται μουσικές διάφορες, Σοφία Λόρεν, Νίνα Σιμόν, Ζακ Μπρελ, Αμαλία Ροντρίγκεζ και φάδος νοσταλγικά ενός ναυτικού που αποχαιρετά την ηλιόλουστη στεριά και χάνεται στις μελαγχολικές παλίρροιες του Ατλαντικού Ωκεανού.
Θα χορεύουμε πάνω σε ασπρόμαυρα πλακάκια σκακιέρας το Τόσα Καλοκαίρια μου’ χαν φύγει από τα χέρια που δεν σ’ αγαπούσα, του Δάκη, κι απ´την μικρή γυριστή σκάλα με τη χρυσαφί κουπαστή κληματαριά κι ο ήλιος θα πασαλείφεται σαν ιωδιούχο βάλσαμο πάνω στα χείλη μας.
Ένας ζεστός και αργόσυρτος αέρας θα κτυπάει ανεπαίσθητα τα παράθυρα στον τοίχο, αλλά δεν θα σηκώνεται κανείς να τα κλείσει ώστε να ακούμε μακρινές μουσικές απ´τον δρόμο και τα ξεφωνητά των παιδιών.
Θα συζητάμε για ένα σωρό πράγματα, για τη μουσική της Σμύρνης, για την Μαρίκα Παπαγκίκα και το Σμυρνέικο Μινόρε Αμανέ, που γράφτηκε σε ένα στούντιο στην Νέα Υόρκη στα 1919, καθώς πρόσφυγες μουσικοί κουβαλώντας την παράδοσή τους από τα διάφορα μέρη της γης, αυτοσχεδίασαν ρεφενέ τον πόνο τους με τα παρακάτω λόγια: «Αν μ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω, μες τη γλυκιά τη χαραυγή θεέ μου ας ξεψυχήσω».
Ένας φίλος θα αρχίσει να μιλάει για την αγάπη του για την Ρόζα Εσκενάζυ, για το πώς μέσα από τα τραγούδια της παντρεύει διαφορετικούς πολιτισμούς. Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη με εβραιοϊσπανική καταγωγή, εγκαταστάθηκε με την οικογένεια της στην Θεσσαλονίκη κι άρχισε να τραγουδά ελληνικά, τουρκικά και αρμένικα τραγούδια. Θα καταλήξουμε στο ότι τα ανατολίτικα τραγούδια μοιάζουν να διαφέρουν από τη δυτική μουσική. Ένα κορίτσι θα σχολιάσει ότι «θυμίζουν λίγο εμβατήρια ή μοιρολόγια». Ναι, ναι, «σαν να υμνούν την ταπεινότητα, την πρόσκαιρη κι επισφαλή φύση του ανθρώπου σε σχέση με την ιστορία και τον κόσμο».
Γύρω από ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι γεμάτο γλυκά, ρόδια, σύκα, σταφύλια, χουρμάδες και αμύγδαλα θα μιλάμε για την ζωή και την μουσική. Οι γεύσεις θα είναι πυκνές και οι ήχοι της μουσικής θα γίνουν πλέον κιθαριστικοί και τριπαριστοί, μα τρυφεροί σαν τους στήμονες των ιβίσκων:BRMC, The Brian Jonestown Massacre, The Black Angels, Singapore Sling και The Raveonettes.
Θα ξεχειλίζει απ’ τ αυτιά μας κόκκινο κρασί και καθώς θα σιγοτραγουδάμε «κάθε καλοκαίρι τον θάνατο στη Βενετία», για να κερδίσουμε πίσω όλα τα χαμένα μας χρόνια, θα χαμογελάμε βλέποντας τα σύννεφα στον μεγάλο ουρανό να καταβροχθίζουν την μετα-αποκαλυπτική συντέλεια του κόσμου
-του κόσμου μας.