Το 2016 μια επτάχρονη Νοτιοκορεάτισσα, η Na-yeon, αρρώστησε βαριά.
Τόσο βαριά και με μια ασθένεια σε μια τόσο καλπάζουσα μορφή, ώστε πέθανε μέσα σε λιγότερο δέκα ημέρες από την διάγνωση που τής έκαναν οι γιατροί.
Οι γονείς της, συντετριμμένοι, αποχαιρέτησαν το παιδί τους, που μέχρι πριν δέκα ημέρες ήταν (ή, έστω, έμοιαζε) υγιέστατο.
Όπως ήταν φυσικό, οι γονείς της δεν ήταν ποτέ ξανά οι ίδιοι μετά από αυτό το γεγονός. Ωστόσο, η μητέρα της, Jang Ji-Sun, έπαθε μια πραγματική εμμονή με το ότι στην πραγματικότητα, επειδή η επτάχρονη μπήκε σχεδόν άμεσα στην μονάδα εντατικής θεραπείας, από την οποία δεν βγήκε ποτέ ζωντανή, δεν πρόλαβε καν να την αποχαιρετήσει όπως ήθελε και άρμοζε στα νοτιοκορεατικά ειωθότα.
Για τρία χρόνια, η Jang Ji-Sun δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να διαχειριστεί την απώλεια της κόρης της.
Μέχρι που στον δρόμο της βρέθηκε ο κινηματογραφικός παραγωγός Kim Jong-woo, ο οποίος τής έκανε μια πρόταση: πώς θα φαινόταν το ενδεχόμενο να «ξανασυναντήσει» την εκλιπούσα κόρη της διαμέσου μιας ψηφιοποιημένης αναπαράστασης του παιδιού της και φορώντας ένα headset εικονικής πραγματικότητας;
Θα «φρίκαρε» ή θα ήταν διατεθειμένη να το κάνει; Η μητέρα συμφώνησε και πριν δυο χρόνια, το πρότζεκτ έγινε πραγματικότητα (και κατόπιν μέχρι και ντοκιμαντέρ).
Η ομάδα του Kim Jong-woo κάλεσε στην εκπομπή της την Jang Ji-Sun και όντως εκπλήρωσε την υπόσχεση που τής είχε δώσει με το πρότζεκτ «Meeting You» [«Συναντώντας Σε»]: Οι παραγωγοί δημιούργησαν μια ψηφιοποιημένη αναπαράσταση του παιδιού που η μητέρα μπορούσε να δει μέσω ενός headset εικονικής πραγματικότητας.
Το τι συνέβη στην συνέχεια, ήταν άκρως συγκινητικό: η εικονική Na-yeon εμφανίζεται να τρέχει προς τη μητέρα της, φωνάζοντάς της «μαμά!». Τότε, η μητέρα της ξεσπάει σε δάκρυα, λέγοντας: «Στη μαμά έλειψες τόσο πολύ, αγαπημένη μου Na-yeon». «Και σε μένα έλειψες, μαμά», της απαντάει το «ολόγραμμα» της επτάχρονης.
Αν και η εμπειρία ήταν «εν μέρει οδυνηρή», η Jang Ji-Sun δήλωσε στους Korean Times ότι «θα το έκανε ξανά και ξανά, αν είχε την ευκαιρία». «Είχα επιτέλους την ευκαιρία να την αποχαιρετήσω», τόνισε η άτυχη μητέρα.
«Από την αρχή ανησυχούσα για το πώς θα αντιδρούσε η μητέρα απεναντι στην θέα της εικονικής της κόρης. Αλλά μετά, μάς είπε ότι χάρηκε που είδε έστω και έναν εικονικό “αντίλαλο” της Na-yeon», δήλωσε στην εφημερίδα ο Kim Jong-woo.
Η Κοινωνιολογία και η Εθνολογία μάς έχουν αποσαφηνίσει εδώ και αιώνες ότι οι άνθρωποι πάντα αποζητούσαν την επαφή με τους αγαπημένους τους, ακόμη και μετά από το θάνατό τους. Π.χ. στην βικτοριανή Αγγλία, ήταν πολύ δημοφιλείς οι φωτογραφίες νεκρών συγγενών (ακόμη και μικρών παιδιών) μέσα στα φέρετρά τους, με τα μάτια τους κλειστά, που οι οικείοι κρατούσαν στα σπίτια τους μέσα σε ειδικές προθήκες προκειμένου να τους θυμούνται.
Κάπως έτσι, έγιναν κατόπιν δημοφιλείς και οι λεγόμενες seances, δηλαδή οι ειδικές τελετουργίες με τα γνωστά ouija boards, που πραγματοποιούσαν τα διάφορα «μέντιουμ», με σκοπό το κάλεσμα των πνευμάτων των νεκρών και την απόπειρα μιας «συνομιλίας» των συγγενών τους μαζί τους.
Πλέον βέβαια, είμαστε (συντόμως) στο 2023 και δεν χρειαζόμαστε ούτε ouija boards, ούτε «μέντιουμ», καθώς όλα αυτά έχουν υποκατασταθεί από την τεχνητή νοημοσύνη και την εικονική πραγματικότητα. Και πλέον, ξεπηδούν όλο και περισσότερες εταιρείες, κυρίως στις ΗΠΑ, που προσπαθούν (και τα καταφέρνουν) να «αναστήσουν» τους νεκρούς και να τους φέρουν σε ψηφιακή επαφή με τους ζώντες συγγενείς τους, χρησιμοποιώντας bots και ολογράμματα.
Για παράδειγμα, ο Hossein Rahnama, ερευνητικός συνεργάτης του Media Lab του MIT, κατάφερε πρόσφατα να δημιουργήσει μια πλατφόρμα με την ονομασία Augmented Eternity («Επαυξημένη Αιωνιότητα»), η οποία επιτρέπει σε κάποιον να δημιουργήσει την «ψηφιακή περσόνα» ενός αγαπημένου του προσώπου που πέθανε, μέσα από τις φωτογραφίες, τα κείμενα και τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ολόγραμμα αυτό ή το bot θα μπορεί να αλληλεπιδρά με συγγενείς και φίλους κατά το δοκούν.
«Κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά για τους νεότερους και ειδικά για εκείνους που δημοσιεύουν σχεδόν ό,τι κάνουν στο διαδίκτυο. Όμως όχι και τόσο για τους μεγαλύτερους», τονίζει χαρακτηριστικά ο ερευνητής, προσθέτοντας εμφατικά ότι «λαμβάνει σχεδόν καθημερινά μηνύματα από ανθρώπους, των οποίων κάποια κοντινά τους πρόσωπα είναι ετοιμοθάνατα, και οι οποίοι αναρωτιούνται αν υπάρχει τρόπος να διατηρήσουν κάτι από αυτούς ζωντανό, έστω και σε ψηφιακή μορφή».
Την μετά θάνατον ψηφιακή ζωή κυνηγάει απεγνωσμένα και ο Ελληνοαμερικανός Τζέιμς Βλάχος της start-up «HereAfter».
Ο δημοσιογράφος, που γεννήθηκε και ζει στην Καλιφόρνια, και έως και σήμερα αρθρογραφεί σε έγκυρα έντυπα όπως οι «New York Times», το «Atlantic» και το «Wired», αντιμετώπισε και αυτός την ίδια κατάσταση με την Jang Ji-Sun, και μάλιστα την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, το 2016, τότε που ο πατέρας του διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο και με μεταστάσεις σε σχεδόν όλο του το σώμα.
Αφού πρώτα συμφιλιώθηκε, μέσα του, με την επερχόμενη απώλεια του πατέρα του, στην συνέχεια έψαξε να βει έναν τρόπο να κρατήσει με κάποιο ψηφιακό τρόπο την ανάμνησή του ζωντανή.
Ενα μήνα μετά την διάγνωση των γιατρών, τον Μάιο του 2016, ο Τζέιμς ζήτησε από τον πατέρα Τζον Βλάχος, να του αφηγηθεί ιστορίες από τη ζωή του, από την γέννηση και το μεγάλωμά του στην Ελλάδα μέχρι σήμερα. Οι ιστορίες χωρίστηκαν σε διάφορες κατηγορίες: «Οικογενειακή ιστορία», «Οικογένεια», «Εκπαίδευση», «Καριέρα», «Διάφορα». Ο 80χρονος άνδρας μιλούσε, διηγούμενος ιστορίες και το κασετόφωνο παρέμενε ανοιχτό για ώρες καταγράφοντας τα πάντα μέσα σε 12 ώρες, από τις αγαπημένες του συνήθειες, ως παιδί, που ήταν να εξερευνά τις σπηλιές στην γενέτειρά του, την Εύβοια, ώς τη πρώτη του δουλειά ως φορτωτής πάγου σε βαγόνια τρένου που έκανε όσο σπούδαζε, το πώς στη συνέχεια έγινε επαγγελματίας τραγουδιστής και τελικά ένας επιτυχημένος δικηγόρος. Επίσης, ο Τζον μιλάει για την αγαπημένη του συγγραφέα, την Γερτρούδη Στάιν, τα ονόματα των κατοικίδιων ζώων του, μέχρι και το κονσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι που έπαιξε η κόρη του σε μια σχολική παράσταση.
Συνολικά, ο Τζέιμς κατέγραψε 91.970 λέξεις που τού διηγήθηκε ο πατέρας του. Η απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών απλώθηκε σε 203 σελίδες.
Από όλο αυτό το εγχείρημα προέκυψε ένα chatbot – ή Dadbot, όπως το αποκαλεί – δηλαδή ένας τρόπος που ο Βλάχος έφτιαξε και με το οποίο μπορεί ακόμη και τώρα και συνομιλεί με μηνύματα με τις αναμνήσεις του πατέρα του, ο οποίος έχει φύγει από την ζωή. Ο Βλάχος γνωρίζει ότι το συγκεκριμένο chatbot «δεν πρόκειται ποτέ του να αντικαταστήσει τον ίδιο μου τον πατέρα. Αποτελεί ωστόσο, έναν αρκετά καλό τρόπο για να τον θυμάμαι εγώ αλλά και προκειμένου να μεταφέρει την μνήμη του στα εγγόνια του», αναφέρει το δημοσίευμα του TheDailyBeast.
«Η χρήση του Dadbot γίνεται ανάλογα, δηλαδή άλλοτε το χρησιμοποιώ αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα και άλλοτε καθόλου για μερικές εβδομάδες. Οσον αφορά στα συναισθήματα που προκαλούνται από τη χρήση του, δεν κρύβω ότι με εκπλήσσει αυτή η αίσθηση του μη ολοκληρωμένου, που αποτελεί η συγκεκριμένη εμπειρία. Πόσο δεν είναι ο πραγματικός μου πατέρας, ο οποίος μου λείπει πολύ. Ωστόσο, από την άλλη, το Dadbot μού θυμίζει ποιος ήταν ο πατέρας μου με πολλούς τρόπους που με κάνουν να νιώθω συγκίνηση και νοσταλγία», συνοψίζει ο ίδιος.
Η εταιρεία που ίδρυσε ο Βλάχος, η HereAfter, έκανε ακριβώς το ίδιο με τους πελάτες της: τούς πήρε μια συνέντευξη πριν πεθάνουν, καταγράφοντας τις ιστορίες και τις αναμνήσεις τους, τις έβαλε όλες μέσα σε ένα bot και μετά τον θάνατό τους, τα μέλη της οικογένειας του τεθνεώτος έχουν αυτό το Bot στην κατοχή τους και μπορούν να κάνουν ερωτήσεις σε αυτό με το bot να απαντά με τη φωνή του νεκρού συγγενή τους, χρησιμοποιώντας τις συσσωρευμένες πληροφορίες της συνέντευξης. Και κάπως έτσι, με αυτό τον τρόπο, είναι σαν να «συνομιλείς» με τους νεκρούς αγαπημένους σου.
Όσοι επιλέξουν την μέθοδο της HereAfter, θα έχουν λοιπόν μια παρόμοια εμπειρία όπως αυτή που συνεχίζει να έχει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα ο Βλάχος με το Bot του εκλιπόντα πατέρα του. Και, ενδεχομένως, να διαφυλάξουν πράγματα από το νεκρό συγγενή τους που ούτε καν φαντάζονταν μέχρι πρότινος.
«Νομίζω ότι μπόρεσα να “σώσω” αρκετά πράγματα από τον πατέρα μου. Κατ’ αρχάς τα γεγονότα της ζωής του. Επίσης, στοιχεία της προσωπικότητάς του, όπως η αίσθηση του χιούμορ, καθώς και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τις λέξεις. Πέραν αυτού, ίσως διαφύλαξα κάποια στοιχεία της προσωπικής του ζεστασιάς και της περιέργειας που είχε για τον κόσμο. Δεν ήταν κάποιος πομπώδης διανοούμενος, όμως ήταν πολύ ευφυής και τον ενδιέφεραν πολλά πράγματα. Νομίζω ότι κάποια από αυτά εκφράζονται μέσω του Dadbot. Από την άλλη, βέβαια, υπάρχουν πολλές βαθύτερες περιοχές της προσωπικότητάς του τις οποίες είμαι σίγουρος ότι απλά ακούμπησα», επισημαίνει ο ίδιος ο Βλάχος, υποσχόμενος μια παρόμοια «ψηφιακή εμπειρία» και σε όσους επιλέξουν το Dadbot του.
Παρόμοια μέθοδο ακολουθεί και η, ρωσικής καταγωγής, Eugenia Kuyda, η οποία ίδρυσε τις νεοφυείς επιχειρήσεις «AI Luka» και «Replika», οι οποίες δρουν και αυτές με τον ίδιο τρόπο: των ψηφιακών αναπαραστάσεων νεκρών. Την πρωτοβουλία την πήρα η ίδια όταν σκοτώθηκε σε δυστύχημα ο κολλητός της φίλος, Roman Mazurenko. Η Ρωσίδα αξιοποιήσε λοιπόν τα 10.000 μηνύματα που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα chatbot του φίλου και συγκάτοικου της, προκειμένου να διατηρήσει και να τιμήσει τη μνήμη του, έφτιαξε μια εφαρμογή, στην οποία έδωσε το όνομά του, η οποία απαντούσε γραπτά όπως ακριβώς έκανε κι αυτός. Στη συνέχεια ίδρυσε τις νεοφυείς επιχειρήσεις «AI Luka» και «Replika» και πλέον, όπως λέει η ίδια, κάθε μήνα εκατοντάδες πελάτες της ζητάνε να φτιάξει ανάλογα bots για τους αγαπημένους τους νεκρούς.
«Οι ψυχολόγοι λένε ότι η δημιουργία ενός εικονικού αντιγράφου κάποιου χαμένου αγαπημένου μπορεί να δράσει θεραπευτικά, ειδικά σε περιπτώσεις με άλυτα ζητήματα. Θα μπορούσε όμως να οδηγήσει κάποιον να καθηλωθεί σε αυτόν τον εικονικό κόσμο; Ούτως ή άλλως όμως, κάποιοι θεραπευτές που ασχολούνται με το πένθος καλούν τους θεραπευόμενούς τους να γράψουν στους αγαπημένους τους ή να συνομιλήσουν μαζί τους, σαν να συνομιλούσαν με πρόσωπα που έχασαν. Αν αξιοποιηθεί λοιπόν κατάλληλα η ψηφιακή πραγματικότητα, ίσως να βοηθήσει στην επούλωση του τραύματος της απώλειας. Ίσως όμως να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση, μέσα στην οποία θα εγκλωβιστεί ο άνθρωπος που πονάει», αναφέρει το εκτενές δημοσίευμα της Washington Post.
Τα ολογράμματα της StoryFile
Μια ακόμη πιο προηγμένη τεχνολογία κρύβεται πίσω από την αμερικανική εταιρεία StoryFile με έδρα το Λος Άντζελες, η οποία, αξιοποιώντας τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης και machine learning, δημιουργεί ένα «ψηφιακό ολόγραμμα» του ατόμου πριν τον θάνατο του, το οποίο χρησιμοποιείται μετά θάνατον προκειμένου να τον φέρει πιο κοντά με τους συγγενείς του, ακόμη και την ώρα της κηδείας του!
Αυτή ακριβώς ήταν η περίπτωση της Μαρίνα Σμιθ, από την οποία ξεκίνησαν όλα.
H 87χρονη Βρετανίδα – και επιζήσασα του Ολοκαυτώματος – «συνομίλησε» με συγγενείς στην ίδια της την κηδεία και μάλιστα απάντησε σε ερωτήσεις σχετικά με τη ζωή της, που της έκαναν οι παρευρισκόμενοι.
Η τεχνολογία δημιουργήθηκε από τον ίδιο της τον γιό, δρ. Στέφεν Σμιθ, συνιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας StoryFile και δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση.
O Σμιθ έβαλε την μητέρα του, πριν πεθάνει, να τού διηγηθεί ιστορίες από την παιδική της ηλικία, την αλγεινή εμπειρία της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατόπιν τον γάμο της, το διαζύγιο των γονιών της και την ζωή της στη Βρετανία, μέχρι σχεδόν λίγο πριν τι τέλος της ζωής της. Μετά τής έκανε και ο ίδιος κάποιες γενικού τύπου ερωτήσεις πάνω σε ζητήματα και θέματα που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τους κοντινούς της ανθρώπους ή τους συγγενείς της και η ίδια τού απάντησε ειλικρινώς σε όλα.
Ο Σμιθ μετά, δημιούργησε ένα «ψηφιακό ολόγραμμα» της μητέρας του, κάνοντας κάτι σαν παζλ μαζί με μια σειρά από βίντεο που τραβήχτηκαν πριν πεθάνει. Κατόπιν, έφτιαξε ένα «ολογραφικό» βίντεο εφοδιασμένο με τεχνητή νοημοσύνη, η οποία επιτρέπει σε κάποιον να ανοίξει διάλογο με έναν νεκρό. Και κατόπιν, όταν εν τέλει πέθανε η μητέρα του, χρησιμοποίησε το ολόγραμμά της στην κηδεία της, η οποία ακολούθησε την διαδικασία της αποτέφρωσής της, όπως είχε αιτηθεί η ίδια.
Αφού έβγαλε μια σύντομη ομιλία για τη ζωή της, στην συνέχεια η (νεκρή) Μαρίνα Σμιθ απάντησε (!) σε ερωτήσεις που τής υποβλήθηκαν από τα μέλη της οικογένειας που παρακολούθησαν την κηδεία. Όπως είπε ο Σμιθ, η τεχνολογία που χρησιμοποίησε δεν έβαλε «άσχετα λόγια στο στόμα της μητέρας του». Αν το «ολόγραμμα» του νεκρού δεν μπορεί να δώσει μια απάντηση σε μία ερώτηση, το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης τού επιτρέπει αυτομάτως να «ζητάει» από τον ερωτώντα να ρωτήσει κάτι άλλο, στο οποίο να είναι σε θέση να απαντήσει.
«Τα λόγια της μητέρα μου ήταν σε μεγάλο ποσοστό πραγματικά δικά της και όχι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης», τόνισε ο Σμιθ, παραδεχόμενος ωστόσο ότι το ολόγραμμα της μητέρας του «σόκαρε» και εν μέρει «φρίκαρε» τους παρευρισκόμενους.
Ο Ρόλο Κάρπεντερ, δημιουργός του chatbot CleverBot, πάνω στο οποίο βασίστηκε και εκείνο της 87χρονης Βρετανίδας, επιβεβαίωσε ότι το Α.Ι. της StoryFile δεν προσπαθεί να επινοήσει δικές του απαντήσεις, απλώς επιλέγει – ανάλογα με την ερώτηση που θα τεθεί μετά θάνατον – τις κατάλληλες βιντεοσκοπημένες απαντήσεις από ένα προκαθορισμένο απόθεμα που ήδη ενυπάρχει στη βάση δεδομένων του.
Καταλήγοντας, ο Στέφεν Σμιθ δήλωσε ότι «οραματίζεται έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα καταγράφουν σε βίντεο τις ζωές τους σε συνεχή βάση, έτσι ώστε αργότερα να εμφανίζεται ότι μιλάει ο 18χρονος εαυτός τους, ο 30χρονος, ο 50χρονος κλπ», και όλα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως μια βάση προσωπικών δεδομένων και ψηφιακών εμπειριών για τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους.