Η Γερτρούδη Στάιν, γνωστή για το πειραματικό της στυλ γραφής της, ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας, το σπίτι της οποίας στο Παρίσι ήταν το σαλόνι για τους κυβιστές και τους πειραματικούς καλλιτέχνες και συγγραφείς της εποχής. Είναι μία από τους πολλούς συγγραφείς που ενσάρκωσαν το πνεύμα της ρομαντικής λογοτεχνίας δίνοντας έμφαση στο συναίσθημα, την ατομική εσωτερική αλήθεια και τη φύση.

«Γέλασα στη μούρη σου και σου είπα: “Δεν είσαι ο Ντίλαν Τόμας, δεν είμαι η Πάτι Σμιθ”».

Με λίγα λόγια, η Τέιλορ Σουίφτ ξεκαθαρίζει ποιοι θεωρεί ότι ανήκουν στον κύκλο των βασανισμένων ποιητών. Όμως, αυτοί -όπως και η ίδια η Σουίφτ- ακολουθούν τη μακρά παράδοση των ρομαντικών που στην ουσία αποτύπωσαν την πραγματικότητα της εποχής τους.

Ο ρομαντισμός, στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο “ρομαντικός” όσο μπορεί να νομίζουμε. Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν το γκροτέσκο – διαστρεβλωμένες και φανταστικές περιγραφές της πραγματικότητάς τους – για να περιγράψουν τον κόσμο που βίωσε την άνοδο και την πτώση του Ναπολέοντα, την κατάργηση του δουλεμπορίου και την ανάπτυξη της εκβιομηχάνισης.

Από τους γνωστούς, όπως ο Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ και ο Τζον Κιτς, μέχρι τους λιγότερο γνωστούς, όπως η Σάρλοτ Σμιθ και ο Τόμας Χουντ, αυτοί οι συγγραφείς και οι σύγχρονοί τους συνέβαλαν στη διαμόρφωση του προτύπου του “βασανισμένου” ποιητή.

βασανισμένων ποιητών
Ο Τζον Κιτς θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της ρομαντικής εποχής μαζί με τον Ουίλιαμ Γουόρντσγουορθ και τον Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ

Ποιοι ήταν οι ρομαντικοί;

Το ρομαντικό κίνημα, το οποίο αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αποτελεί το θεμελιώδες υπόβαθρο για το αρχέτυπο του βασανισμένου ποιητή. Στις αρχές  του 19ου αιώνα, στον «Πρόλογο για λυρικές μπαλάντες» ο Γουόρντσγουορθ έγραψε: «Κάθε καλή ποίηση είναι η αυθόρμητη υπερχείλιση των έντονων συναισθημάτων».

Οι ρομαντικοί συγγραφείς συχνά επαναστατούσαν κατά του ορθολογισμού και της τάξης της περιόδου του Διαφωτισμού που προηγήθηκε, επιλέγοντας αντ’ αυτού να υπερβάλλουν και να αντικρούουν την πραγματικότητα. Υμνούσαν τον αυθορμητισμό, τη διαισθητική ικανότητα και το μεγαλειώδες, και τα έργα τους συχνά εξερευνούσαν ζητήματα αγάπης, φύσης, υπερφυσικού και ανθρώπινης εμπειρίας.

Άλλοι λαμπροί δημιουργοί, όπως η αφροαμερικανίδα ποιήτρια Φίλις Γουίτλεϊ, χρησιμοποίησε την ποίησή της για να αναδείξει ζητήματα που αφορούσαν την ελευθερία και την πνευματικότητα υπό τις σκληρές συνθήκες της δουλείας στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο απελευθερωτής Ολάουντα Εκβιάνο ενέταξε ποιητικά αποσπάσματα στις αυτοβιογραφικές του αφηγήσεις, ρίχνοντας φως στη δεινή θέση των σκλάβων και υποστηρίζοντας με θέρμη τη χειραφέτησή τους.

Οι φωνές τους, μαζί με τον Χουάν Φρανσίσκο Μανζάνο, έναν Κουβανό ποιητή του οποίου τα λόγια καλούσαν για απελευθέρωση σε συνθήκες αποικιακής καταπίεσης, και τη Σορά Χουάνα Ινές ντε λα Κρουζ, μια Μεξικανή καλόγρια της οποίας η ποιητική αναζήτηση του έρωτα και της διανόησης αψηφούσε τους κοινωνικούς κανόνες, διεύρυναν τους ορίζοντες του ρομαντικού κινήματος.

ποιητών

Η Κριστίνα Ροσέτι, μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της βικτοριανής εποχής, συχνά εμπνεόταν από τη δική της πίστη και τις προσωπικές της εμπειρίες για να εξερευνήσει τον έρωτα, τον θάνατο και την πνευματικότητα.

Από την άλλη πλευρά, η υποκατηγορία του σκοτεινού ρομαντισμού, που ήταν διαδεδομένη στον γερμανικό και αμερικανικό ρομαντισμό, χρησιμοποιούσε ζοφερή, τραγική γλώσσα για να εξερευνήσει τη σχέση μεταξύ του θείου και της ανθρωπότητας. Η στροφή προς το σκοτάδι (ή τουλάχιστον μια πιο έκδηλη αναπαράστασή του) στον Ρομαντισμό ήταν μια απάντηση στην άνοδο του Υπερβατισμού και την εστίασή του στην καλοσύνη, την ενότητα και την ανωτερότητα του ανθρώπου. Αυτό παρατηρείται καλύτερα στο έργο του Ναθάνιελ Χόθορν “Το εκ γενετής σημάδι”, το οποίο ασκεί κριτική στην επιδίωξη της τελειότητας.

«Κανείς δεν μπορεί να είναι ήρωας παρά μόνο σ’ έναν ηρωικό κόσμο» Ναθάνιελ Χόθορν

Την ίδια εποχή, οι Γερμανοί συγγραφείς ανέπτυξαν ένα είδος γραφής που ονομάζεται Schwarze Romantik, μια γοτθική εκδοχή του Μεσαίωνα με τέρατα και φαντάσματα, η οποία φαίνεται στο “Tamerlane“, ένα έργο του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε που καταπιάνεται με τη φιλοδοξία και τη θνητότητα σε ένα μεσαιωνικό περιβάλλον.

Ο Ουαλλός ποιητής Ντύλαν Τόμας

Μια νέα γενιά βασανισμένων ποιητών

Καθώς ο 19ος αιώνας προχωρούσε, οι συγγραφείς συνέχισαν να καταπιάνονται με υπαρξιακές και κοινωνικές ανησυχίες, εμβαθύνοντας σε θέματα θανάτου, ιμπεριαλισμού και της εξέλιξης της τεχνολογίας. Προσωπικότητες όπως η Κριστίνα Ροσέτι και ο Ρούντγιαρντ Κίπλινγκ αντανακλούσαν τις βικτοριανές ανησυχίες μέσα από έργα όπως το ” “Φουρτούνες αυτού του βασανιστικού κόσμου” και το “Αν και άλλα ποιήματα“, χρησιμοποιώντας την αισθητηριακή γλώσσα για να προκαλέσουν βαθιά συναισθήματα.

Οι ποιητές της “Χαμένης Γενιάς”, όπως η Γερτρούδη Στάιν και ο Τ.Σ. Έλιοτ, άσκησαν κριτική στις υπερβολές του καπιταλισμού και στην καταστροφή που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με αντισυμβατικούς και αποσπασματικούς στίχους, ενώ το ποίημα του Ντίλαν ΤόμαςΜη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη” του 1947 αποτέλεσε έναν σπαρακτικό ύμνο για το ψυχικό σθένος απέναντι στη θνητότητα.

Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη·
ας καίνε, ας παραληρούν όταν τελειώνει η μέρα
τα γηρατειά κι ας μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.

Σοφοί, που είδαν το δίκαιο σκοτάδι να προσμένει,
γιατί δεν χρησμοδότησαν με φλόγες στον αέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν σε νύχτα ευλογημένη.

Όσοι αγαθοί, φωνάζοντας στο κύμα που βαθαίνει
πως σ’ ακρογιάλι πράσινο θα χόρευε μια μέρα
κάθε τους πράξη, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.

Όσοι τρελοί τραγούδησαν τον ήλιο που μακραίνει
κι αργά πολύ κατάλαβαν πως θρηνούσαν, πέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν, σε νύχτα ευλογημένη.

Όσοι αυστηροί, που στα στερνά τους βλέπουν τυφλωμένοι
ότι μπορούν μάτια τυφλά ν’ αστράφτουν στον αιθέρα
και να γιορτάζουν, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.

Κι εσύ, πηγαίνοντας ψηλά στη θλίψη που σε υφαίνει,
κατάρα δώσε μου κι ευχή το δάκρυ σου, πατέρα.
Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη.
Να μαίνεσαι, να μαίνεσαι όταν το φως πεθαίνει.

Μετάφραση : Διονύση Καψάλη

Οι συγγενείς των βασανισμένων, οι καταραμένοι ποιητές

Οι καταραμένοι ποιητές που στα γαλλικά ονομάζονται “poètes maudits”, είναι ποιητές που διάγουν τη ζωή τους έξω από τα κοινωνικά πλαίσια ή και ενάντια σε αυτά. Η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η τρέλα, το έγκλημα, η βία, και γενικά κάθε μη αποδεκτή κοινωνική πράξη, όπως και ο πρόωρος θάνατος είναι τυπικά στοιχεία της βιογραφίας ενός καταραμένου ποιητή.

Ο πρώτος καταραμένος ποιητής υπήρξε ο Φρανσουά Βιγιόν, που έζησε τον 15ο αιώνα, η φράση όμως κατοχυρώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ στο δραματουργικό του έργο του 1832 Stello όπου αποκαλεί τους ποιητές ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης.

Τυπικά παραδείγματα καταραμένων ποιητών υπήρξαν ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο Πωλ Βερλαίν και ο Αρθούρος Ρεμπώ. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει και ο πρόδρομος του Υπερρεαλισμού, Λωτρεαμόν.

Ο 20ός αιώνας εγκαινίασε μια νέα εποχή ποιητικής έκφρασης, η οποία σημαδεύτηκε από βαθιές μεταβολές στην παγκόσμια πολιτική και κουλτούρα.

Η Πάτι Σμιθ ποζάρει στα παρασκήνια πριν εμφανιστεί στην εκδήλωση “Arista Records Salutes New York with a Festival of Great Music” στις 21 Σεπτεμβρίου 1975. Αρχικά η Σμιθ έλαβε αναγνώριση για την ποίηση και τις περφόρμανς της, προτού μεταπηδήσει στη μουσική.

 

Καθώς αναδύεται μια νέα γενιά βασανισμένων ποιητών μέσα στα ταραχώδη ρεύματα του 21ου αιώνα, κουβαλούν την κληρονομιά των προκατόχων τους, ενώ χαράζουν το δικό τους δρόμο προς τα εμπρός. Τα κινήματα διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 1960, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου του Βιετνάμ και των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα και την απελευθέρωση των γυναικών, επέδρασαν καταλυτικά στην εξέλιξη της ποίησης, με τους καλλιτέχνες να θολώνουν τις γραμμές ανάμεσα στην τέχνη και τα αιτήματα για κοινωνικό μετασχηματισμό.

Δείτε επίσης: Ρεμπώ και Βερλαίν: Δύο ποιητές από την κόλαση