Όλα ξεκινούν κάπως έτσι: ένας δίσκος παίζει στο laptop, ίσως τυχαία τον διάλεξε το iTunes στο background ενώ δουλεύεις κάτι άλλο, και ίσως από ανάγκη, σταματάς ό,τι έκανες… Οπότε το μυαλό ξεκινάει να γράφει, σε άλλο έγγραφο, μια ανάμνηση. Ένα συναίσθημα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο θυμάσαι καλύτερα όταν σκάει ξαφνικά από τα ηχεία, απλώνεται στο χώρο και “κολλάει” με τη ζέστη. Και τότε το ξέρεις: αυτό δεν είναι απλώς μουσική, είναι κάτι που συμβαίνει. Κάτι που χρειάζεται να γραφτεί.
Έτσι γεννιούνται αυτές οι λίστες σαν περιπλανήσεις μέσα σε δίσκους που σε διεκδικούν. Άλμπουμ που σε αναγκάζουν να κοιτάξεις πίσω. Που μπαίνουν (και δεν μπαίνουν) σε genres, αλλά σε εποχές της ζωής σου. Που σε συντονίζουν με κάτι βαθύτερο απ’ το «μου άρεσε / δεν μου άρεσε».
Στο OLAFAQ δεν ψάχνουμε το “καλύτερο”, ψάχνουμε κάτι απαραίτητο. Το άλμπουμ που ένιωσες να λιώνει μαζί σου ένα καλοκαίρι, αυτό που σου ψιθύρισε κάτι που δεν ήθελες να παραδεχτείς. Shoegaze, ambient, krautgaze, noise, folk, ταμπέλες ευτυχώς δεν μας λείπουν. Αυτό που λείπει είναι λέξεις για να περιγράψουμε πώς μας κάνουν να νιώθουμε.
Κάθε φορά, μια λίστα. Αλλά από πίσω της, μια εσωτερική καταβύθιση. Μια αφορμή για να επανενωθείς με το κομμάτι σου που δεν γράφει status, που δεν “κάνει review”. Που απλώς ακούει. Και κάπου εκεί αρχίζεις να γράφεις. Όχι γιατί το θες. Αλλά γιατί η μουσική σε αναγκάζει. Αυτό το άρθρο, λοιπόν, ξεκίνησε να γράφεται όταν πετάχτηκε το απίστευτο “Spin” των Th’ Faith Healers από το πουθενά στα ηχεία μου…

Ride – Nowhere (1990)
Αυτό το άλμπουμ είναι καλοκαίρι χωρίς χρονολογία. Η θάλασσα είναι εκεί, αλλά εσύ είσαι μόνος. Κάθε κομμάτι ανεβαίνει σαν κύμα που δεν σπάει ποτέ, και σε αφήνει με αλάτι στο πρόσωπο. Είναι μια βουτιά χωρίς σκέψη. Η εποχή που είσαι 20, δεν έχεις ιδέα τι θέλεις, αλλά θες κάτι να σου αλλάξει τη χημεία. Το shoegaze των Ride είναι το καλοκαίρι που δεν πήγες διακοπές, αλλά το έζησες ολόκληρο μέσα σε δυο νύχτες χωρίς ύπνο και με τα αυτιά να βουίζουν. Το “Seagull” ανοίγει με μια κιθαριστική ριπή που δεν σταματά πέρα δώθε στα ηχεία, σαν ποδήλατο χωρίς φρένα σε μια απότομη κατηφόρα από μπερδεμένα συναισθήματα. Το “Vapour Trail” είναι αυτό που μένει μετά τον έρωτα: μια ουρά φωτός, ένα μακρινό, θολό, χαμόγελο. Το “Dreams Burn Down” σε ρίχνει στα γόνατα, υπενθυμίζοντας ότι τα όνειρα καίγονται πιο όμορφα όταν τα δεις πρώτη φορά μέσα σε υγρά σεντόνια από τον ιδρώτα. Το Nowhere είναι θόρυβος με σκοπό. Δεν παίζει με την ευαισθησία σου και σ’ αφήνει εκεί, στην άκρη του ήχου, να κοιτάς μια αόρατη γραμμή ορίζοντα και να περιμένεις κάτι. Ό,τι να ’ναι…
Cocteau Twins – Heaven or Las Vegas (1990)
Το Heaven or Las Vegas είναι το πιο φωτεινό όνειρο των Cocteau Twins, και ταυτόχρονα το πιο ανεξιχνίαστο. Δεν είναι ακριβώς shoegaze, είναι πιο ονειρικό, αλλά ποιος νοιάζεται για ετικέτες όταν μιλάμε για μουσική που σε κάνει να νιώθεις ότι ερωτεύτηκες κάποιον που δεν υπάρχει; Η φωνή της Elizabeth Fraser συνεχίζει να λέει ιστορίες, χωρίς γνώριμα λόγια, να λέει αισθήσεις, προσευχές, παραμιλητά, σ’ αυτήν την ιδιαίτερη γλώσσα που μεταφράζεται απευθείας στην ψυχή. Το “Cherry-Coloured Funk” είναι σαν το πρώτο βλέμμα που σε παγώνει, δεν ξέρεις γιατί, αλλά δεν το ξεχνάς. Το “Iceblink Luck” είναι το χαμόγελο του άλλου όταν εσύ είσαι ακόμα κολλημένος στο χτες. Και το ομώνυμο κομμάτι, “Heaven or Las Vegas”, είναι η αποθέωση: ένα ηχητικό κύμα που σε ανεβάζει, σε καταπίνει και σε φτύνει πίσω γεμάτο φως και θλίψη. Είναι άλμπουμ που σε ανοίγει διάπλατα. Σαν να έχεις χάσει κάτι πολύ σημαντικό χωρίς να θυμάσαι που το είδες τελευταία φορά και η αγάπη εδώ δεν έχει σάρκα, έχει όμως χρώμα, στροβιλισμός, κι ένα άρωμα μετά την καλοκαιρινή βροχή, που ίσως έρθει.
My Bloody Valentine – Loveless (1991)
Ένα φιλί που σκάει μέσα από ένα πανίσχυρο τείχος ήχου. Ένα χάδι που σε πιάνει και σε σέρνει πάνω στην άμμο, είτε σου αρέσει είτε όχι (ή άμμος, όχι το χάδι). Γιατί όπως και να το κάνουμε δεν υπάρχει τρόπος να ακούσεις το Loveless και να μη λιώσεις, έστω λίγο, μέσα σου. Είναι από εκείνους τους δίσκους που δεν περιγράφονται, αλλά καταλαμβάνουν χώρο μέσα στο σώμα σου. Γεμάτο κυματομορφές συναισθημάτων που σε χτυπάνε από το πλάι, από πάνω, από κάτω, σαν τον καύσωνα που δεν προειδοποιεί. Θόρυβος, αλλά βελούδινος. Ρυθμός, αλλά ρευστός. Ρομαντισμός, αλλά σαν να ερωτεύεσαι μέσα σε μια δίνη. Το “Only Shallow” ανοίγει σαν λάβα που στάζει από έναν ροζ ουρανό. Το “When You Sleep” είναι η στιγμή που λες «σε θέλω» και το άλλο πρόσωπο ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα χωρίς απάντηση. Το “Sometimes” είναι η πιο θλιμμένη ανάμνηση που έχεις απ’ το μέλλον. Όλος ο δίσκος μοιάζει με το τέλος ενός μεγάλου έρωτα πριν καν αρχίσει. Το Loveless είναι καλοκαίρι χωρίς παραλία. Ήλιος που σε τυφλώνει αντί να σε ζεσταίνει. Έρωτας που υπάρχει στο μυαλό σου, αλλά όχι απαραίτητα και στο σώμα του άλλου. Γιατί ο ήχος του μένει μεταίωρος στο “σχεδόν”. Και τον ακούς με ακουστικά, ξαπλωμένος, ιδρωμένος, ενώ έξω τα πάντα καίγονται, και μέσα σου ακόμα περισσότερο. Όπως και να τον ακούσεις αυτόν τον δίσκο, θα καταλάβεις ότι είναι μουσική για να αντέξεις το γεγονός ότι δε θα αγαπηθείς ποτέ με τον τρόπο που ιδανικά θα ήθελες.
Lush – Spooky (1991)
Υπάρχει ένα σημείο μέσα στο Spooky που δεν μοιάζει με pop, δεν μοιάζει με indie, δεν μοιάζει με τίποτα ελαφρύ, δεν μοιάζει με μελαγχολική μπαλάντα. Το λένε “Ocean” και είναι το κομμάτι που κρύβεται στη μέση του δίσκου, σαν μια ρουφήχτρα στα βαθιά που δεν καταλαβαίνεις ότι είναι εκεί μέχρι να σε ρουφήξει. Ή καλύτερα, σαν το βλέμμα κάποιου που σε έχει ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν στο έχει πει ακόμα. Η φωνή της Miki Berenyi αιωρείται. Γίνεται κύμα. Και το μπάσο, το reverb, κι αυτές οι κιθάρες στο τέλος, όλα χτυπάνε ρυθμικά όσο βυθίζεσαι. Για να έρθει το “For Love” και να καταλάβεις ότι όλα είναι τόσο όμορφα και μάταια. Γιατί το Ocean είναι αυτό που ακούς όταν κάθεσαι δίπλα στη θάλασσα, και δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό σ’ αυτό. Δεν σκέφτεσαι τον έρωτα, σκέφτεσαι γιατί πάντα τον χαλάς. Αλλά πάλι είναι κι εκείνη η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι δεν φταις μόνο εσύ, αλλά ούτε και κανείς άλλος. Είναι απλώς το πώς δουλεύει ο ανθρώπινος κόσμος: κάποια πράγματα γεννιούνται για να χαθούν, και το ξέρουν από την πρώτη ανάσα τους. Μέχρι να καταλάβεις ότι χωρίς καθόλου δράμα, χωρίς σκηνοθεσία και χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό, αναγκαστικά θα βγεις ξανά στην επιφάνεια, αφού οι Lush θα σε έχουν αφήσει εκεί να επιπλέεις. Μαζί με κάθε πνιγμένη σου επιθυμία.
Chapterhouse – Whirlpool (1991)
Το Whirlpool κυκλοφόρησε τη χρονιά που το shoegaze έγινε διάσημο. Με το Loveless να σπρώχνει τα όρια στο άπειρο, και το Nowhere να κάνει surf σε κύματα υπαρξιακού feedback, οι Chapterhouse βρήκαν έναν άλλο δρόμο: να μην κρύψουν τη pop καρδιά του είδους, αλλά να την διαστρεβλώσουν, να την ανατινάξουν με wah, φαντασία και τρέλα. Το “Pearl” είναι για χορό σε μια φανταστική παραλία που δεν υπάρχει. Η μελωδία, ξεκάθαρη, σχεδόν παιδική, αλλά ντυμένη με σπινθηροβόλες κιθάρες και beats που θα μπορούσαν να παίζουν στα rave των αγγέλων. Το “Breather” τρέχει, αναπνέει, ιδρώνει, γεμάτο ρυθμό και νευρική ένταση. Το “Falling Down” ξεκινάει σαν αστείο με πετάλια, αλλά μετατρέπεται σε ύμνο για κάτι που δεν έχει πια λέξεις. Και το “Guilt” σε πετάει στο έλεος μιας κιθαριστικής καταιγίδας. Το Whirlpool δεν προσποιείται ότι είναι βαθύ. Είναι. Αλλά με τον τρόπο του εφήβου που μόλις ανακάλυψε ότι η λύπη μπορεί να έχει ρυθμό και ότι η ένταση δεν είναι απλώς θόρυβος, είναι τρόπος ύπαρξης. Shoegaze με Madchester ψυχή, με pop κόκαλα, με αλητεία που στάζει πανσέληνο και ιδρώτα. Ένας δίσκος που δεν κάθεται ήσυχος, χορεύει για πάντα μόνος του, και ελπίζει να τον ακολουθήσεις.
Th’ Faith Healers – Lido (1992)
Αν το shoegaze είναι νάρκωση, τότε το Lido είναι ένα ψυχεδελικό ξύπνημα με ανοιχτά τα μάτια και μια μηχανή δίπλα σου να ουρλιάζει. Ένα παράδοξο, μα τόσο τέλειο άλμπουμ, μια γλυκιά αρρώστια. Σκέψου τους Can να παίζουν με σπασμένες χορδές, τους Faust να κάνουν feedback σε καποιο club του Sheffield και τον Kevin Shields να τρίβει το κεφάλι του σκεπτικά στην άκρη του δωματίου. Το άλμπουμ γλιστράει, τόσο ύπουλα μέσα σου, σε κρατάει όρθιο, και μετά σε πετάει κάτω. Απ’ το πρώτο χτύπημα στο “Reptile Smile”, καταλαβαίνεις ότι εδώ δεν έχει συννεφάκια και ροζ fuzz. Έχει μηχανικά grooves, ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, θόρυβο και μια ένταση που μοιάζει να χτίζεται μέσα από το παραλήρημα. Το “A Word of Advice” σε τυλίγει με το μεταλικό τρίξιμο της κιθάρας και την υποβόσκουσα pop, είναι σαν να τραγουδάει η Patti Smith παγιδευμένη σε κάποιο ασανσέρ στην Αθήνα του καύσωνα. Το “Spin 1/2” είναι καταρράκτης από παραμόρφωση, που ανεβαίνει και κατεβαίνει σαν να προσπαθεί να σπάσει το δικό του tempo. Το “Don’t Jones Me” με το γκρουβάτο μπάσο του, δεν κορυφώνεται μία φορά, σκάει ξανά και ξανά, μέχρι να μην αντέχεις άλλο. Και κάπου εκεί, στο τέλος, σου πετάνε το “Mother Sky” των Can (ναι, αυτό το κομμάτι που ήταν ήδη trance ταξίδι από μόνο του) και το μετατρέπουν σε παρανοϊκή κατάρρευση με γκάζια στο άπειρο. Ένα κλείσιμο που σε πετάει στον τοίχο και μετά σβήνει. Δεν είναι αυτό που θα λέγαμε καθαρόαιμο showgaze με την ονειρική του έννοια, δεν είναι εύκολο, δεν είναι όμορφο και δεν χαϊδεύει τίποτα. Είναι μια γαμάτη μπάντα (μου την έμαθε ο φίλος μου ο Δημήτρης), μια μηχανή που γράφει τραγούδια με βίδες και σφυριά. Αλλά αν το αντέξεις, θα νιώσεις κάτι που λίγοι shoegaze δίσκοι καταφέρνουν: ότι ο ήχος δεν είναι πάντα απόδραση, είναι και επιστροφή. Εκεί που πονούσες. Εκεί που ήσουν αληθινός.
Slowdive – Souvlaki (1993)
Το Souvlaki δεν βιάζεται να σου μιλήσει. Ούτε να σε αρπάξει από τα μαλλιά. Σε πλησιάζει αθόρυβα, κάθεται δίπλα σου στον καναπέ και σε κοιτάει, χωρίς να λέει τίποτα, μόνο κάποια στιγμή να στρέψεις τον ανεμιστήρα και σε εκείνο για να απλωθεί το μεγαλείο του στον χώρο. Είναι ένας δίσκος που βάζεις όταν δεν είσαι σίγουρος αν είσαι μόνος, ή απλώς σε έχουν ξεχάσει όλοι. Η φωνή της Rachel Goswell είναι σαν ηχώ από όνειρο. Ο Neil Halstead παίζει κιθάρα σαν να προσπαθεί να κρατήσει κάτι που στάζει απ’ τα χέρια του. Και η παραγωγή, υγρή, απέραντη, εσωτερική. Το “Alison” είναι εκείνο το μήνυμα που δεν έστειλες ποτέ. Το “When the Sun Hits” είναι η στιγμή που σου χαμογελούν στο φως και θες να εξαφανιστείς. Το “Dagger”, στο τέλος, είναι μια εξομολόγηση που δεν θέλεις να μοιραστείς με κανέναν, γιατί αλλιώς θα ξεχάσεις ποιος ήσουν όταν την μάθαινες. Το Souvlaki είναι ο απόηχος του έρωτα. Η ανάσα μετά το φιλί. Η σιωπή μετά την αποκάλυψη. Ένα καλοκαίρι που πέφτει πάνω σου, σε προστατεύει και σε πνίγει ταυτόχρονα. Μοιάζει με ένα ηχητικό αποτύπωμα κάποιου που χάθηκε ανάμεσα σε δύο βλέμματα. Κι όμως, θέλεις να το παίξεις ξανά. Γιατί σε πονάει όμορφα.
Flying Saucer Attack – Further (1995)
Λίγο πιο δίπλα από την παραλία υπάρχει ένα δάσος. Και μέσα σ’ αυτό, κάποιοι που δεν βλέπεις παίζουν κιθάρες, ακουστικές, ηλεκτρικές, drones, σόλο με e-bow, μόνο για σένα. Αν το εξώφυλλο σε κάνει να νιώσεις μια ανησυχία που δεν μπορείς να εξηγήσεις, είναι επειδή ο ήχος μέσα του θα σε καταπιεί αργά, σαν το σκοτάδι που δεν φτάνει το φεγγάρι. Δεν υπάρχει ρυθμός εδώ. Δεν υπάρχει climax. Μόνο ρεύματα από ήχους, ψιθύρους, φυσήματα, τζιτζίκια, παράξενες παλλόμενες σιωπές. Είναι σαν να έχεις μείνει μόνος στο δάσος, χωρίς κινητό, χωρίς φωνή, και ο μόνος σου σύντροφος να είναι ένας αόρατος τριπαρισμένος τραγουδοποιός, μαζί με κάποιους φίλους του που απλώς δεν αντέχουν τη σιωπή. Ο Dave Pearce τραγουδάει ή ανασαίνει λέξεις. Μουρμουρίζει, δονείται, παραμορφώνεται, σαν πνεύμα που δεν ξέρει αν θέλει να εμφανιστεί ή να εξαφανιστεί. Η φωνή του δεν βγαίνει μπροστά· σε κυκλώνει, σε χαϊδεύει με το φόβο του. Είναι θλιμμένος, μα δεν ξέρει γιατί. Είναι ήρεμος, αλλά τρέμει εσωτερικά. Και κάπως έτσι, τον πιστεύεις. Το Further είναι ένας υπνωτικός περίπατος στο πουθενά. Ένα άλμπουμ που δεν έχει τραγούδια, αλλά στιγμές. Δεν έχει hooks, αλλά ανάσες. Είναι για εκείνα τα καλοκαίρια που δεν πήγες πουθενά, και έλιωσες στην πόλη. Μην το βάλεις ποτέ σε λίστα. Άστο να παίζει πάντα μόνο του. Κι εσύ, απλώς, ακολούθα τον ήχο πιο μέσα στο δάσος.
M83 – Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts (2003)
Sun is shining. Birds are singing. Flowers are growing. Clouds are looming and I am flying. Και μετά έρχεται το “Unrecorded” και είναι σαν να έπεσε ο ουρανός πάνω στο στήθος σου και να μην ήθελες να σηκωθεί ποτέ. Υπάρχουν δίσκοι που δεν ξαναπαίχτηκαν στα επόμενα βήματα των μουσικών που τους έφτιαξαν, αλλά ακόμα σε κρατάνε απ’ το χέρι, όταν πονάς. Υπάρχουν και δίσκοι που είναι ο ίδιος ο πόνος. Το Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, και μάλλον γι’ αυτό δεν ξαναασχολήθηκε μαζί του ο Gonzalez. Γι’ αυτό όταν τον ακούω σκέφτομαι ότι εδώ ζωγράφισε αναμνήσεις που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα. Είναι σαν να άκουσες το soundtrack ενός έρωτα που δεν έζησες ποτέ, αλλά σου λείπει τόσο που νομίζεις πως πέθανε. Και το “Run Into Flowers” είναι ίσως η πιο τρυφερή αποδοχή του τέλους. Μια ηλεκτρονική εξομολόγηση χωρίς λέξεις: Give me peace and chemicals, I want to run into. Kαι μετά, κατάρρευση. Το Dead Cities… είναι ένας ηλεκτρονικός θρήνος για τις πόλεις που χτίσαμε μέσα στους άλλους. Για τις λέξεις που δεν τους είπαμε. Για τις αγκαλιές που σκάλωσαν στη φαντασία. Μπορεί στο σύνολό του να μην είναι ένας δίσκος μόνο για το καλοκαίρι, αλλά είναι ιδανικός για εκείνες τις νύχτες που μοιάζουν καλοκαιρινές, κι όμως, είναι παγωμένες από μέσα.
Belong – Common Era (2011)
Shoegaze; Ναι, αλλά πνιγμένο. Ambient; Ίσως, αλλά με την απελπισία μιας μπάντας που παίζει σε ερείπια. Είναι σαν να ακούς μια συναυλία που συμβαίνει σε άλλη διάσταση, σε άλλο χρόνο, μέσα σε ένα πεδίο που το μόνο που φτάνει σε σένα είναι θραύσματα από κιθάρες που διαλύονται στον αέρα, από φωνές που ακούγονται σαν ψαλμωδίες. Και η μουσική δεν σου μιλάει· σε διαπερνά. Το Common Era είναι shoegaze σε επιθανάτια βύθιση. Άκρως μελαγχολικό και εξαϋλωμένο. Μοιάζει με το να περπατάς σε μια έρημη πόλη όπου κάποτε υπήρχε ζωή, έρωτας, φωνές. Τώρα υπάρχει μόνο αντίλαλος. Και ο άνεμος. Ένας δίσκος που σε στοιχειώνει. Που σε αναγκάζει να μείνεις ακίνητος, γιατί αν κινηθείς, ίσως χαθεί. Κι εσύ μαζί του. Και το πιο σπαρακτικό; Ότι, σχεδόν, τελείωσε εκεί. Οι Belong έκαναν 13 χρόνια να βγάλουν πάλι κάτι μετά αυτό. Σαν να ήξεραν ότι είπαν ήδη πολλά. Ένα αριστούργημα βαθύ, θολό, ατελές. Αλλά τόσο αρκετό για να σ’ αλλάξει.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ: Ναι, το ξέρουμε! Το OLAFAQ δεν έχει καμία όρεξη να λιβανίζει το Spotify. Δεν είμαστε cheerleaders της πιο απρόσωπης μουσικής πλατφόρμας του πλανήτη. Αλλά αν είναι να πατήσεις play εκεί μέσα, κάν’ το τουλάχιστον για να ακουστεί κάτι αληθινό. Κάτι που στάζει ιδρώτα, όχι αλγόριθμο. Bάλε να παίξει το Loveless, το Further, το Common Era. Γιατί, διάολε, τουλάχιστον αυτά αξίζουν να λερώσουν την κάθε σύγχρονη ψηφιακή σιωπή…
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Όλα ξεκινούν κάπως έτσι: ένας δίσκος παίζει στο laptop, ίσως τυχαία τον διάλεξε το iTunes στο background ενώ δουλεύεις κάτι άλλο, και ίσως από ανάγκη, σταματάς ό,τι έκανες… Οπότε το μυαλό ξεκινάει να γράφει, σε άλλο έγγραφο, μια ανάμνηση. Ένα συναίσθημα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο θυμάσαι καλύτερα όταν σκάει ξαφνικά από τα ηχεία, απλώνεται στο χώρο και “κολλάει” με τη ζέστη. Και τότε το ξέρεις: αυτό δεν είναι απλώς μουσική, είναι κάτι που συμβαίνει. Κάτι που χρειάζεται να γραφτεί.
Έτσι γεννιούνται αυτές οι λίστες σαν περιπλανήσεις μέσα σε δίσκους που σε διεκδικούν. Άλμπουμ που σε αναγκάζουν να κοιτάξεις πίσω. Που μπαίνουν (και δεν μπαίνουν) σε genres, αλλά σε εποχές της ζωής σου. Που σε συντονίζουν με κάτι βαθύτερο απ’ το «μου άρεσε / δεν μου άρεσε».
Στο OLAFAQ δεν ψάχνουμε το “καλύτερο”, ψάχνουμε κάτι απαραίτητο. Το άλμπουμ που ένιωσες να λιώνει μαζί σου ένα καλοκαίρι, αυτό που σου ψιθύρισε κάτι που δεν ήθελες να παραδεχτείς. Shoegaze, ambient, krautgaze, noise, folk, ταμπέλες ευτυχώς δεν μας λείπουν. Αυτό που λείπει είναι λέξεις για να περιγράψουμε πώς μας κάνουν να νιώθουμε.
Κάθε φορά, μια λίστα. Αλλά από πίσω της, μια εσωτερική καταβύθιση. Μια αφορμή για να επανενωθείς με το κομμάτι σου που δεν γράφει status, που δεν “κάνει review”. Που απλώς ακούει. Και κάπου εκεί αρχίζεις να γράφεις. Όχι γιατί το θες. Αλλά γιατί η μουσική σε αναγκάζει. Αυτό το άρθρο, λοιπόν, ξεκίνησε να γράφεται όταν πετάχτηκε το απίστευτο “Spin” των Th’ Faith Healers από το πουθενά στα ηχεία μου…
Ride – Nowhere (1990)
Αυτό το άλμπουμ είναι καλοκαίρι χωρίς χρονολογία. Η θάλασσα είναι εκεί, αλλά εσύ είσαι μόνος. Κάθε κομμάτι ανεβαίνει σαν κύμα που δεν σπάει ποτέ, και σε αφήνει με αλάτι στο πρόσωπο. Είναι μια βουτιά χωρίς σκέψη. Η εποχή που είσαι 20, δεν έχεις ιδέα τι θέλεις, αλλά θες κάτι να σου αλλάξει τη χημεία. Το shoegaze των Ride είναι το καλοκαίρι που δεν πήγες διακοπές, αλλά το έζησες ολόκληρο μέσα σε δυο νύχτες χωρίς ύπνο και με τα αυτιά να βουίζουν. Το “Seagull” ανοίγει με μια κιθαριστική ριπή που δεν σταματά πέρα δώθε στα ηχεία, σαν ποδήλατο χωρίς φρένα σε μια απότομη κατηφόρα από μπερδεμένα συναισθήματα. Το “Vapour Trail” είναι αυτό που μένει μετά τον έρωτα: μια ουρά φωτός, ένα μακρινό, θολό, χαμόγελο. Το “Dreams Burn Down” σε ρίχνει στα γόνατα, υπενθυμίζοντας ότι τα όνειρα καίγονται πιο όμορφα όταν τα δεις πρώτη φορά μέσα σε υγρά σεντόνια από τον ιδρώτα. Το Nowhere είναι θόρυβος με σκοπό. Δεν παίζει με την ευαισθησία σου και σ’ αφήνει εκεί, στην άκρη του ήχου, να κοιτάς μια αόρατη γραμμή ορίζοντα και να περιμένεις κάτι. Ό,τι να ’ναι…
Cocteau Twins – Heaven or Las Vegas (1990)
Το Heaven or Las Vegas είναι το πιο φωτεινό όνειρο των Cocteau Twins, και ταυτόχρονα το πιο ανεξιχνίαστο. Δεν είναι ακριβώς shoegaze, είναι πιο ονειρικό, αλλά ποιος νοιάζεται για ετικέτες όταν μιλάμε για μουσική που σε κάνει να νιώθεις ότι ερωτεύτηκες κάποιον που δεν υπάρχει; Η φωνή της Elizabeth Fraser συνεχίζει να λέει ιστορίες, χωρίς γνώριμα λόγια, να λέει αισθήσεις, προσευχές, παραμιλητά, σ’ αυτήν την ιδιαίτερη γλώσσα που μεταφράζεται απευθείας στην ψυχή. Το “Cherry-Coloured Funk” είναι σαν το πρώτο βλέμμα που σε παγώνει, δεν ξέρεις γιατί, αλλά δεν το ξεχνάς. Το “Iceblink Luck” είναι το χαμόγελο του άλλου όταν εσύ είσαι ακόμα κολλημένος στο χτες. Και το ομώνυμο κομμάτι, “Heaven or Las Vegas”, είναι η αποθέωση: ένα ηχητικό κύμα που σε ανεβάζει, σε καταπίνει και σε φτύνει πίσω γεμάτο φως και θλίψη. Είναι άλμπουμ που σε ανοίγει διάπλατα. Σαν να έχεις χάσει κάτι πολύ σημαντικό χωρίς να θυμάσαι που το είδες τελευταία φορά και η αγάπη εδώ δεν έχει σάρκα, έχει όμως χρώμα, στροβιλισμός, κι ένα άρωμα μετά την καλοκαιρινή βροχή, που ίσως έρθει.
My Bloody Valentine – Loveless (1991)
Ένα φιλί που σκάει μέσα από ένα πανίσχυρο τείχος ήχου. Ένα χάδι που σε πιάνει και σε σέρνει πάνω στην άμμο, είτε σου αρέσει είτε όχι (ή άμμος, όχι το χάδι). Γιατί όπως και να το κάνουμε δεν υπάρχει τρόπος να ακούσεις το Loveless και να μη λιώσεις, έστω λίγο, μέσα σου. Είναι από εκείνους τους δίσκους που δεν περιγράφονται, αλλά καταλαμβάνουν χώρο μέσα στο σώμα σου. Γεμάτο κυματομορφές συναισθημάτων που σε χτυπάνε από το πλάι, από πάνω, από κάτω, σαν τον καύσωνα που δεν προειδοποιεί. Θόρυβος, αλλά βελούδινος. Ρυθμός, αλλά ρευστός. Ρομαντισμός, αλλά σαν να ερωτεύεσαι μέσα σε μια δίνη. Το “Only Shallow” ανοίγει σαν λάβα που στάζει από έναν ροζ ουρανό. Το “When You Sleep” είναι η στιγμή που λες «σε θέλω» και το άλλο πρόσωπο ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα χωρίς απάντηση. Το “Sometimes” είναι η πιο θλιμμένη ανάμνηση που έχεις απ’ το μέλλον. Όλος ο δίσκος μοιάζει με το τέλος ενός μεγάλου έρωτα πριν καν αρχίσει. Το Loveless είναι καλοκαίρι χωρίς παραλία. Ήλιος που σε τυφλώνει αντί να σε ζεσταίνει. Έρωτας που υπάρχει στο μυαλό σου, αλλά όχι απαραίτητα και στο σώμα του άλλου. Γιατί ο ήχος του μένει μεταίωρος στο “σχεδόν”. Και τον ακούς με ακουστικά, ξαπλωμένος, ιδρωμένος, ενώ έξω τα πάντα καίγονται, και μέσα σου ακόμα περισσότερο. Όπως και να τον ακούσεις αυτόν τον δίσκο, θα καταλάβεις ότι είναι μουσική για να αντέξεις το γεγονός ότι δε θα αγαπηθείς ποτέ με τον τρόπο που ιδανικά θα ήθελες.
Lush – Spooky (1991)
Υπάρχει ένα σημείο μέσα στο Spooky που δεν μοιάζει με pop, δεν μοιάζει με indie, δεν μοιάζει με τίποτα ελαφρύ, δεν μοιάζει με μελαγχολική μπαλάντα. Το λένε “Ocean” και είναι το κομμάτι που κρύβεται στη μέση του δίσκου, σαν μια ρουφήχτρα στα βαθιά που δεν καταλαβαίνεις ότι είναι εκεί μέχρι να σε ρουφήξει. Ή καλύτερα, σαν το βλέμμα κάποιου που σε έχει ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν στο έχει πει ακόμα. Η φωνή της Miki Berenyi αιωρείται. Γίνεται κύμα. Και το μπάσο, το reverb, κι αυτές οι κιθάρες στο τέλος, όλα χτυπάνε ρυθμικά όσο βυθίζεσαι. Για να έρθει το “For Love” και να καταλάβεις ότι όλα είναι τόσο όμορφα και μάταια. Γιατί το Ocean είναι αυτό που ακούς όταν κάθεσαι δίπλα στη θάλασσα, και δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό σ’ αυτό. Δεν σκέφτεσαι τον έρωτα, σκέφτεσαι γιατί πάντα τον χαλάς. Αλλά πάλι είναι κι εκείνη η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι δεν φταις μόνο εσύ, αλλά ούτε και κανείς άλλος. Είναι απλώς το πώς δουλεύει ο ανθρώπινος κόσμος: κάποια πράγματα γεννιούνται για να χαθούν, και το ξέρουν από την πρώτη ανάσα τους. Μέχρι να καταλάβεις ότι χωρίς καθόλου δράμα, χωρίς σκηνοθεσία και χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό, αναγκαστικά θα βγεις ξανά στην επιφάνεια, αφού οι Lush θα σε έχουν αφήσει εκεί να επιπλέεις. Μαζί με κάθε πνιγμένη σου επιθυμία.
Chapterhouse – Whirlpool (1991)
Το Whirlpool κυκλοφόρησε τη χρονιά που το shoegaze έγινε διάσημο. Με το Loveless να σπρώχνει τα όρια στο άπειρο, και το Nowhere να κάνει surf σε κύματα υπαρξιακού feedback, οι Chapterhouse βρήκαν έναν άλλο δρόμο: να μην κρύψουν τη pop καρδιά του είδους, αλλά να την διαστρεβλώσουν, να την ανατινάξουν με wah, φαντασία και τρέλα. Το “Pearl” είναι για χορό σε μια φανταστική παραλία που δεν υπάρχει. Η μελωδία, ξεκάθαρη, σχεδόν παιδική, αλλά ντυμένη με σπινθηροβόλες κιθάρες και beats που θα μπορούσαν να παίζουν στα rave των αγγέλων. Το “Breather” τρέχει, αναπνέει, ιδρώνει, γεμάτο ρυθμό και νευρική ένταση. Το “Falling Down” ξεκινάει σαν αστείο με πετάλια, αλλά μετατρέπεται σε ύμνο για κάτι που δεν έχει πια λέξεις. Και το “Guilt” σε πετάει στο έλεος μιας κιθαριστικής καταιγίδας. Το Whirlpool δεν προσποιείται ότι είναι βαθύ. Είναι. Αλλά με τον τρόπο του εφήβου που μόλις ανακάλυψε ότι η λύπη μπορεί να έχει ρυθμό και ότι η ένταση δεν είναι απλώς θόρυβος, είναι τρόπος ύπαρξης. Shoegaze με Madchester ψυχή, με pop κόκαλα, με αλητεία που στάζει πανσέληνο και ιδρώτα. Ένας δίσκος που δεν κάθεται ήσυχος, χορεύει για πάντα μόνος του, και ελπίζει να τον ακολουθήσεις.
Th’ Faith Healers – Lido (1992)
Αν το shoegaze είναι νάρκωση, τότε το Lido είναι ένα ψυχεδελικό ξύπνημα με ανοιχτά τα μάτια και μια μηχανή δίπλα σου να ουρλιάζει. Ένα παράδοξο, μα τόσο τέλειο άλμπουμ, μια γλυκιά αρρώστια. Σκέψου τους Can να παίζουν με σπασμένες χορδές, τους Faust να κάνουν feedback σε καποιο club του Sheffield και τον Kevin Shields να τρίβει το κεφάλι του σκεπτικά στην άκρη του δωματίου. Το άλμπουμ γλιστράει, τόσο ύπουλα μέσα σου, σε κρατάει όρθιο, και μετά σε πετάει κάτω. Απ’ το πρώτο χτύπημα στο “Reptile Smile”, καταλαβαίνεις ότι εδώ δεν έχει συννεφάκια και ροζ fuzz. Έχει μηχανικά grooves, ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, θόρυβο και μια ένταση που μοιάζει να χτίζεται μέσα από το παραλήρημα. Το “A Word of Advice” σε τυλίγει με το μεταλικό τρίξιμο της κιθάρας και την υποβόσκουσα pop, είναι σαν να τραγουδάει η Patti Smith παγιδευμένη σε κάποιο ασανσέρ στην Αθήνα του καύσωνα. Το “Spin 1/2” είναι καταρράκτης από παραμόρφωση, που ανεβαίνει και κατεβαίνει σαν να προσπαθεί να σπάσει το δικό του tempo. Το “Don’t Jones Me” με το γκρουβάτο μπάσο του, δεν κορυφώνεται μία φορά, σκάει ξανά και ξανά, μέχρι να μην αντέχεις άλλο. Και κάπου εκεί, στο τέλος, σου πετάνε το “Mother Sky” των Can (ναι, αυτό το κομμάτι που ήταν ήδη trance ταξίδι από μόνο του) και το μετατρέπουν σε παρανοϊκή κατάρρευση με γκάζια στο άπειρο. Ένα κλείσιμο που σε πετάει στον τοίχο και μετά σβήνει. Δεν είναι αυτό που θα λέγαμε καθαρόαιμο showgaze με την ονειρική του έννοια, δεν είναι εύκολο, δεν είναι όμορφο και δεν χαϊδεύει τίποτα. Είναι μια γαμάτη μπάντα (μου την έμαθε ο φίλος μου ο Δημήτρης), μια μηχανή που γράφει τραγούδια με βίδες και σφυριά. Αλλά αν το αντέξεις, θα νιώσεις κάτι που λίγοι shoegaze δίσκοι καταφέρνουν: ότι ο ήχος δεν είναι πάντα απόδραση, είναι και επιστροφή. Εκεί που πονούσες. Εκεί που ήσουν αληθινός.
Slowdive – Souvlaki (1993)
Το Souvlaki δεν βιάζεται να σου μιλήσει. Ούτε να σε αρπάξει από τα μαλλιά. Σε πλησιάζει αθόρυβα, κάθεται δίπλα σου στον καναπέ και σε κοιτάει, χωρίς να λέει τίποτα, μόνο κάποια στιγμή να στρέψεις τον ανεμιστήρα και σε εκείνο για να απλωθεί το μεγαλείο του στον χώρο. Είναι ένας δίσκος που βάζεις όταν δεν είσαι σίγουρος αν είσαι μόνος, ή απλώς σε έχουν ξεχάσει όλοι. Η φωνή της Rachel Goswell είναι σαν ηχώ από όνειρο. Ο Neil Halstead παίζει κιθάρα σαν να προσπαθεί να κρατήσει κάτι που στάζει απ’ τα χέρια του. Και η παραγωγή, υγρή, απέραντη, εσωτερική. Το “Alison” είναι εκείνο το μήνυμα που δεν έστειλες ποτέ. Το “When the Sun Hits” είναι η στιγμή που σου χαμογελούν στο φως και θες να εξαφανιστείς. Το “Dagger”, στο τέλος, είναι μια εξομολόγηση που δεν θέλεις να μοιραστείς με κανέναν, γιατί αλλιώς θα ξεχάσεις ποιος ήσουν όταν την μάθαινες. Το Souvlaki είναι ο απόηχος του έρωτα. Η ανάσα μετά το φιλί. Η σιωπή μετά την αποκάλυψη. Ένα καλοκαίρι που πέφτει πάνω σου, σε προστατεύει και σε πνίγει ταυτόχρονα. Μοιάζει με ένα ηχητικό αποτύπωμα κάποιου που χάθηκε ανάμεσα σε δύο βλέμματα. Κι όμως, θέλεις να το παίξεις ξανά. Γιατί σε πονάει όμορφα.
Flying Saucer Attack – Further (1995)
Λίγο πιο δίπλα από την παραλία υπάρχει ένα δάσος. Και μέσα σ’ αυτό, κάποιοι που δεν βλέπεις παίζουν κιθάρες, ακουστικές, ηλεκτρικές, drones, σόλο με e-bow, μόνο για σένα. Αν το εξώφυλλο σε κάνει να νιώσεις μια ανησυχία που δεν μπορείς να εξηγήσεις, είναι επειδή ο ήχος μέσα του θα σε καταπιεί αργά, σαν το σκοτάδι που δεν φτάνει το φεγγάρι. Δεν υπάρχει ρυθμός εδώ. Δεν υπάρχει climax. Μόνο ρεύματα από ήχους, ψιθύρους, φυσήματα, τζιτζίκια, παράξενες παλλόμενες σιωπές. Είναι σαν να έχεις μείνει μόνος στο δάσος, χωρίς κινητό, χωρίς φωνή, και ο μόνος σου σύντροφος να είναι ένας αόρατος τριπαρισμένος τραγουδοποιός, μαζί με κάποιους φίλους του που απλώς δεν αντέχουν τη σιωπή. Ο Dave Pearce τραγουδάει ή ανασαίνει λέξεις. Μουρμουρίζει, δονείται, παραμορφώνεται, σαν πνεύμα που δεν ξέρει αν θέλει να εμφανιστεί ή να εξαφανιστεί. Η φωνή του δεν βγαίνει μπροστά· σε κυκλώνει, σε χαϊδεύει με το φόβο του. Είναι θλιμμένος, μα δεν ξέρει γιατί. Είναι ήρεμος, αλλά τρέμει εσωτερικά. Και κάπως έτσι, τον πιστεύεις. Το Further είναι ένας υπνωτικός περίπατος στο πουθενά. Ένα άλμπουμ που δεν έχει τραγούδια, αλλά στιγμές. Δεν έχει hooks, αλλά ανάσες. Είναι για εκείνα τα καλοκαίρια που δεν πήγες πουθενά, και έλιωσες στην πόλη. Μην το βάλεις ποτέ σε λίστα. Άστο να παίζει πάντα μόνο του. Κι εσύ, απλώς, ακολούθα τον ήχο πιο μέσα στο δάσος.
M83 – Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts (2003)
Sun is shining. Birds are singing. Flowers are growing. Clouds are looming and I am flying. Και μετά έρχεται το “Unrecorded” και είναι σαν να έπεσε ο ουρανός πάνω στο στήθος σου και να μην ήθελες να σηκωθεί ποτέ. Υπάρχουν δίσκοι που δεν ξαναπαίχτηκαν στα επόμενα βήματα των μουσικών που τους έφτιαξαν, αλλά ακόμα σε κρατάνε απ’ το χέρι, όταν πονάς. Υπάρχουν και δίσκοι που είναι ο ίδιος ο πόνος. Το Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, και μάλλον γι’ αυτό δεν ξαναασχολήθηκε μαζί του ο Gonzalez. Γι’ αυτό όταν τον ακούω σκέφτομαι ότι εδώ ζωγράφισε αναμνήσεις που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα. Είναι σαν να άκουσες το soundtrack ενός έρωτα που δεν έζησες ποτέ, αλλά σου λείπει τόσο που νομίζεις πως πέθανε. Και το “Run Into Flowers” είναι ίσως η πιο τρυφερή αποδοχή του τέλους. Μια ηλεκτρονική εξομολόγηση χωρίς λέξεις: Give me peace and chemicals, I want to run into. Kαι μετά, κατάρρευση. Το Dead Cities… είναι ένας ηλεκτρονικός θρήνος για τις πόλεις που χτίσαμε μέσα στους άλλους. Για τις λέξεις που δεν τους είπαμε. Για τις αγκαλιές που σκάλωσαν στη φαντασία. Μπορεί στο σύνολό του να μην είναι ένας δίσκος μόνο για το καλοκαίρι, αλλά είναι ιδανικός για εκείνες τις νύχτες που μοιάζουν καλοκαιρινές, κι όμως, είναι παγωμένες από μέσα.
Belong – Common Era (2011)
Shoegaze; Ναι, αλλά πνιγμένο. Ambient; Ίσως, αλλά με την απελπισία μιας μπάντας που παίζει σε ερείπια. Είναι σαν να ακούς μια συναυλία που συμβαίνει σε άλλη διάσταση, σε άλλο χρόνο, μέσα σε ένα πεδίο που το μόνο που φτάνει σε σένα είναι θραύσματα από κιθάρες που διαλύονται στον αέρα, από φωνές που ακούγονται σαν ψαλμωδίες. Και η μουσική δεν σου μιλάει· σε διαπερνά. Το Common Era είναι shoegaze σε επιθανάτια βύθιση. Άκρως μελαγχολικό και εξαϋλωμένο. Μοιάζει με το να περπατάς σε μια έρημη πόλη όπου κάποτε υπήρχε ζωή, έρωτας, φωνές. Τώρα υπάρχει μόνο αντίλαλος. Και ο άνεμος. Ένας δίσκος που σε στοιχειώνει. Που σε αναγκάζει να μείνεις ακίνητος, γιατί αν κινηθείς, ίσως χαθεί. Κι εσύ μαζί του. Και το πιο σπαρακτικό; Ότι, σχεδόν, τελείωσε εκεί. Οι Belong έκαναν 13 χρόνια να βγάλουν πάλι κάτι μετά αυτό. Σαν να ήξεραν ότι είπαν ήδη πολλά. Ένα αριστούργημα βαθύ, θολό, ατελές. Αλλά τόσο αρκετό για να σ’ αλλάξει.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ: Ναι, το ξέρουμε! Το OLAFAQ δεν έχει καμία όρεξη να λιβανίζει το Spotify. Δεν είμαστε cheerleaders της πιο απρόσωπης μουσικής πλατφόρμας του πλανήτη. Αλλά αν είναι να πατήσεις play εκεί μέσα, κάν’ το τουλάχιστον για να ακουστεί κάτι αληθινό. Κάτι που στάζει ιδρώτα, όχι αλγόριθμο. Bάλε να παίξει το Loveless, το Further, το Common Era. Γιατί, διάολε, τουλάχιστον αυτά αξίζουν να λερώσουν την κάθε σύγχρονη ψηφιακή σιωπή…
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.