Όπως έχουμε ξαναπεί για τις λίστες του OLAFAQ, δεν πρόκειται για κάποια λίστα-κανόνα, ούτε για έναν οδηγό του “ειδικού”. Είναι πάντα μια προσωπική επιλογή, φιλτραρισμένη πάντα μέσα από τους υποκειμενικούς δαίμονες κάθε συντάκτη, φτιαγμένη μέσα σε εκείνες τις ώρες όπου η πόλη μπορεί να βράζει, η σκέψη να χάνεται ή να ρεμβάζει, αλλά η μουσική δεν γεμίζει απλά τον χώρο, τον κάνει μόνο να αναπνέει αλλιώτικα.
Είναι κάποια jazz άλμπουμ που για μένα σημαίνουν πάντα καλοκαίρι. Όχι, φυσικά, επειδή μιλούν για chill-out παραλίες, φοίνικες, κοκτέιλ ή διακοπές, αλλά γιατί κουβαλούν αυτή την παράξενη μελαγχολία της όμορφης βαρεμάρας, ένα χαμόγελο που βγαίνει από τη ζέστη και τη σκιά, από την αδράνεια και το daydreaming.
Μερικά είναι κλασικά, άλλα ίσως έχουν ξεχαστεί λίγο, όμως όλα έχουν χαράξει, κάπως ανεξίτηλα, το soundtrack των δικών μου καλοκαιριών. Εκείνων που πέρασαν, και εκείνων που επιστρέφουν, κάθε φορά που πατάει ξανά η βελόνα πάνω στο βινύλιο.
Και, όπως έχω ξαναπεί, δεν ψάχνουμε αντικειμενικότητα εδώ. Ψάχνουμε εκείνη τη στιγμή που μια μελωδία μπορεί να κάνει τον ιδρώτα να μοιάζει με αλάτι από μια μακρινή παραλία. Γι’ αυτό αν νιώθεις κι εσύ έτσι, σαν να σε κοιτάζει η μουσική λίγο παραπάνω απ’ όσο αντέχεις, τότε ίσως, για μια φευγαλέα στιγμή, δεν είμαστε μόνοι μέσα σ’ αυτό το κάλεσμα.

Charlie Parker With Strings – Charlie Parker With Strings (1955)
Υπάρχουν κάποιες ηχογραφήσεις που μοιάζουν να έχουν γεννηθεί για να είναι άχρονες, όχι γιατί προορίστηκαν για να αντέξουν, αλλά γιατί γεννήθηκαν έξω από τον χρόνο. Το Charlie Parker With Strings είναι μία από αυτές. Όχι, δεν είναι ένα άλμπουμ με καμιά βαριά ιδεολογική πρόθεση ούτε κάποιο bebop ορόσημο, αλλά ένα όμορφο όνειρο ηχογραφημένο με βιολιά και σαξόφωνο, μια απόπειρα συμφιλίωσης ανάμεσα στην κλασική παράδοση και τον πιο ανήσυχο αυτοσχεδιασμό της εποχής. Ο Bird, γλιστρά ανάμεσά στα έγχορδα, σαν να θέλει να τα μάθει να αναπνέουν σωστά. Δεν έχει σημασία αν οι ενορχηστρώσεις ακούγονται σήμερα «ρετρό», η αλήθεια είναι ότι τότε του έδωσαν έναν ιδανικό καμβά για να ζωγραφίσει τις πιο εκφραστικές αποχρώσεις του ήχου του. Εδώ, το “Summertime” γίνεται ένα από τα πιο σπαρακτικά καλοκαιρινά κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ από έναν άνθρωπο που έμαθε να γεννά φως μέσα απ’ τη σκοτεινιά του. Αυτό το άλμπουμ αποκαλύπτει ένα άλλο πρόσωπο του Parker: ευάλωτο, συναισθηματικό, πιο κοντά στο λυρισμό παρά στην τρέλα. Η φωνή του δεν κραυγάζει για προσοχή, μα συνομιλεί χαμηλά με την αιωνιότητα. Και είναι αυτή η δύναμη που το κάνει τόσο καταραμένα όμορφο. Ένα πολύ καλό δώρο για όσους δεν χρειάζονται τεχνικές επιδείξεις για να νιώσουν το μεγαλείο.
Dave Brubeck Quartet – Time Out (1959)
Σε μια χρονιά όπου ο Ornette Coleman έσπαγε τα δεσμά με The Shape of Jazz to Come, ο Dave Brubeck έκανε κάτι εξίσου ριζοσπαστικό, αλλά με μάτια κλειστά και μικρό χαμόγελο στο πιάνο. Εδώ η επανάσταση δεν έρχεται με φανφάρες, αλλά με ρυθμική περιέργεια, ευφυΐα και χάρη. Αντί για ατονικές συγκρούσεις, έχουμε ανατρεπτικά μέτρα – 5/4, 9/8, 7/4 – που όμως δεν σε αποξενώνουν, αλλά σε προσκαλούν. Ο Brubeck και η κλασική του τετράδα (με τον ποιητικά ακριβή Paul Desmond στο άλτο σαξόφωνο) παίζουν για να σε περάσουν απαλά σε μια νέα διάσταση. Το “Take Five” (πιθανότατα η πιο απίθανη εμπορική επιτυχία στην ιστορία της jazz) δεν είναι μόνο ρυθμικό κόλπο. Είναι σαν ένας καθημερινός περίπατος κάτω από ένα πανέμορφο φεγγάρι: γνώριμος και απόκοσμος μαζί. Ο Desmond το έγραψε σαν κάποιος που έχει μεθύσει από τον αέρα μιας βραδινής πόλης που δεν υπάρχει. Ο Joe Morello στα τύμπανα κρατάει το 5/4 με τέτοια ηρεμία, λες και το έκανε από παιδί στον ύπνο του. Το Time Out μοιάζει με εκείνα τα όνειρα που θυμάσαι για πάντα χωρίς να ξέρεις γιατί: δεν ήταν θορυβώδες (αν και σκαρφάλωσε ψηλά στα charts), και ο Brubeck δεν χρειάστηκε να φωνάξει ότι η jazz αλλάζει. Την άλλαξε με μια σχεδόν ιμπρεσιονιστική ματιά, που απέδειξε ότι ο μοντερνισμός μπορεί να είναι και ανάλαφρος, και ευγενής, αλλά και αθόρυβα ρηξικέλευθος.
John Coltrane – My Favorite Things (1961)
Το My Favorite Things είναι ο δίσκος στον οποίο ο John Coltrane απελευθερώνεται, όχι μόνο από τη σκιά του bebop, αλλά κι από τα προσωπικά του φαντάσματα (ένα χρόνο πριν είχε κόψει από την “πρέζα”). Είναι το πρώτο του με το soprano σαξόφωνο, και το άλμπουμ στο οποίο ξεκινά πραγματικά το δικό του «ανοιχτό» ταξίδι στην modal jazz. O οποιοδσήποτε μπορεί να το διαβάσει θεωρητικά, σαν τη μετάβαση από τις δαιδαλώδεις αλλαγές ακόρντων του bebop στη λυρική απλότητα των modes, όπως την έφερε ο Miles Davis στο Kind of Blue. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με θεωρία, εδώ γίνεται μια μεταμόρφωση. Η πρώτη διασκευή του “My Favorite Things” από το The Sound of Music, θα μπορούσε να είχε πέσει σε μια γλυκανάλατη ποπ παγίδα, κι όμως, με τη μελωδική εμμονή του, τις κύκλικες δομές και την (νέα) πνευματική επιμονή του, μετατρέπεται σε μια μοναδική μάντρα. Ένας ύμνος. Ένα παιχνίδι με τον χρόνο, το χρώμα και την εσωτερικότητα.
Δίπλα του, στο πιάνο, ο McCoy Tyner βγάζει ένα είδος γαλήνιας δύναμης, σαν να περπατάς ξυπόλυτος σε αμμουδιά λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Το rhythm section (Elvin Jones και Steve Davis) είναι στα καλύτερά του: δεν κρατά μόνο το τέμπο, χτίζει έναν ολόκληρο κόσμο που σου επιτρέπει να αιωρείσαι. Γι’ αυτό έχω συνδέσει αυτό το άλμπουμ με μια καλοκαιρινή τύπου κάθαρση, όπως έπειτα από μήνες και χρόνια εξάρτησης, ο Coltrane δηλώνει πως είχε μια πνευματική αφύπνιση, και εδώ το νιώθεις: παίζει σαν άνθρωπος που θέλει να γεμίσει τον κόσμο με φως. Όχι για να δείξει κάτι, αλλά για να μεταδώσει χαρά, να προσφέρει μια μουσική που λειτουργεί σαν γιατρικό, να υπάρξει σαν όργανο μιας ανώτερης μελωδίας.
Miles Davis & Gil Evans – Quiet Nights (1963)
Μια ατελής συμφωνία, μα τόσο τέλεια για ένα ζεστό καλοκαίρι που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας. Το Quiet Nights δεν είναι το Sketches of Spain. Δεν είναι ούτε το Porgy and Bess, ούτε το Miles Ahead. Δεν είναι καν ολοκληρωμένο. Είναι ένα μισό όνειρο. Ένα άλμπουμ που δεν θα έπρεπε να υπάρχει έτσι όπως κυκλοφόρησε, και όμως, υπάρχει. Και με έναν περίεργο τρόπο, μας καλεί να το αγαπήσουμε σαν μια παλιά φωτογραφία που δεν θυμάσαι ότι τράβηξες. Η συνεργασία Miles Davis και του Gil Evans εδώ (γύρω στο 1962–63), έσπασε λίγο πριν τη μέση, λόγω της κακής διάθεσης του Miles και της αδυναμίας του να συγχρονιστεί με το υπόλοιπο σύνολο. Το αποτέλεσμα: ένα συνονθύλευμα από ημιτελείς ιδέες, σκίτσα που δεν έγιναν πίνακες, κομμάτια που δεν συνδέονται οργανικά. Κι όμως, είναι μια καλοκαιρινή jazz στιγμή εγκλωβισμένη στο χρόνο, σαν μελωδία που στέκεται στο παράθυρο με τα μάτια μισόκλειστα.
Το 12λέπτο “The Time of the Barracudas” (το οποίο προστέθηκε αργότερα στη CD έκδοση) είναι ακαταμάχητα cool, το είδος του ήχου που θα έβαζε κανείς ενώ κάθεται σε μια αυλή στη χώρα οποιουδήποτε ελληνικού νησιού, λίγο πριν βραδιάσει. Υπάρχει μια ελαφρότητα εδώ, όχι αφέλεια, αλλά μια χαλαρότητα αισθητική, σχεδόν ιδανικά hipster, που την σκέψη πριν πέσεις στα πιο βαριά του Miles. Ίσως, γιατί κάπου μέσα σ’ αυτήν την α-συνέχεια, αναβλύζει η μελαγχολία, όχι ως βάρος, αλλά σαν ομίχλη καλοκαιρινού δειλινού. Κι όταν ο Miles σολάρει, έστω και για λίγο, τα πάντα σταματούν. Η τρομπέτα του είναι σαν μισή σκέψη, μισή εξομολόγηση, ένα αποτύπωμα που δεν φωνάζει, αλλά μένει εκεί για πάντα. Ναι, μπορεί να το έχεις προσπεράσεις στο δισκάδικο, και πολλοί το κάνουν. Αλλά αν του δώσεις χρόνο, θα σου ανταποδώσει με εκείνον τον τρόπο που μόνο η ανολοκλήρωτη ομορφιά ξέρει. Το Quiet Nights δεν είναι απαραίτητα ένα μεγάλο άλμπουμ. Είναι όμως μια μεγάλη στιγμή. Και μερικές φορές, αυτό είναι αρκετό.
Vince Guaraldi, Bola Sete – Vince Guaraldi \ Bola Sete \ And Friends (1963)
Υπάρχουν πολλές συνεργασίες που μοιάζουν σαν να ήταν προμελετημένες από τη μοίρα, κι ας γεννήθηκαν μέσα σε ένα 24ωρο. Ο Vince Guaraldi, με την παιδική μελωδικότητα και την cool west coast πνοή, συνάντησε τον γεννημένο στο Ρίο Bola Sete, έναν τρομερό κιθαρίστα με κλασική παιδεία και άγγιγμα καλοκαιρινής βροχής. Είχαν παίξει μαζί μόλις μία φορά, λέει ο μύθος, την προηγούμενη μέρα. Και όμως, σε αυτόν τον μαγικό δίσκο, ακούγονται σαν δύο άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα από γεννησιμιού τους, και φυσικά η γλώσσα αυτή είναι η bossa nova, με μικρές προτάσεις swing και ανάσες blues. Ο Guaraldi δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Γράφει κομμάτια που μοιάζουν με σκιές φύλλων σε καλοκαιρινό τραπέζι: το “Star Song” λάμπει τόσο διακριτικά, ενώ το “Casaba” είναι ένα χαμογελαστό μπλουζ που σε κάνει να χορεύεις χωρίς να το καταλάβεις. Και αυτή η κιθάρα του Sete, δεν συνοδεύει… Ανοίγει μονοπάτια. Ηχοχρώματα που ακουμπούν την κλασική παιδεία, αλλά λικνίζονται με μια απλότητα που μόνο η βραζιλιάνικη μουσική ξέρει να κουβαλά. Και όταν οι δύο τους αγγίζουν το “Moon Rays” του Horace Silver, δεν το ερμηνεύουν, το μεταφράζουν σε κάτι που μοιάζει με δειλινό σε ταράτσα κάπου στο São Paulo.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε μέσα στη δίνη της πρώτης bossa nova έκρηξης στην Αμερική, μα ξεχωρίζει γιατί δεν μιμείται τη Βραζιλία, τη θυμάται και την αναπαριστώ Είναι σαν κασέτα που βρέθηκε σε συρτάρι από διακοπές που δεν έζησες, αλλά νοσταλγείς. Η μεταγενέστερη έκδοση του 2000 συνδύασε το στούντιο άλμπουμ με την ηχογράφηση του Live at El Matador του 1966. Ένας δίσκος για τα βράδια που θες να νιώσεις ότι όλα πάνε καλά, κι ας μην πηγαίνουν. Για τα πρωινά που ο καφές θέλει παρέα μια κιθάρα και μια συγχορδία ευγένειας.
The Horace Silver Quintet – Song for My Father = Cantiga Para Meu Pai (1964)
Υπάρχουν άλμπουμ που σε ταρακουνούν. Και υπάρχουν κι εκείνα που σε αφήνουν να επιπλέεις. Το Song for My Father του Horace Silver ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, είναι σαν ένα καλοκαιρινό απόγευμα που καταλήγει να μείνει για πάντα στις καρδιές. Ένα bossa nova μπλουζ γραμμένο στην αιώρα ανάμεσα στην Αμερική και τη Βραζιλία, στην παράδοση και την ψυχή. Το ομώνυμο κομμάτι, με εκείνη την απαλή bossa φλέβα στο πιάνο και την αβίαστη μελωδία που μοιάζει να γεννήθηκε δίπλα σε φοινικόδεντρα, πέρα από μια αφιέρωση σε έναν πατέρα, είναι κι ένα μεγάλο “ευχαριστώ” σε μια ολόκληρη εποχή. Σε έναν τρόπο ζωής που έχει τον ρυθμό στο αίμα και τον ήλιο στη μνήμη. Ο Horace Silver, αυτός ο μάγος του hard bop με το gospel touch και τις ρυθμικές επιφάνειες που σε μαγεύουν, καταφέρνει κάτι φαινομενικά απλό αλλά ουσιαστικά σπάνιο: να κάνει την jazz φιλόξενη. Με riff που στροβιλίζονται σαν καλοκαιρινό κύμα και μελωδίες που περπατούν ξυπόλητες στο πεζοδρόμιο, απομακρύνεται από το περίπλοκο bebop χωρίς να το προδώσει. Η ηχογράφηση έγινε σε τρεις διαφορετικές φάσεις, με εναλλασσόμενους μουσικούς, όμως τίποτα στο άλμπουμ δεν μοιάζει ασύνδετο. Ο Kenny Dorham στην τρομπέτα, ο Hank Mobley στο σαξόφωνο, ο Doug Watkins στο μπάσο και ο θρυλικός Art Blakey στα τύμπανα δεν συνοδεύουν απλώς, συνομιλούν τόσο απίστευτα όμορφα, σαν φίλοι γύρω από τραπέζι μετά από μεσημεριανό. Το Song for My Father είναι ένα άλμπουμ καλοκαιρινής νοσταλγίας. Μυρίζει θαλασσινό ιδρώτα, ήρεμη περηφάνια και έναν πατέρα που δεν χρειάστηκε ποτέ να μιλήσει πολύ, γιατί η μουσική του γιου του είπε μια για πάντα ό,τι έπρεπε να ειπωθεί.
Lee Morgan – The Sidewinder (1964)
Υπάρχουν κομμάτια που χορεύουν πριν καν ξεκινήσουν. Το The Sidewinder δεν είναι απλώς το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι του Lee Morgan, είναι κι ένα γκρουβάτο κάλεσμα, μια funky δήλωση που ξυπνά το σώμα και δροσίζει την ψυχή. Κυκλοφόρησε το 1964, αλλά ακούγεται σαν soundtrack για κάθε καλοκαίρι που αρνείται να τελειώσει. Αυτό το boogaloo groove, με εκείνο το πιανιστικό ριφάκι-δολώμα του Barry Harris και το ατίθασο snare του Billy Higgins, έκανε τη Blue Note να σταθεί στα πόδια της. Τους έφερε εμπορική επιτυχία, αλλά (πιο σημαντικό) έφερε την jazz στο σώμα, όχι μόνο στο μυαλό. Ξαφνικά, η jazz μπορούσε να λικνίζεται, να χτυπάει το δάπεδο με το τακούνι, να ανοίγει τον γιακά και να ιδρώνει. Και όλα αυτά, με τρομερό στιλ. Ο Lee Morgan (νευρικός, επιθετικός, μα απόλυτα ελεγχόμενος) δεν παίζει. Τα σπάει. Η τρομπέτα του πηγαίνει από την κολώνα του club ως το τελευταίο κάθισμα του τρένου. Κι όταν φτάνει το “sting in the tail”, εκείνη η αναπάντεχη αλλαγή σε μινόρε στο 17ο μέτρο, σου τραβάει το χαλί για να σε πετάξει πίσω στον ρυθμό με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Αλλά αν υπάρχει ένα διαμάντι μέσα στο διαμάντι, αυτό είναι το “Totem Pole”. Ένα latin swinger που δεν κάνει φασαρία, αλλά σε κατακτά με την πρώτη στροφή. Ο Joe Henderson απαντά στον Morgan με αρμονική ευφυΐα, και ο Barry Harris ξεφεύγει από τον ρόλο του συνοδού με ένα σόλο που στάζει ποίηση και αρμονική κομψότητα.
Stan Getz & Joao Gilberto – Getz / Gilberto (1964)
Υπάρχουν δίσκοι που δεν μπορείς να μην τους συνδέσεις με το καλοκαίρι γιατί το έχουν σκαλίσει με το τους ρυθμούς τους. Το Getz/Gilberto είναι ένας από αυτούς: το μαγικό πάντρεμας μιας στιγμής που η cool jazz συνάντησε τις βραζιλιάνικες αρμονίες, κι αντί να ανταγωνιστούν, αποφάσισαν να… χορέψουν μαζί. Stan Getz, Joao Gilberto, η γοητευτικά ντροπαλή φωνή της Astrud Gilberto και ο συνθέτης-ποιητής Antonio Carlos Jobim στήνουν εδώ ένα μουσικό νησί. Δεν έχει καμία σημασία αν είσαι στο Ρίο ή στη Νέα Υόρκη, ή στην Αθήνα ή στο Τόκιο. Σε μεταφέρει εκεί. Στην στην ανάσα μιας αξέχαστης γυναίκας που περνά στην παραλία, σε μια αργή κυματοειδή φράση του σαξοφώνου που μοιάζει να λέει «μείνε για πάντα». Το Getz/Gilberto είναι για τη βραζιλιάνικη jazz ό,τι το Kind of Blue για τη modal jazz, μια απαλή επανάσταση. Δεν φωνάζει, δεν εντυπωσιάζει. Σε πείθει με την ηρεμία του, με τη φωνή της Astrud να γλιστράει στο “Girl from Ipanema” σαν θαλασσινή αύρα από ανοιχτό παράθυρο, και με τις απίστευτες συνθέσεις του Jobim (“Corcovado”, “So Danco Samba”) να μοιάζουν σαν τοπία που τα ξέρεις αλλά δεν τα έχεις επισκεφθεί ποτέ. Τι αγαπάω σε αυτόν τον δίσκο; Που ο Getz δεν πιέζει ποτέ το σαξόφωνό του, το αφήνει να αναπνεύσει, να τραγουδήσει. Και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα του δίσκου: ότι η τεχνική υποχωρεί μπροστά στην αίσθηση. Η jazz γίνεται προσβάσιμη χωρίς να γίνει εύκολη. Γίνεται ονειρική χωρίς να είναι αφηρημένη. Γίνεται παντοτινή για όποιον αγαπά όχι μόνο την μουσική, αλλά και την μυθολογία της.
Herbie Hancock – Maiden Voyage (1965)
Μερικά jazz άλμπουμ μοιάζουν με ταξίδια, κάποια άλλα, όμως, είναι το ίδιο το ταξίδι. Το Maiden Voyage του Herbie Hancock δεν ανήκει γράφει απλά την ιστορία της modal jazz. Είναι η ίδια η στιγμή που ο ωκεανός γίνεται ήχος. Είναι το νερό που σκέφτεται, το κύμα που παίζει. Κυκλοφόρησε το 1965, με μια μπάντα-όνειρο: ο Herbie στο πιάνο, ο Freddie Hubbard στην τρομπέτα, ο George Coleman στο τενόρο σαξόφωνο, ο Ron Carter στο κοντραμπάσο και ο Tony Williams (18 χρονών τότε) στα τύμπανα. Όλοι βετεράνοι της μπάντας του Miles Davis, όλοι έτοιμοι να ξεκινήσουν ένα μουσικό ταξίδι χωρίς χάρτη, μόνο με εσωτερική πυξίδα. Η θάλασσα είναι το μοτίβο του δίσκου, αλλά όχι η θάλασσα των καρτ ποστάλ. Είναι η θάλασσα της φαντασίας, του υπόγειου κραδασμού, των κυμάτων που έρχονται από μακριά και σε ξυπνούν μελωδικά. Το παίξιμο του Hancock έχει κάτι κλασικό, αλλά με jazz φλέβα. Χτίζει αρμονίες σαν αφρούς, αέρινες, τρισδιάστατες, φευγαλέες. Το Maiden Voyage ίσως είναι το μοναδικό άλμπουμ όπου η συγκίνηση είναι τεχνικά δομημένη, αλλά ακούγεται σαν αναστεναγμός. Το “Dolphin Dance” στην κυριολεξία σε αγκαλιάζει με την τρομπέτα του Hubbard και το σαξόφωνο του Coleman να κάνουν κύκλους πάνω απ’ το νερό και να σε παρασέρνουν σε ένα μαγικό ταξίδι.
Weather Report – Heavy Weather (1975)
Παρόλο που ο τίτλος υπόσχεται «βαρύ καιρό», το Heavy Weather είναι το αντίθετο: μια jazz-fusion όαση που λάμπει τόσο υπέροχα σε κάθε μεσημεριανό πλακόστρωτο. Κυκλοφόρησε το 1977, τη στιγμή που η fusion έψαχνε ακόμη την ισορροπία ανάμεσα στον εντυπωσιασμό και την ψυχή, και οι Weather Report, με τον Jaco Pastorius στην “μπάσα” υπεροχή του και τον Joe Zawinul σε μαγικά συνθετικά ηχοτοπία, κατάφεραν το ακατόρθωτο: να φτιάξουν ένα fusion άλμπουμ που ακούγεται σαν παγωμένο κοκτέιλ με φρούτο, ρυθμό και λίγη μυστήρια μελαγχολία από κάτω. Το “Birdland” είναι το πιο εμπορικό κομμάτι του άλμπουμ, αλλά είναι και το πιο ανεπιτήδευτα ευτυχισμένο. Ένα instant classic, τόσο εθιστικό που θες να το ακούς κάθε απόγευμα. Μετά έρχεται το “A Remark You Made”, κι όλα ησυχάζουν: ο Jaco δεν παίζει μπάσο, μιλάει με το άταστο όπως κανείς άλλος, ενώ τα synths του Zawinul σε βυθίζουν σε κύματα που σκάνε και σε παρασέρνουν.
Το Heavy Weather εναλλάσσει ιδιοφυώς διαθέσεις και υφές: το “Teen Town” είναι ό,τι πιο πυκνό και νευρώδες έχει γράψει ο Pastorius, ενώ το “Harlequin” και το “The Juggler” λιώνουν στον ήλιο σαν τα ρολόγια του Νταλί. Όσοι αναζητούν στην jazz μια πιο “βαθιά πρόταση” μπορεί να διακρίνουν εδώ μια απλότητα. Αλλά αυτή είναι η καλοκαιρινή ευφυΐα του δίσκου: δεν προσπαθεί να είναι βαρύγδουπος. Σε οδηγεί ανάλαφρα στην τεχνική τελειότητα, μέσα από ήχους που σε χαϊδεύουν αντί να σε ταράζουν. Γι’ αυτό πάντα έβλεπα το Heavy Weather σαν jazz του ήλιου, όχι της βροχής, μια δουλειά γεμάτη χρώμα, ρυθμό και καθαρή ενέργεια, ακόμα στις πιο μελαγχολικές της στιγμές.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Όπως έχουμε ξαναπεί για τις λίστες του OLAFAQ, δεν πρόκειται για κάποια λίστα-κανόνα, ούτε για έναν οδηγό του “ειδικού”. Είναι πάντα μια προσωπική επιλογή, φιλτραρισμένη πάντα μέσα από τους υποκειμενικούς δαίμονες κάθε συντάκτη, φτιαγμένη μέσα σε εκείνες τις ώρες όπου η πόλη μπορεί να βράζει, η σκέψη να χάνεται ή να ρεμβάζει, αλλά η μουσική δεν γεμίζει απλά τον χώρο, τον κάνει μόνο να αναπνέει αλλιώτικα.
Είναι κάποια jazz άλμπουμ που για μένα σημαίνουν πάντα καλοκαίρι. Όχι, φυσικά, επειδή μιλούν για chill-out παραλίες, φοίνικες, κοκτέιλ ή διακοπές, αλλά γιατί κουβαλούν αυτή την παράξενη μελαγχολία της όμορφης βαρεμάρας, ένα χαμόγελο που βγαίνει από τη ζέστη και τη σκιά, από την αδράνεια και το daydreaming.
Μερικά είναι κλασικά, άλλα ίσως έχουν ξεχαστεί λίγο, όμως όλα έχουν χαράξει, κάπως ανεξίτηλα, το soundtrack των δικών μου καλοκαιριών. Εκείνων που πέρασαν, και εκείνων που επιστρέφουν, κάθε φορά που πατάει ξανά η βελόνα πάνω στο βινύλιο.
Και, όπως έχω ξαναπεί, δεν ψάχνουμε αντικειμενικότητα εδώ. Ψάχνουμε εκείνη τη στιγμή που μια μελωδία μπορεί να κάνει τον ιδρώτα να μοιάζει με αλάτι από μια μακρινή παραλία. Γι’ αυτό αν νιώθεις κι εσύ έτσι, σαν να σε κοιτάζει η μουσική λίγο παραπάνω απ’ όσο αντέχεις, τότε ίσως, για μια φευγαλέα στιγμή, δεν είμαστε μόνοι μέσα σ’ αυτό το κάλεσμα.
Charlie Parker With Strings – Charlie Parker With Strings (1955)
Υπάρχουν κάποιες ηχογραφήσεις που μοιάζουν να έχουν γεννηθεί για να είναι άχρονες, όχι γιατί προορίστηκαν για να αντέξουν, αλλά γιατί γεννήθηκαν έξω από τον χρόνο. Το Charlie Parker With Strings είναι μία από αυτές. Όχι, δεν είναι ένα άλμπουμ με καμιά βαριά ιδεολογική πρόθεση ούτε κάποιο bebop ορόσημο, αλλά ένα όμορφο όνειρο ηχογραφημένο με βιολιά και σαξόφωνο, μια απόπειρα συμφιλίωσης ανάμεσα στην κλασική παράδοση και τον πιο ανήσυχο αυτοσχεδιασμό της εποχής. Ο Bird, γλιστρά ανάμεσά στα έγχορδα, σαν να θέλει να τα μάθει να αναπνέουν σωστά. Δεν έχει σημασία αν οι ενορχηστρώσεις ακούγονται σήμερα «ρετρό», η αλήθεια είναι ότι τότε του έδωσαν έναν ιδανικό καμβά για να ζωγραφίσει τις πιο εκφραστικές αποχρώσεις του ήχου του. Εδώ, το “Summertime” γίνεται ένα από τα πιο σπαρακτικά καλοκαιρινά κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ από έναν άνθρωπο που έμαθε να γεννά φως μέσα απ’ τη σκοτεινιά του. Αυτό το άλμπουμ αποκαλύπτει ένα άλλο πρόσωπο του Parker: ευάλωτο, συναισθηματικό, πιο κοντά στο λυρισμό παρά στην τρέλα. Η φωνή του δεν κραυγάζει για προσοχή, μα συνομιλεί χαμηλά με την αιωνιότητα. Και είναι αυτή η δύναμη που το κάνει τόσο καταραμένα όμορφο. Ένα πολύ καλό δώρο για όσους δεν χρειάζονται τεχνικές επιδείξεις για να νιώσουν το μεγαλείο.
Dave Brubeck Quartet – Time Out (1959)
Σε μια χρονιά όπου ο Ornette Coleman έσπαγε τα δεσμά με The Shape of Jazz to Come, ο Dave Brubeck έκανε κάτι εξίσου ριζοσπαστικό, αλλά με μάτια κλειστά και μικρό χαμόγελο στο πιάνο. Εδώ η επανάσταση δεν έρχεται με φανφάρες, αλλά με ρυθμική περιέργεια, ευφυΐα και χάρη. Αντί για ατονικές συγκρούσεις, έχουμε ανατρεπτικά μέτρα – 5/4, 9/8, 7/4 – που όμως δεν σε αποξενώνουν, αλλά σε προσκαλούν. Ο Brubeck και η κλασική του τετράδα (με τον ποιητικά ακριβή Paul Desmond στο άλτο σαξόφωνο) παίζουν για να σε περάσουν απαλά σε μια νέα διάσταση. Το “Take Five” (πιθανότατα η πιο απίθανη εμπορική επιτυχία στην ιστορία της jazz) δεν είναι μόνο ρυθμικό κόλπο. Είναι σαν ένας καθημερινός περίπατος κάτω από ένα πανέμορφο φεγγάρι: γνώριμος και απόκοσμος μαζί. Ο Desmond το έγραψε σαν κάποιος που έχει μεθύσει από τον αέρα μιας βραδινής πόλης που δεν υπάρχει. Ο Joe Morello στα τύμπανα κρατάει το 5/4 με τέτοια ηρεμία, λες και το έκανε από παιδί στον ύπνο του. Το Time Out μοιάζει με εκείνα τα όνειρα που θυμάσαι για πάντα χωρίς να ξέρεις γιατί: δεν ήταν θορυβώδες (αν και σκαρφάλωσε ψηλά στα charts), και ο Brubeck δεν χρειάστηκε να φωνάξει ότι η jazz αλλάζει. Την άλλαξε με μια σχεδόν ιμπρεσιονιστική ματιά, που απέδειξε ότι ο μοντερνισμός μπορεί να είναι και ανάλαφρος, και ευγενής, αλλά και αθόρυβα ρηξικέλευθος.
John Coltrane – My Favorite Things (1961)
Το My Favorite Things είναι ο δίσκος στον οποίο ο John Coltrane απελευθερώνεται, όχι μόνο από τη σκιά του bebop, αλλά κι από τα προσωπικά του φαντάσματα (ένα χρόνο πριν είχε κόψει από την “πρέζα”). Είναι το πρώτο του με το soprano σαξόφωνο, και το άλμπουμ στο οποίο ξεκινά πραγματικά το δικό του «ανοιχτό» ταξίδι στην modal jazz. O οποιοδσήποτε μπορεί να το διαβάσει θεωρητικά, σαν τη μετάβαση από τις δαιδαλώδεις αλλαγές ακόρντων του bebop στη λυρική απλότητα των modes, όπως την έφερε ο Miles Davis στο Kind of Blue. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με θεωρία, εδώ γίνεται μια μεταμόρφωση. Η πρώτη διασκευή του “My Favorite Things” από το The Sound of Music, θα μπορούσε να είχε πέσει σε μια γλυκανάλατη ποπ παγίδα, κι όμως, με τη μελωδική εμμονή του, τις κύκλικες δομές και την (νέα) πνευματική επιμονή του, μετατρέπεται σε μια μοναδική μάντρα. Ένας ύμνος. Ένα παιχνίδι με τον χρόνο, το χρώμα και την εσωτερικότητα.
Δίπλα του, στο πιάνο, ο McCoy Tyner βγάζει ένα είδος γαλήνιας δύναμης, σαν να περπατάς ξυπόλυτος σε αμμουδιά λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Το rhythm section (Elvin Jones και Steve Davis) είναι στα καλύτερά του: δεν κρατά μόνο το τέμπο, χτίζει έναν ολόκληρο κόσμο που σου επιτρέπει να αιωρείσαι. Γι’ αυτό έχω συνδέσει αυτό το άλμπουμ με μια καλοκαιρινή τύπου κάθαρση, όπως έπειτα από μήνες και χρόνια εξάρτησης, ο Coltrane δηλώνει πως είχε μια πνευματική αφύπνιση, και εδώ το νιώθεις: παίζει σαν άνθρωπος που θέλει να γεμίσει τον κόσμο με φως. Όχι για να δείξει κάτι, αλλά για να μεταδώσει χαρά, να προσφέρει μια μουσική που λειτουργεί σαν γιατρικό, να υπάρξει σαν όργανο μιας ανώτερης μελωδίας.
Miles Davis & Gil Evans – Quiet Nights (1963)
Μια ατελής συμφωνία, μα τόσο τέλεια για ένα ζεστό καλοκαίρι που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας. Το Quiet Nights δεν είναι το Sketches of Spain. Δεν είναι ούτε το Porgy and Bess, ούτε το Miles Ahead. Δεν είναι καν ολοκληρωμένο. Είναι ένα μισό όνειρο. Ένα άλμπουμ που δεν θα έπρεπε να υπάρχει έτσι όπως κυκλοφόρησε, και όμως, υπάρχει. Και με έναν περίεργο τρόπο, μας καλεί να το αγαπήσουμε σαν μια παλιά φωτογραφία που δεν θυμάσαι ότι τράβηξες. Η συνεργασία Miles Davis και του Gil Evans εδώ (γύρω στο 1962–63), έσπασε λίγο πριν τη μέση, λόγω της κακής διάθεσης του Miles και της αδυναμίας του να συγχρονιστεί με το υπόλοιπο σύνολο. Το αποτέλεσμα: ένα συνονθύλευμα από ημιτελείς ιδέες, σκίτσα που δεν έγιναν πίνακες, κομμάτια που δεν συνδέονται οργανικά. Κι όμως, είναι μια καλοκαιρινή jazz στιγμή εγκλωβισμένη στο χρόνο, σαν μελωδία που στέκεται στο παράθυρο με τα μάτια μισόκλειστα.
Το 12λέπτο “The Time of the Barracudas” (το οποίο προστέθηκε αργότερα στη CD έκδοση) είναι ακαταμάχητα cool, το είδος του ήχου που θα έβαζε κανείς ενώ κάθεται σε μια αυλή στη χώρα οποιουδήποτε ελληνικού νησιού, λίγο πριν βραδιάσει. Υπάρχει μια ελαφρότητα εδώ, όχι αφέλεια, αλλά μια χαλαρότητα αισθητική, σχεδόν ιδανικά hipster, που την σκέψη πριν πέσεις στα πιο βαριά του Miles. Ίσως, γιατί κάπου μέσα σ’ αυτήν την α-συνέχεια, αναβλύζει η μελαγχολία, όχι ως βάρος, αλλά σαν ομίχλη καλοκαιρινού δειλινού. Κι όταν ο Miles σολάρει, έστω και για λίγο, τα πάντα σταματούν. Η τρομπέτα του είναι σαν μισή σκέψη, μισή εξομολόγηση, ένα αποτύπωμα που δεν φωνάζει, αλλά μένει εκεί για πάντα. Ναι, μπορεί να το έχεις προσπεράσεις στο δισκάδικο, και πολλοί το κάνουν. Αλλά αν του δώσεις χρόνο, θα σου ανταποδώσει με εκείνον τον τρόπο που μόνο η ανολοκλήρωτη ομορφιά ξέρει. Το Quiet Nights δεν είναι απαραίτητα ένα μεγάλο άλμπουμ. Είναι όμως μια μεγάλη στιγμή. Και μερικές φορές, αυτό είναι αρκετό.
Vince Guaraldi, Bola Sete – Vince Guaraldi \ Bola Sete \ And Friends (1963)
Υπάρχουν πολλές συνεργασίες που μοιάζουν σαν να ήταν προμελετημένες από τη μοίρα, κι ας γεννήθηκαν μέσα σε ένα 24ωρο. Ο Vince Guaraldi, με την παιδική μελωδικότητα και την cool west coast πνοή, συνάντησε τον γεννημένο στο Ρίο Bola Sete, έναν τρομερό κιθαρίστα με κλασική παιδεία και άγγιγμα καλοκαιρινής βροχής. Είχαν παίξει μαζί μόλις μία φορά, λέει ο μύθος, την προηγούμενη μέρα. Και όμως, σε αυτόν τον μαγικό δίσκο, ακούγονται σαν δύο άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα από γεννησιμιού τους, και φυσικά η γλώσσα αυτή είναι η bossa nova, με μικρές προτάσεις swing και ανάσες blues. Ο Guaraldi δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Γράφει κομμάτια που μοιάζουν με σκιές φύλλων σε καλοκαιρινό τραπέζι: το “Star Song” λάμπει τόσο διακριτικά, ενώ το “Casaba” είναι ένα χαμογελαστό μπλουζ που σε κάνει να χορεύεις χωρίς να το καταλάβεις. Και αυτή η κιθάρα του Sete, δεν συνοδεύει… Ανοίγει μονοπάτια. Ηχοχρώματα που ακουμπούν την κλασική παιδεία, αλλά λικνίζονται με μια απλότητα που μόνο η βραζιλιάνικη μουσική ξέρει να κουβαλά. Και όταν οι δύο τους αγγίζουν το “Moon Rays” του Horace Silver, δεν το ερμηνεύουν, το μεταφράζουν σε κάτι που μοιάζει με δειλινό σε ταράτσα κάπου στο São Paulo.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε μέσα στη δίνη της πρώτης bossa nova έκρηξης στην Αμερική, μα ξεχωρίζει γιατί δεν μιμείται τη Βραζιλία, τη θυμάται και την αναπαριστώ Είναι σαν κασέτα που βρέθηκε σε συρτάρι από διακοπές που δεν έζησες, αλλά νοσταλγείς. Η μεταγενέστερη έκδοση του 2000 συνδύασε το στούντιο άλμπουμ με την ηχογράφηση του Live at El Matador του 1966. Ένας δίσκος για τα βράδια που θες να νιώσεις ότι όλα πάνε καλά, κι ας μην πηγαίνουν. Για τα πρωινά που ο καφές θέλει παρέα μια κιθάρα και μια συγχορδία ευγένειας.
The Horace Silver Quintet – Song for My Father = Cantiga Para Meu Pai (1964)
Υπάρχουν άλμπουμ που σε ταρακουνούν. Και υπάρχουν κι εκείνα που σε αφήνουν να επιπλέεις. Το Song for My Father του Horace Silver ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, είναι σαν ένα καλοκαιρινό απόγευμα που καταλήγει να μείνει για πάντα στις καρδιές. Ένα bossa nova μπλουζ γραμμένο στην αιώρα ανάμεσα στην Αμερική και τη Βραζιλία, στην παράδοση και την ψυχή. Το ομώνυμο κομμάτι, με εκείνη την απαλή bossa φλέβα στο πιάνο και την αβίαστη μελωδία που μοιάζει να γεννήθηκε δίπλα σε φοινικόδεντρα, πέρα από μια αφιέρωση σε έναν πατέρα, είναι κι ένα μεγάλο “ευχαριστώ” σε μια ολόκληρη εποχή. Σε έναν τρόπο ζωής που έχει τον ρυθμό στο αίμα και τον ήλιο στη μνήμη. Ο Horace Silver, αυτός ο μάγος του hard bop με το gospel touch και τις ρυθμικές επιφάνειες που σε μαγεύουν, καταφέρνει κάτι φαινομενικά απλό αλλά ουσιαστικά σπάνιο: να κάνει την jazz φιλόξενη. Με riff που στροβιλίζονται σαν καλοκαιρινό κύμα και μελωδίες που περπατούν ξυπόλητες στο πεζοδρόμιο, απομακρύνεται από το περίπλοκο bebop χωρίς να το προδώσει. Η ηχογράφηση έγινε σε τρεις διαφορετικές φάσεις, με εναλλασσόμενους μουσικούς, όμως τίποτα στο άλμπουμ δεν μοιάζει ασύνδετο. Ο Kenny Dorham στην τρομπέτα, ο Hank Mobley στο σαξόφωνο, ο Doug Watkins στο μπάσο και ο θρυλικός Art Blakey στα τύμπανα δεν συνοδεύουν απλώς, συνομιλούν τόσο απίστευτα όμορφα, σαν φίλοι γύρω από τραπέζι μετά από μεσημεριανό. Το Song for My Father είναι ένα άλμπουμ καλοκαιρινής νοσταλγίας. Μυρίζει θαλασσινό ιδρώτα, ήρεμη περηφάνια και έναν πατέρα που δεν χρειάστηκε ποτέ να μιλήσει πολύ, γιατί η μουσική του γιου του είπε μια για πάντα ό,τι έπρεπε να ειπωθεί.
Lee Morgan – The Sidewinder (1964)
Υπάρχουν κομμάτια που χορεύουν πριν καν ξεκινήσουν. Το The Sidewinder δεν είναι απλώς το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι του Lee Morgan, είναι κι ένα γκρουβάτο κάλεσμα, μια funky δήλωση που ξυπνά το σώμα και δροσίζει την ψυχή. Κυκλοφόρησε το 1964, αλλά ακούγεται σαν soundtrack για κάθε καλοκαίρι που αρνείται να τελειώσει. Αυτό το boogaloo groove, με εκείνο το πιανιστικό ριφάκι-δολώμα του Barry Harris και το ατίθασο snare του Billy Higgins, έκανε τη Blue Note να σταθεί στα πόδια της. Τους έφερε εμπορική επιτυχία, αλλά (πιο σημαντικό) έφερε την jazz στο σώμα, όχι μόνο στο μυαλό. Ξαφνικά, η jazz μπορούσε να λικνίζεται, να χτυπάει το δάπεδο με το τακούνι, να ανοίγει τον γιακά και να ιδρώνει. Και όλα αυτά, με τρομερό στιλ. Ο Lee Morgan (νευρικός, επιθετικός, μα απόλυτα ελεγχόμενος) δεν παίζει. Τα σπάει. Η τρομπέτα του πηγαίνει από την κολώνα του club ως το τελευταίο κάθισμα του τρένου. Κι όταν φτάνει το “sting in the tail”, εκείνη η αναπάντεχη αλλαγή σε μινόρε στο 17ο μέτρο, σου τραβάει το χαλί για να σε πετάξει πίσω στον ρυθμό με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Αλλά αν υπάρχει ένα διαμάντι μέσα στο διαμάντι, αυτό είναι το “Totem Pole”. Ένα latin swinger που δεν κάνει φασαρία, αλλά σε κατακτά με την πρώτη στροφή. Ο Joe Henderson απαντά στον Morgan με αρμονική ευφυΐα, και ο Barry Harris ξεφεύγει από τον ρόλο του συνοδού με ένα σόλο που στάζει ποίηση και αρμονική κομψότητα.
Stan Getz & Joao Gilberto – Getz / Gilberto (1964)
Υπάρχουν δίσκοι που δεν μπορείς να μην τους συνδέσεις με το καλοκαίρι γιατί το έχουν σκαλίσει με το τους ρυθμούς τους. Το Getz/Gilberto είναι ένας από αυτούς: το μαγικό πάντρεμας μιας στιγμής που η cool jazz συνάντησε τις βραζιλιάνικες αρμονίες, κι αντί να ανταγωνιστούν, αποφάσισαν να… χορέψουν μαζί. Stan Getz, Joao Gilberto, η γοητευτικά ντροπαλή φωνή της Astrud Gilberto και ο συνθέτης-ποιητής Antonio Carlos Jobim στήνουν εδώ ένα μουσικό νησί. Δεν έχει καμία σημασία αν είσαι στο Ρίο ή στη Νέα Υόρκη, ή στην Αθήνα ή στο Τόκιο. Σε μεταφέρει εκεί. Στην στην ανάσα μιας αξέχαστης γυναίκας που περνά στην παραλία, σε μια αργή κυματοειδή φράση του σαξοφώνου που μοιάζει να λέει «μείνε για πάντα». Το Getz/Gilberto είναι για τη βραζιλιάνικη jazz ό,τι το Kind of Blue για τη modal jazz, μια απαλή επανάσταση. Δεν φωνάζει, δεν εντυπωσιάζει. Σε πείθει με την ηρεμία του, με τη φωνή της Astrud να γλιστράει στο “Girl from Ipanema” σαν θαλασσινή αύρα από ανοιχτό παράθυρο, και με τις απίστευτες συνθέσεις του Jobim (“Corcovado”, “So Danco Samba”) να μοιάζουν σαν τοπία που τα ξέρεις αλλά δεν τα έχεις επισκεφθεί ποτέ. Τι αγαπάω σε αυτόν τον δίσκο; Που ο Getz δεν πιέζει ποτέ το σαξόφωνό του, το αφήνει να αναπνεύσει, να τραγουδήσει. Και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα του δίσκου: ότι η τεχνική υποχωρεί μπροστά στην αίσθηση. Η jazz γίνεται προσβάσιμη χωρίς να γίνει εύκολη. Γίνεται ονειρική χωρίς να είναι αφηρημένη. Γίνεται παντοτινή για όποιον αγαπά όχι μόνο την μουσική, αλλά και την μυθολογία της.
Herbie Hancock – Maiden Voyage (1965)
Μερικά jazz άλμπουμ μοιάζουν με ταξίδια, κάποια άλλα, όμως, είναι το ίδιο το ταξίδι. Το Maiden Voyage του Herbie Hancock δεν ανήκει γράφει απλά την ιστορία της modal jazz. Είναι η ίδια η στιγμή που ο ωκεανός γίνεται ήχος. Είναι το νερό που σκέφτεται, το κύμα που παίζει. Κυκλοφόρησε το 1965, με μια μπάντα-όνειρο: ο Herbie στο πιάνο, ο Freddie Hubbard στην τρομπέτα, ο George Coleman στο τενόρο σαξόφωνο, ο Ron Carter στο κοντραμπάσο και ο Tony Williams (18 χρονών τότε) στα τύμπανα. Όλοι βετεράνοι της μπάντας του Miles Davis, όλοι έτοιμοι να ξεκινήσουν ένα μουσικό ταξίδι χωρίς χάρτη, μόνο με εσωτερική πυξίδα. Η θάλασσα είναι το μοτίβο του δίσκου, αλλά όχι η θάλασσα των καρτ ποστάλ. Είναι η θάλασσα της φαντασίας, του υπόγειου κραδασμού, των κυμάτων που έρχονται από μακριά και σε ξυπνούν μελωδικά. Το παίξιμο του Hancock έχει κάτι κλασικό, αλλά με jazz φλέβα. Χτίζει αρμονίες σαν αφρούς, αέρινες, τρισδιάστατες, φευγαλέες. Το Maiden Voyage ίσως είναι το μοναδικό άλμπουμ όπου η συγκίνηση είναι τεχνικά δομημένη, αλλά ακούγεται σαν αναστεναγμός. Το “Dolphin Dance” στην κυριολεξία σε αγκαλιάζει με την τρομπέτα του Hubbard και το σαξόφωνο του Coleman να κάνουν κύκλους πάνω απ’ το νερό και να σε παρασέρνουν σε ένα μαγικό ταξίδι.
Weather Report – Heavy Weather (1975)
Παρόλο που ο τίτλος υπόσχεται «βαρύ καιρό», το Heavy Weather είναι το αντίθετο: μια jazz-fusion όαση που λάμπει τόσο υπέροχα σε κάθε μεσημεριανό πλακόστρωτο. Κυκλοφόρησε το 1977, τη στιγμή που η fusion έψαχνε ακόμη την ισορροπία ανάμεσα στον εντυπωσιασμό και την ψυχή, και οι Weather Report, με τον Jaco Pastorius στην “μπάσα” υπεροχή του και τον Joe Zawinul σε μαγικά συνθετικά ηχοτοπία, κατάφεραν το ακατόρθωτο: να φτιάξουν ένα fusion άλμπουμ που ακούγεται σαν παγωμένο κοκτέιλ με φρούτο, ρυθμό και λίγη μυστήρια μελαγχολία από κάτω. Το “Birdland” είναι το πιο εμπορικό κομμάτι του άλμπουμ, αλλά είναι και το πιο ανεπιτήδευτα ευτυχισμένο. Ένα instant classic, τόσο εθιστικό που θες να το ακούς κάθε απόγευμα. Μετά έρχεται το “A Remark You Made”, κι όλα ησυχάζουν: ο Jaco δεν παίζει μπάσο, μιλάει με το άταστο όπως κανείς άλλος, ενώ τα synths του Zawinul σε βυθίζουν σε κύματα που σκάνε και σε παρασέρνουν.
Το Heavy Weather εναλλάσσει ιδιοφυώς διαθέσεις και υφές: το “Teen Town” είναι ό,τι πιο πυκνό και νευρώδες έχει γράψει ο Pastorius, ενώ το “Harlequin” και το “The Juggler” λιώνουν στον ήλιο σαν τα ρολόγια του Νταλί. Όσοι αναζητούν στην jazz μια πιο “βαθιά πρόταση” μπορεί να διακρίνουν εδώ μια απλότητα. Αλλά αυτή είναι η καλοκαιρινή ευφυΐα του δίσκου: δεν προσπαθεί να είναι βαρύγδουπος. Σε οδηγεί ανάλαφρα στην τεχνική τελειότητα, μέσα από ήχους που σε χαϊδεύουν αντί να σε ταράζουν. Γι’ αυτό πάντα έβλεπα το Heavy Weather σαν jazz του ήλιου, όχι της βροχής, μια δουλειά γεμάτη χρώμα, ρυθμό και καθαρή ενέργεια, ακόμα στις πιο μελαγχολικές της στιγμές.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.