Η ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε είναι λίγο ουτοπική και τίποτα δεν είναι πραγματικά δωρεάν. Πίσω από κάθε κλικ, scroll και share κρύβεται μια οικονομία δεδομένων που θρέφεται από τις πιο ιδιωτικές μας στιγμές, τις προτιμήσεις, τις λέξεις και τις σκέψεις μας. Το ερώτημα δεν είναι αν πληρώνουμε, αλλά με τι και ποιο είναι στο τέλος το πραγματικό κόστος. Και κυρίως, αν συνειδητοποιούμε ότι, πολύ συχνά, δεν είμαστε οι χρήστες, είμαστε το προϊόν.

Η καθημερινότητά μας είναι μια ροή μικρών κινήσεων όπου κοιτάμε το feed, κάνουμε like, χαζεύουμε φωτογραφίες, απαντάμε σε μηνύματα, κλικάρουμε ένα άρθρο. Τίποτα από αυτά δεν μοιάζει σημαντικό, και σίγουρα όχι επικίνδυνο. Όμως κάθε τέτοια μικρή ενέργεια καταγράφεται, ταξινομείται και πωλείται, όχι ως στιγμιαία πληροφορία, αλλά ως κομμάτι ενός πολύπλευρου ψηφιακού πορτρέτου.

Το παράδοξο είναι πως ενώ γνωρίζουμε, έστω και αόριστα, ότι οι πλατφόρμες συλλέγουν δεδομένα, λειτουργούμε σαν να μην έχει σημασία. Σαν να μην μπορεί η πληροφορία αυτή να αποκτήσει επιρροή ή δύναμη επάνω μας. Έτσι γεννιέται το λεγόμενο privacy paradox που συνεπάγεται μια κοινωνία που δηλώνει ότι ανησυχεί για την ιδιωτικότητα, αλλά εξακολουθεί να προσφέρει απλόχερα την ψηφιακή της ζωή σε κάθε εφαρμογή που υπόσχεται λίγη ευκολία και προβολή. Όμως το τίμημα υπάρχει και έχει πλέον παγκόσμια διάσταση.

Από χρήστης, προϊόν

Σε κάθε νέα ενημέρωση εφαρμογής, σε κάθε pop-up που μας ζητά να «αποδεχθούμε τους όρους», υπάρχει μια θεμελιώδης ερώτηση: «Είσαι ο χρήστης ή το προϊόν;». Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες δεν εμπορεύονται μόνο υπηρεσίες εμπορεύονται συμπεριφορές. Αυτό που έχει αξία δεν είναι το περιεχόμενο που βλέπουμε, αλλά ο τρόπος που το βλέπουμε. Πόσο συχνά σταματάμε και σε τι;. Πού εστιάζει το βλέμμα μας και ποιο είναι το βίντεο που βλέπουμε μέχρι το τέλος. Το πιο παράδοξο είναι ότι συχνά τα κέρδη δεν πάνε καν στους κολοσσούς που ήδη γνωρίζουμε. Τα δεδομένα μας καταλήγουν σε εταιρείες που δεν έχουμε ακούσει ποτέ και σε μεσάζοντες που χτίζουν ολόκληρα επιχειρηματικά μοντέλα πάνω στη δική μας καθημερινότητα.

Κάποια πράγματα που κάποτε θεωρούσαμε απολύτως δικά μας, όπως η έκφραση του προσώπου μας ή ο τόνος της φωνής μας μετατρέπονται σε προϊόν προς πώληση. Όταν η αναγνώριση προσώπου γίνεται αναγνώριση ζωής και οι κάμερες ασφαλείας, με τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου, οι έξυπνες διαφημιστικές βιτρίνες, τα συστήματα ανάλυσης συναισθημάτων, τα apps ανάλυσης του χεριού μας που καταγράφουν ακόμα και τα αποτυπώματα μας, όλα αυτά συνθέτουν ένα δίκτυο που συλλέγει όχι απλώς δεδομένα, αλλά την ίδια την ταυτότητάς μας.

Η τεχνολογία υπόσχεται ασφάλεια και ευκολία. Κι όμως, το τίμημα είναι η απογύμνωση της ιδιωτικής μας ύπαρξης. Το πρόσωπό μας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ταυτοποιηθεί η παρουσία μας σε ένα κατάστημα, να αξιοποιηθεί η διάθεσή μας για στοχευμένες διαφημίσεις, το περπάτημα μας να αναγνωριστεί από αλγορίθμους. Όσο περισσότερα δεδομένα παράγουμε, τόσο πιο δύσκολα ξεφεύγουμε από αυτή τη διάχυτη και πανταχού παρούσα επιτήρηση.

Μέσα σε μόλις λίγα χρόνια, η προσωπική μας πληροφορία έγινε πρώτη ύλη ενός τεράστιου παγκόσμιου εμπορίου και δεν πρόκειται απλώς για διαφημίσεις. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο οικονομικό οικοσύστημα που περιλαμβάνει τις εταιρείες που συλλέγουν δεδομένα, τις πλατφόρμες που τα αναλύουν, τα δίκτυα που τα διαμοιράζουν, τις αγορές όπου αγοράζονται και πωλούν πακέτα πληροφοριών και φυσικά τις κυβερνήσεις που τα αξιοποιούν για επιτήρηση ή στοχευμένη επιρροή.

Τα δεδομένα μας ταξιδεύουν, μεταφέρονται, ανακυκλώνονται, ο ψηφιακός μας εαυτός ζει μια δική του ζωή και σε αντίθεση με εμάς, δεν ξεχνάει ποτέ. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι δεν γνωρίζουμε πού φτάνει, ποιος αποκτά τη «ψηφιακή μας ζωή», και τι μπορεί να κάνει με τόσες πληροφορίες. Η τεχνολογία δεν είναι δωρεάν και το πραγματικό της κόστος είναι ο εαυτός μας. Όταν μια υπηρεσία είναι δωρεάν, το προϊόν είμαστε εμείς. Όταν μια υπηρεσία είναι εύκολη, η δυσκολία μεταφέρεται αλλού και όταν μια υπηρεσία είναι γρήγορη, κάποιος έχει ήδη συλλέξει τα πάντα πριν το καταλάβουμε.

Αυτό που κάποτε μοιάζε ως αμοιβαία ανταλλαγή, δηλαδή χρησιμοποιώ την εφαρμογή και σε αντάλλαγμα βλέπω διαφημίσεις, έχει μετατραπεί σε έναν μονομερή μηχανισμό άντλησης δεδομένων, που καταναλώνει ακριβώς την ουσία της ψηφιακής μας ύπαρξης, μπορεί να μην πληρώνουμε με χρήματα, αλλά σίγουρα πληρώνουμε με το προφίλ μας.

Η αλήθεια είναι ότι μια πιο συνειδητή ψηφιακή ζωή, θα βοηθούσε, δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουμε την τεχνολογία, χρειάζεται να καταλάβουμε τα όρια και το κόστος της. Να διεκδικήσουμε διαφάνεια, καθαρούς όρους, θεσμική προστασία και να μάθουμε πώς λειτουργεί το σύστημα, ώστε να μην παραδινόμαστε παθητικά σε αυτό. Η πιο κρίσιμη επιλογή είναι η εξής: «Θα συνεχίσουμε να κλικάρουμε μηχανικά ή θα αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε τι πληρώνουμε κάθε φορά που το κάνουμε; Στο τέλος της ημέρας, το μεγαλύτερο τίμημα δεν είναι η απώλεια των δεδομένων, είναι η απώλεια της δυνατότητας να ελέγξουμε την ίδια μας την ψηφιακή ταυτότητα. Το πιο τρομακτικό δεν είναι ότι μας παρακολουθούν, αλλά ότι δεν ξέρουμε πια ποιος μας παρακολουθεί. Και ίσως η πραγματική ερώτηση να μην είναι «με τι πληρώνουμε», αλλά αν τελικά αξίζει το τίμημα.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.