H αναταραχή που προκαλεί η πολιτική των δασμών του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζεται. Γίνεται μάλιστα ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι αυτή η απρόβλεπτη κατάσταση στις ΗΠΑ θα επιφέρει οικονομικές πιέσεις τόσο στις αμερικανικές επιχειρήσεις όσο και στους πολίτες. Όπως συμβαίνει και με άλλες μορφές εμπορικής αστάθειας, αυτοί που θα πληγούν περισσότερο είναι τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα. 

Η πολιτική δασμών του Τραμπ για τα εισαγόμενα αγαθά στις ΗΠΑ προβλέπει κάποιες εξαιρέσεις για τα smartphones και τις μικρές ηλεκτρονικές συσκευές, ωστόσο οι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι τιμές αυτών των προϊόντων θα αυξηθούν παρ’ όλα αυτά, καθώς οι εταιρείες που τα κατασκευάζουν θα επιβαρυνθούν με επιπλέον κόστη σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού τους όσο ο εμπορικός πόλεμος συνεχίζει να κλιμακώνεται. 

Καταναλωτές που αγοράζουν συσκευές υψηλού κόστους ίσως μπορούν να αντέξουν μια επιπλέον επιβάρυνση 100 ή 200 δολαρίων στην τιμή ενός τηλεφώνου ή φορητού υπολογιστή που ήδη κοστίζει πάνω από 1.000 δολάρια, εκείνοι που επιλέγουν πιο οικονομικές τεχνολογικές συσκευές για προσωπική χρήση θα νιώσουν πολύ περισσότερο την πίεση. 

«Η πρόκληση είναι ότι οι άνθρωποι που αγοράζουν προϊόντα χαμηλής τιμής είναι συνήθως εκείνοι που είναι πιο ευαίσθητοι στις τιμές και πλήττονται περισσότερο από αυτές τις αλλαγές» υποστηρίζει ο Shawn DuBravac, επικεφαλής οικονομολόγος της εμπορικής ένωσης ηλεκτρονικών IPC. «Γενικά, τα προϊόντα χαμηλότερης τιμής έχουν μικρότερα περιθώρια κέρδους και αυτό ισχύει σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες». 

Φθηνότερα αυτοκίνητα, βασικά μοντέλα κινητών τηλεφώνων και οικονομικοί φορητοί υπολογιστές και ταμπλέτες αποφέρουν λιγότερα κέρδη ανά μονάδα σε σύγκριση με τα μοντέλα υψηλής τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει ότι σε αντίθεση με τις κορυφαίες συσκευές ή τα gaming PC υψηλής απόδοσης, οι εταιρείες πρέπει να πουλήσουν πολύ περισσότερα φθηνά προϊόντα για να αξίζει η παραγωγή τους. Αν το πρόσθετο κόστος από τους δασμούς οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων, τότε μειώνεται και το επιχειρηματικό κίνητρο για τη διάθεσή τους στην αγορά. 

«Η λογική είναι απλή: Τα φθηνά προϊόντα ανταγωνίζονται κυρίως με βάση την τιμή, γεγονός που πιέζει τα περιθώρια κέρδους» τονίζει ο DuBravac. «Ταυτόχρονα παράγονται συνήθως σε μεγαλύτερους όγκους και το επιχειρηματικό μοντέλο βασίζεται στην κλίμακα παραγωγής για να αντισταθμίσει τα μικρά περιθώρια». 

Ο πρόεδρος Τραμπ αλλάζει συχνά στάση σχετικά με το ποια προϊόντα εξαιρούνται από τους δασμούς. Ανεξάρτητα από το πως θα εξελιχθούν τελικά οι δασμοί, ποιους θα μειώσει ή ποιες εταιρείες θα καταφέρουν να αποφύγουν μέρος του κόστους, η συνεχής αβεβαιότητα είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε γενικευμένη αύξηση του πληθωρισμού. Όταν κάτι γίνεται πιο ακριβό, ακολουθούν και άλλα. 

Ο Anshel Sag, κύριος αναλυτής στη Moor Insights & Strategy, λέει ότι ο πληθωρισμός σε αυτή την οικονομία είναι σχεδόν αδύνατο να ανακοπεί. 

«Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι ότι αυτή η πολιτική θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού, προκαλώντας σοβαρή αποστράγγιση των διαθέσιμων εισοδημάτων των ανθρώπων και η κατανάλωση θα μειωθεί δραματικά» επισημαίνει ο Sag. «Ακόμα κι αν τελικά επιλυθούν πολλά από αυτά τα ζητήματα και συναφθούν συμφωνίες, θα έχουμε υψηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη αγοραστική δύναμη για τον καταναλωτή». 

Φυσικά η αύξηση του κόστους των τεχνολογικών προϊόντων δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επιτείνει τη χρηματοοικονομική επισφάλεια για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Ο Τραμπ έχει επίσης επιδοθεί σε περικοπές δαπανών που θα μπορούσαν να ανατρέψουν και να αποδυναμώσουν ομοσπονδιακά στεγαστικά προγράμματα για χαμηλόμισθους. Τον Απρίλιο η κυβέρνησή του απέλυσε χιλιάδες υπαλλήλους από το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του προσωπικού του Προγράμματος Βοήθειας για Ενεργειακές Ανάγκες Χαμηλού Εισοδήματος—μια υπηρεσία που κυριολεκτικά «κρατά τα φώτα αναμμένα» για ορισμένες οικογένειες. Από τον Ιανουάριο οι απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων σε οργανισμούς όπως η Κοινωνική Ασφάλιση, οι Υποθέσεις Βετεράνων και η USAID απειλούν την υγεία, την ευημερία και την αγοραστική ικανότητα των ανθρώπων που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν χωρίς αυτές τις υπηρεσίες. 

«Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι σταματούν να κάνουν αγορές», λέει ο Sag. «Μένουν με παλιά τεχνολογία. Και αυτό βάζει τα παιδιά σε μειονεκτική θέση στα σχολεία. Μπορεί ακόμα και να επηρεάσει την ικανότητα κάποιου να βρει δουλειά ή να εργαστεί ανεξάρτητα». 

Το πρόγραμμα RAPID Survey, που διεξάγεται από το Κέντρο Έρευνας για την Πρώιμη Παιδική Ηλικία του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, συλλέγει δεδομένα για τα μέσα διαβίωσης και την οικονομική κατάσταση άνω των 22.000 ατόμων από το 2020. Ο διευθυντής του Κέντρου, Philip Fisher αναφέρει ότι από τότε που ξεκίνησε η έρευνα, το 30% των νοικοκυριών που συμμετείχαν δήλωσε ότι δεν είναι σε θέση να καλύψει βασικές ανάγκες. Το ποσοστό αυτό σχεδόν ακολουθεί άμεσα τον δείκτη πληθωρισμού. Όσο υψηλότερες οι τιμές, τόσο λιγότερα μπορούν να αντέξουν οικονομικά οι άνθρωποι. 

«Περιμένουμε ότι αυτό το ποσοστό θα συνεχίσει να αυξάνεται όσο οι δασμοί συνεχίζουν να “κάνουν τη δουλειά τους”», λέει ο Fisher. 

Αυτές οι αυξήσεις τιμών αποτελούν ιδιαίτερο πρόβλημα για τα νοικοκυριά με οικονομική ανασφάλεια και μικρά παιδιά. Πέρα από την αδυναμία των γονιών να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των παιδιών τους, η ίδια αβεβαιότητα τιμών που έχει οδηγήσει τις χρηματαγορές σε αστάθεια, αναμένεται να επηρεάσει και τις οικογένειες. 

«Όταν τόσα πολλά αλλάζουν τόσο γρήγορα σε εθνικό επίπεδο, αυτό φιλτράρεται προς τα κάτω—στις οικογένειες, στις κοινότητες και τελικά στις εμπειρίες που έχουν τα παιδιά». 

Πέρα από τη φτώχεια, οι αυξήσεις τιμών μπορούν επίσης να δημιουργήσουν προβλήματα για τους ανθρώπους που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας και για τα ιδρύματα που προσπαθούν να τους υποστηρίξουν. 

Η Terah Lawyer‑Harper είναι εκτελεστική διευθύντρια του CROP (Creating Restorative Opportunities and Programs), μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Διορθωτικών Υποθέσεων και Αποκατάστασης της Καλιφόρνια και έχει στόχο να βοηθά πρώην κρατούμενους και να μειώνει την υποτροπή. Εκφράζει την ανησυχία ότι οι δασμοί θα κάνουν πολύ πιο δύσκολη την υποστήριξη των πρώην φυλακισμένων που προσπαθούν να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία. 

«Η τεχνολογία και οι συσκευές όπως τα smartphones και οι φορητοί υπολογιστές είναι οι βασικοί συνδετικοί κρίκοι με κάθε πτυχή της κοινωνίας σήμερα» λέει η Lawyer‑Harper. 

Ως πρώην φυλακισμένη η ίδια, τονίζει ότι η απελευθέρωση ενός ατόμου από τη φυλακή χωρίς καμία πρόσβαση σε πόρους ή εργαλεία για να ενταχθεί στην κοινωνία είναι συνταγή για επαναφορά στην εγκληματικότητα. Οργανισμοί όπως το CROP προσπαθούν να προσφέρουν ψηφιακές δεξιότητες και δυνατότητες για την επανένταξη στην αγορά εργασίας. Οι γενικές αυξήσεις στις τιμές και ειδικά στις τεχνολογικές συσκευές περιορίζουν τις δυνατότητες αυτών των οργανισμών να βοηθήσουν αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη. 

«Τι είδους γείτονα θέλεις;» ρωτά η Lawyer‑Harper. «Θέλεις έναν γείτονα που να έχει μια επιτυχημένη δουλειά, που να έχει νοοτροπία υπευθυνότητας, που να έχει στέγη και σταθερότητα; Ή θέλεις κάποιον που παλεύει να επιβιώσει και είναι έτοιμος να επιστρέψει σε εγκληματική σκέψη γιατί αυτό είναι το μόνο που ξέρει;» 

Ο πρόεδρος Τραμπ έχει παροτρύνει τους πολίτες να «αντέξουν» όσο προσπαθεί να πείσει εταιρείες και εμπορικούς εταίρους να μεταφέρουν την παραγωγή στις ΗΠΑ. Για πολλούς ανθρώπους το να «αντέξουν» θα είναι η μόνη επιλογή. Και ίσως να μην είναι αρκετό. «Αυτό είναι ένα ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα που υπερβαίνει την κατασκευή προϊόντων», λέει ο DuBravac. «Μήπως επιδεινώνουμε ένα ψηφιακό χάσμα που δεν είναι ανάγκη να υπάρχει;» 

*Με στοιχεία από το Wired.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.