Μια νέα αρχαιολογική ανακάλυψη αλλάζει την αρχαία ιστορία της Κορίνθου και το λιμάνι της, στο Λέχαιο, το οποίο είναι τουλάχιστον κατά 500 χρόνια παλαιότερο, όπως δείχνουν νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις.
Η Κόρινθος – μία από τις σπουδαιότερες και πλουσιότερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας – είχε το μεγαλύτερο λιμάνι της εποχής εκείνης, με τους αρχαιολόγους να τοποθετούν την έναρξη της λειτουργίας του κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. – όταν η Κόρινθος έγινε μια τεράστια οικονομική δύναμη εκμεταλλευόμενη την γεωγραφική της θέση, καθώς ήταν χτισμένη μεταξύ του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους.
Πρόσφατα όμως, οι αρχαιολόγοι μπόρεσαν να διενεργήσουν μία νέα χρονολόγηση, χάρη σε νέα ευρήματα από την περιοχή: Πέντε κομμάτια καφέ άνθρακα και μια ένδειξη αρχαίας ρύπανσης από μόλυβδο αποδεικνύουν, κατά τους επιστήμονες που εργάζονται εκεί από το 2013, πως το λιμάνι του Λέχαιου έχει ιστορία που ξεκινά τουλάχιστον 500 χρόνια νωρίτερα, καθιστώντας το ένα από τα πρώτα ενεργά λιμάνια σε όλη την Ευρώπη.
Η νέα σημαντική ανακάλυψη
Χρησιμοποιώντας κοχλίες χειρός και μηχανικά τρυπάνια, ο Γάλλος γεωαρχαιολόγος Antoine Chabrol του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στη Γαλλία και οι συνάδελφοί του, συνέλεξαν προσεκτικά κυλίνδρους ιζήματος από το εσωτερικό λιμάνι, που χρησιμοποιούσαν ως αγκυροβόλιο για τα σκάφη.
Αναλύοντας τα κομμάτια αυτή της λάσπης, διαπίστωσαν στον πυρήνα τους μια αύξηση στα επίπεδα μολύβδου σε βάθος μικρότερο των τριών μέτρων.
«Η μεταβολή αυτή [στα επίπεδα μολύβδου] είναι τόσο απότομη και διαρκής που θα μπορούσε να έχει προκληθεί μόνο από την ανθρώπινη δραστηριότητα στις όχθες του ποταμού», λέει ο Chabrol.
Η ρύπανση από μόλυβδο προέρχεται από την τήξη, την εξόρυξη και την επεξεργασία μετάλλων και οι επιστήμονες χρονολόγησαν τη ρύπανση στο λιμάνι ήδη από το 1381 π.Χ., δηλαδή κατά την Εποχή του Χαλκού.
Τα πέντε αυτά θραύσματα του καφέ άνθρακα, το καθένα από τα οποία δεν είναι μεγαλύτερο από ένα σπιρτόκουτο, είναι ένα συγκεκριμένο είδος άνθρακα που ονομάζεται λιγνίτης, και τα κομμάτια που συλλέχθηκαν από τα ιζήματα του λιμανιού χρονολογούνται ήδη από το 1122 π.Χ.
Η πλησιέστερη γνωστή πηγή λιγνίτη είναι περισσότερο από 30 μίλια μακριά, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι έμποροι εισήγαγαν τα ψήγματα ορυκτού καυσίμου για να τροφοδοτήσουν με αυτά τους λιμενικούς κλιβάνους τους από τον 12ο αιώνα π.Χ.
Τα πλοία της Εποχής του Χαλκού μπορεί να έκαναν κουπί από το λιμάνι μεταφέροντας δοχεία με ελαιόλαδο, κάδους με φρούτα και αμφορείς με κρασί στην Κρήτη, την Κύπρο και πέρα από αυτήν.
Αλλά μέχρι στιγμής, ενώ η ομάδα έχει βρει πειστικές αποδείξεις για τη δραστηριότητα της Εποχής του Χαλκού στο λιμάνι της Κορίνθου, δεν έχουν βρει ακόμη κομμάτια του πραγματικού λιμανιού από αυτή την εποχή.
Τα φυσικά στοιχεία που έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στην περιοχή – συμπεριλαμβανομένων πέτρινων προβλητών, ξύλινων πυλώνων και ενός πιθανού φάρου – χρονολογούνται στον 1ο αιώνα μ.Χ. ή και αργότερα, κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου.
Αλλά ακόμη και χωρίς τις φυσικές κατασκευές της Εποχής του Χαλκού, τα ευρήματα δείχνουν ότι το λιμάνι της Κορίνθου χρησιμοποιήθηκε σταθερά για σχεδόν 2.600 χρόνια. Από τον 13ο αιώνα π.Χ. έως τον 13ο αιώνα μ.Χ., μυκηναϊκά, φοινικικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά πλοία θα έπλεαν από αυτή τη στρατηγική τοποθεσία.
Είναι απίστευτο, όμως, ότι ακόμη και αυτή η – σήμερα αναθεωρημένη – ηλικία του Λέχαιου μπορεί να είναι κα αυτή λάθος. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει στο παρελθόν στοιχεία για ανθρώπους που ταξίδευαν μέσω της Κορίνθου πριν από περισσότερα από 8.000 χρόνια, καθώς και αγγεία από έναν πολιτισμό της ύστερης λίθινης εποχής που ζούσε βορειοδυτικά, κατά μήκος της Αδριατικής Θάλασσας.
Ο Bjørn Lovén, συνδιευθυντής του Lechaion Harbor Project και συν-συγγραφέας της νέας εργασίας, λέει ότι αυτό υποδηλώνει ότι το θαλάσσιο εμπορικό δίκτυο της Κορίνθου μπορεί να εκτείνεται ακόμη βαθύτερα στην αρχαία ιστορία.
Η Ναυσικά Ανδριοπούλου, γεωαρχαιολόγος στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, λέει ότι μια ευρύτερη ανάλυση του τι μέταλλα μπορεί να υπάρχουν στο έδαφος θα μπορούσε να βοηθήσει να συμπληρωθούν ακόμη περισσότερα κόμματια αυτού του αρχαιολογικού «παζλ».
Για παράδειγμα, ο εντοπισμός άλλων μετάλλων – όπως χαλκός – θα μπορούσε να πει στους γεωαρχαιολόγους ακόμη περισσότερα για τις πρώιμες χρήσεις του λιμανιού.
«Παρόμοιες δειγματοληψίες σε κοντινές τοποθεσίες θα μπορούσαν ακόμη και να βοηθήσουν στην αποκάλυψη αρχαίων εμπορικών δρόμων», προσθέτει η κα. Ανδριοπούλου.
Η ομάδα θα συνεχίσει τις εργασίες της κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2024, αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για το αρχαίο εμπόριο στην Κόρινθο.
Το λιμάνι του Λεχαίου
Το λιμάνι του Λεχαίου ήταν το βασικό λιμάνι – επίνειο της Αρχαίας Κορίνθου, ένα θαύμα τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, που αντιγράφτηκε από τους Καρχηδονίους αρχικά και τους Ρωμαίους στη συνέχεια.
Πήρε το όνομά του από τον Λέχη, γιό της Πειρήνης και του Ποσειδώνα. Βρίσκεται στον Κορινθιακό κόλπο και συνδεόταν με την πόλη της Κορίνθου με μακριά τείχη, συνολικού μήκους 2.300μ. Ανάμεσα στα τείχη, υπήρχε η διάσημη οδός του Λεχαίου.
Το λιμάνι, που είχε δύο τμήματα, το εμπορικό και τον πολεμικό ναύσταθμο, ήταν εξ’ ολοκλήρου τεχνητό. Είχε τρεις εσωτερικές λιμενολεκάνες και τρια εξωτερικά λιμάνια. Τα μπάζα από τις εκσκαφές, σωρεύτηκαν σε δύο λοφίσκους, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται οι εσωτερικές λιμενολεκάνες από τους ισχυρούς βόρειους ανέμους, οι οποίοι υπάρχουν ακόμα.
Κατά μήκος των λιμανιών κατασκευάστηκαν πέτρινες προβλήτες, μώλοι, κυματοθραύστες, ράμπες, συνολικού μήκους 7χλμ, καθώς και μεγάλος αριθμός αποθηκών και άλλων λιμενικών εγκαταστάσεων για τους χιλιάδες τόνους εμπορευμάτων από και προ τις αποικίες της Κορίνθου και στα ΝΔ ένας τεράστιος αριθμός από ναυπηγικές εγκαταστάσεις, όπου ναυπηγούνται τριήρεις για λογαριασμό άλλων πόλεων-κρατών, δημιουργώντας την πρώτη ναυτική πολεμική βιομηχανία, η οποία προσομοιάζει της σημερινής.
Η δυναμικότητα των ναυπηγείων αυτών ήταν αναμφίβολα αξιόλογη, αφού το 334 Π.Χ. η Κόρινθος μπορεί να συνεισφέρει στον στόλο τού Μ. Αλεξάνδρου 160 πλήρως εξοπλισμένες τριήρεις, όταν η αντίστοιχη αθηναϊκή συνεισφορά είναι μόλις 20.
Στην ευρύτερη περιοχή του λιμανιού, υπήρχε η Έπαυλη του Περίανδρου, όπου τοποθετείται το Συμπόσιο των Επτά Σοφών της Ελλάδας, και περικαλλής ναός της Αφροδίτης και του Ολύμπιου Δία.