Ένα παγωμένο βράδυ του Μαρτίου το λευκό σμαρτάκι περνάει την περίφραξη του πάρκινγκ ρίχνοντας τα φώτα του στο λευκό γκράφιτι πάνω στον σκουριασμένο τσίγκο της εισόδου. Ωραία ξεκινάει το βράδυ. Στην οδό Λεγάκη, στου Ρέντη, στον αριθμό 7, δεν κυκλοφορεί ψυχή. Τουλάχιστον όχι αυτή τη βραδινή ώρα. Η βιομηχανική ζώνη της πόλης ξαποσταίνει, τόσο κοντά, τόσο μακριά από το κέντρο. Το πάρκινγκ του θεάτρου, όμως, είναι τίγκα. Έτσι γίνεται κάθε φορά που παίζεται αυτό το έργο. Τρία χρόνια τώρα.
Η ουρά στα ταμεία πομπική. «Ρε φίλε, δε μου διαβάζει το πιστοποιητικό. Τα ‘χω πάρει. Τι φάση;». Ο ένας εκ των τριών σκουφοφόρων 25άρηδων, με Vans και bomber jacket, χτυπιέται δίπλα μου. Κάτι έχει γίνει με τη βεβαίωση εμβολιασμού του και δεν μπορεί να περάσει. Οι δύο φίλοι του τον κοιτάνε αδιάφορα. Συμπάσχουν στο δράμα του με μιλένιαλ ψυχραιμία. Μιλάει με κάποιον στο τηλέφωνο και βρίζει. Έχει τα νεύρα του. Στη συνέχεια διαπιστώνω το ασορτί της υπόθεσης: Ο Βασίλης Μπισμπίκης και οι συνεργάτες του βρίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Και με το δίκιο τους. Λόγια χωρίς φτιασίδια και καλολογικά στοιχεία, κουβέντες που πονάνε.
Η ανθρώπινη ανάγκη για εκτόνωση είναι κάθε στιγμή κυρίαρχη. Λυτρωτική μέσα στην εκπυρσοκρότησή της. Δεν υπάρχει γαλήνη, δεν διαφαίνεται πουθενά η παραμικρή απόδοση δικαιοσύνης, κανένα πρόσωπο δε φωτίζεται από τις ακτίνες του ήλιου, ποτέ. Δεν γελούν με την καρδιά τους -γελούν πικρά, γνωρίζοντας ότι το σημείο που βρίσκονται δεν το διάλεξαν αυτοί αλλά τους διάλεξε αυτό. Οι ήρωες του Τζον Στάινμπεκ είναι άποροι εργάτες στην Αμερικανική ύπαιθρο του μεσοπολέμου, του μεγάλου κραχ. Κουβαλάνε μόνο τα όνειρά τους. Κι ούτε καν αυτά. Οι ήρωες του Βασίλη Μπισμπίκη ανάβουν κερί στον Παντελή Παντελίδη και κοιμούνται με την τηλεόραση ανοιχτή, στην Ελλάδα της διαρκούς κρίσης.
Κυνηγοί της ευτυχίας, σένσορες της χαμένης ευημερίας και της καλοτυχίας. Παιδιά ενός κατώτερου θεού.
«Πες μου για μας και για τους άλλους». Αυτή τη φράση επαναλαμβάνει πολλές φορές ο Λένος προς τον Βασίλη ζητώντας του ένα αληθινό παραμύθι. «Πες πώς θα ‘ναι όταν θα ‘χουμε το καλυβάκι μας». Ο Βασίλης αφουγκράζεται τους μακρινούς ήχους. Παίρνει ύφος ανθρώπου που πετάει γερά στα πόδια του. Πρακτικού και μεθοδικού. «Κοίτα πέρα απ’ το ποτάμι, Λένο, και θα σου πω ώστε σχεδόν να το δεις». Ο Λένος χαίρεται, ο Βασίλης διηγείται ενώ και οι δύο ξέρουν ότι το μέλλον δεν υπάρχει όσο κι αν προβάλλουν πάνω του όλες τους τις ελπίδες.
Το δίδυμο Λένου-Βασίλη συνδέεται με ένα καρμικό δέσιμο, ένα δέσιμο που υπήρχε πριν από αυτούς. Ο Λένος δεν αντιλαμβάνεται τα πράγματα με τον κοινό νου κι ο Βασίλης τον φροντίζει σαν φίλο, συνοδοιπόρο, βαρίδι.
«Μια ιστορία σου είπα να μου πεις κι εσύ με γ@μησες. Τι ιστορία ήταν αυτή» φωνάζει ο Βασίλης κάποια στιγμή στον Μάνο, τον τύπο που κάνουνε μαζί ένα joint και βγάζουν τα εσώψυχά τους στη φορά. Μόνο που του Μάνου τα εσώψυχα είναι για γερά στομάχια. Όλοι έχουν μια θλιβερή ιστορία να πουν. Κάποιων είναι αβάσταχτη.
Όλοι καθόμαστε βουβοί, θεατές μιας ζωής που δεν χρίζει ζήλιας, αισθανόμαστε τυχεροί. Ο χώρος του θεάτρου, ένα κανονικό εργοστάσιο, είναι το ιδανικό site specific σκηνικό, ένα φόντο ζωής που σίγουρα δε μοιάζει με το σαλόνι του σπιτιού μας. Οι χαρακτήρες του διάσημου έργου του Τζον Στάινμπεκ υπάρχουν εκεί έξω από το 1937, όταν και κυκλοφόρησε το βιβλίο «Άνθρωποι και Ποντίκια», κυνηγοί της ευτυχίας, σένσορες της χαμένης ευημερίας και της καλοτυχίας. Παιδιά ενός κατώτερου θεού, σε διάφορες εκδοχές, σε άπειρες παραλλαγές.
Η σκηνή γεμίζει με δράση σε διάφορα επίπεδα, στον πάνω όροφο, δεξιά, αριστερά, άνθρωποι του μεροκάματου αναζητούν ηδονές της στιγμής, απόλυτα συμφιλιωμένοι με τον αγοραίο έρωτα και το μεθύσι, ιδανικοί και ανάξιοι εραστές της ευδαιμονικής φούσκας.
Φωνές, θόρυβος, αναταραχή, σιωπή.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν δύο σκηνοθετικά ευρήματα, τόσο έντονα που ανατριχιάζεις, που βουρκώνεις, που τα κουβαλάς μαζί σου για καιρό. Δε θα αποκαλυφθούν.
Παίζουν: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Έρρικα Μπίγιου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Λευτέρης Αγουρίδας, Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλόνη και Ερατώ Αγγουράκη
Λεγάκη 7α, Αγ. Ιωάννης Ρέντης 693 989 8258