Μετά την κριτική που δέχθηκαν για τα πεπραγμένα τους στις εκλογές του 2016 και του 2020 οι τεχνολογικοί γίγαντες όπως η Meta και η Google προσπάθησαν να πάρουν απόσταση από τις εκλογές του 2024 και σε έναν ικανοποιητικό βαθμό τα κατάφεραν. Οι αναλύσεις για τη νίκη του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζονται. Σε εξετάζεται τι πήγε σωστά και τι λάθος και για τα δύο κόμματα. Ο ρόλος των ψηφιακών πλατφορμών στις εκλογές έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, πίσω από την ευρύτερη συζήτηση για τη μεταβαλλόμενη σχέση μεταξύ φυλής και πολιτικής ταυτότητας, την επιρροή του «manosphere» και το αυξανόμενο εκπαιδευτικό και πολιτικό χάσμα στις ΗΠΑ.

Το γεγονός ότι οι τεχνολογικές πλατφόρμες κατάφεραν να παραμείνουν μακριά από την άμεση πολιτική αντιπαράθεση δεν σημαίνει ότι όλα κύλησαν ομαλά. Οι απαγορεύσεις πολιτικών διαφημίσεων αποδείχθηκαν διάτρητες στο TikTok. Παραπλανητικές διαφημίσεις διέφυγαν από τον έλεγχο της Meta, ενώ η προσπάθειά της να μειώσει τη διάδοση πολιτικού περιεχομένου είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η απήχηση αξιόπιστων ειδησεογραφικών πηγών. Και όλα αυτά χωρίς να αναφέρουμε τη μετατροπή της πλατφόρμας X (πρώην Twitter) σε “δεξιό ηχείο” υπό τον Έλον Μασκ.

Τον Οκτώβριο οργανισμοί όπως το ProPublica, το Tech Transparency Project και το Tow Center for Digital Journalism του Πανεπιστημίου Columbia αποκάλυψαν την ύπαρξη οκτώ ξεχωριστών δικτύων παραπλανητικών διαφημίσεων στη Meta. Αυτά τα δίκτυα είχαν δημοσιεύσει περισσότερες από 160.000 εκλογικές διαφημίσεις που είχαν προβληθεί πάνω από 900 εκατομμύρια φορές. Κάποιες από αυτές τις διαφημίσεις περιλάμβαναν ηχητικά μηνύματα που είχαν δημιουργηθεί με Τεχνητή Νοημοσύνη και έφεραν τις φωνές του πρώην Προέδρου Τραμπ και του Προέδρου Μπάιντεν, προωθώντας ψεύτικες «προσφορές δωρεάν χρημάτων» σε αντάλλαγμα με τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών.

Οι διαφημίσεις αυτές παραβίαζαν ξεκάθαρα τις νέες πολιτικές της Meta που απαιτούν την αποκάλυψη της χρήσης Τεχνητής Νοημοσύνης σε πολιτικές διαφημίσεις. Επίσης, παραβίαζαν την απαγόρευση της εταιρείας για υποσχέσεις οικονομικών οφελών που στοχεύουν στην άντληση ευαίσθητων πληροφοριών από τους χρήστες. Παρόλο που η Meta αφαίρεσε ένα μέρος αυτών των διαφημίσεων περισσότερες από τις μισές παρέμεναν ενεργές κατά τη διάρκεια της έρευνας.

Είναι βέβαια μη ρεαλιστικό να περιμένει κανείς από τη Meta, μια εταιρεία που έχει δημοσιεύσει πάνω από 17 εκατομμύρια πολιτικές και κοινωνικές διαφημίσεις από τον Μάιο του 2018 να έχει άψογη διαχείριση.

Όλα τα αρχεία πολιτικών διαφημίσεων που φιλοξενούν οι τεχνολογικές πλατφόρμες βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια του διαφημιζόμενου. Ένα νομοσχέδιο της Γερουσίας με την ονομασία Honest Ads Act, το οποίο εισήχθη για πρώτη φορά το 2017 καθιστούσε αυτές τις αποκαλύψεις υποχρεωτικές και απαιτούσε από τους πολιτικούς διαφημιζόμενους να αποκαλύπτουν τα στοιχεία επικοινωνίας τους. Παρά την υποστήριξη και από τα δύο κόμματα και τη στήριξη της τεχνολογικής βιομηχανίας η νομοθεσία αυτή δεν έχει προχωρήσει ποτέ.

Μία από τις σημαντικές αλλαγές από το 2020 ήταν η προσέγγιση που υιοθέτησαν οι πλατφόρμες σχετικά με την αμφισβήτηση των εκλογών το 2024. Η Meta απαγόρευσε τις πολιτικές διαφημίσεις που ισχυρίζονται ότι οι εκλογές του 2020 είχαν κλαπεί. Η πλατφόρμα X αποκατέστησε τις πολιτικές διαφημίσεις με ελάχιστους περιορισμούς, ενώ η Google ήρε την απαγόρευση για οργανικές αναρτήσεις που αμφισβητούν τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020.

Σύμφωνα με μία αναφορά του Media Matters for America η νέα πολιτική του YouTube για οργανικές αναρτήσεις είχε ως αποτέλεσμα οι πιο δημοφιλείς διακινητές προπαγάνδας για τις εκλογές να δημοσιεύσουν εκατοντάδες βίντεο παραπληροφόρησης για τις προηγούμενες και τις επερχόμενες εκλογές. Σε δήλωση για την αναφορά, ένας εκπρόσωπος του YouTube είπε στους New York Times: «Η δυνατότητα ανοιχτής συζήτησης πολιτικών ιδεών – ακόμη και αμφιλεγόμενων – είναι μια σημαντική αξία ειδικά κατά τη διάρκεια της εκλογικής περιόδου».

Ερευνητές του Ινστιτούτου Στρατηγικού Διαλόγου εντόπισαν εκατοντάδες διαφημίσεις σχετικά με υποτιθέμενη εκλογική απάτη στις πλατφόρμες της Meta. Αν και δεν παραβίαζαν όλες οι διαφημίσεις τις πολιτικές της Meta, πολλές φαίνεται να το έκαναν όπως διαφημίσεις που ισχυρίζονταν ότι «κάποιοι (εντελώς αυθαίρετα) είναι έτοιμοι να κλέψουν τις εκλογές του 2024» στην Αριζόνα.  Παρόμοια προβλήματα υπήρξαν και στην πλατφόρμα X, όπου ερευνητές βρήκαν διαφημίσεις που ισχυρίζονταν ότι «οι Δημοκρατικοί εκλογικοί υπάλληλοι σε κρίσιμες πολιτείες ΑΛΛΑΞΑΝ απροκάλυπτα ψηφοδέλτια από τον Τραμπ στον Μπάιντεν».

Η TikTok έχει απαγορεύσει τις πολιτικές διαφημίσεις εδώ και χρόνια, ωστόσο όταν η μη κερδοσκοπική οργάνωση Global Witness έκανε ένα τεστ για να διαπιστώσει αν η πλατφόρμα θα αποδεχόταν διαφημίσεις που ισχυρίζονταν ότι οι ψηφοφόροι έπρεπε να περάσουν ένα τεστ αγγλικής επάρκειας και καλούσαν σε επανάληψη των ταραχών της 6ης Ιανουαρίου, ανακάλυψε ότι η TikTok ενέκρινε τέσσερις από τις οκτώ δοκιμαστικές διαφημίσεις. Η TikTok αναγνώρισε τότε ότι οι διαφημίσεις παραβίαζαν τις πολιτικές της και οι υπεύθυνοι τόνισαν ότι «εγκρίθηκαν λανθασμένα κατά την πρώτη φάση ελέγχου».

Όμως, το πρόβλημα δεν περιορίστηκε μόνο στην πλατφόρμα διαφημίσεων της TikTok. Η εταιρεία δυσκολεύτηκε επίσης να επιβάλει την απαγόρευσή της στους εκατομμύρια influencers, τους οποίους πολιτικές οργανώσεις και εκστρατείες επιδιώκουν όλο και περισσότερο να πληρώνουν για χορηγούμενες αναρτήσεις.

Μετά από τα τελευταία οκτώ χρόνια, είναι δύσκολο να κατηγορήσει κανείς τη διοίκηση της Meta που πίστευε ότι έπρεπε, όπως έχει περιγράψει ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ «να χαμηλώσει τη θερμοκρασία» της πολιτικής συζήτησης στο Διαδίκτυο. Η εταιρεία ανακοίνωσε λίγο μετά τις εκλογές του 2020 ότι θα άρχιζε να μειώνει την ποσότητα πολιτικού περιεχομένου στο News Feed του Facebook.

Κοντά σε αυτή τη γραμμή όμως, δυσμενείς είναι οι επιπτώσεις για την ίδια την ενημέρωση. Η μείωση της επισκεψιμότητας στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς που μοιράζονται αξιόπιστες πληροφορίες για τις εκλογές αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Ζούκερμπεργκ έχει παρουσιάσει αυτή τη μετάβαση μακριά από το πολιτικό περιεχόμενο ως απάντηση σε αυτό που θέλουν οι χρήστες και πιθανότατα υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτό. Μία πρόσφατη έρευνα του Reuters Institute έδειξε ότι το 40% των ανθρώπων παραδέχονται ότι συχνά ή μερικές φορές αποφεύγουν τις ειδήσεις. Η αποφυγή των ειδήσεων αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια κι αυτό θα πρέπει να μας προβληματίζει ευρύτερα.

*Με στοιχεία από το Tech Policy