Η είσοδος του Διαδικτύου στη ζωή μας διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητά μας, ωστόσο δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως μας καθιστά ευάλωτους. Την κατάσταση περιγράφει εξαιρετικά στο βιβλίο της, “Η Εποχή του Κατασκοπευτικού Καπιταλισμού” η Σοσάνα Ζούμποφ. Βέβαια μπορεί να υπάρχουν φωνές που μιλούν για όλους αυτούς τους κινδύνους, όμως τη δεδομένη χρονική στιγμή οι περισσότεροι χρήστες τις αγνοούν επιδεικτικά και συνεχίζουν να σερφάρουν αγνοώντας τι σημαίνει κάθε φορά που πατούν “αποδοχή”. Σε καιρούς γενικευμένης σύγχυσης η παραπληροφόρηση που βασίζεται σε αληθοφανή γεγονότα έχει εξέχουσα θέση στην “ενημέρωση” εκατομμύρια πολιτών σε ολόκληρο τον κόσμο που δεν μπορούν να διακρίνουν τα ευαίσθητα όρια.

Όπως είναι λογικό το ζήτημα απασχολεί κορυφαίους ερευνητές που συχνά επιτελώντας το λειτούργημά τους βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Αρκετοί πολιτικοί που βρίσκονται κυρίως στον συντηρητικό χώρο υποστηρίζουν πως η έρευνα σχετικά με την παραπληροφόρηση φιμώνει τις απόψεις τους. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ευσταθεί. Σε ένα άρθρο – σταθμό στο περιοδικό Nature Humanities and Social Sciences Communications με τίτλο “Οι ψεύτες γνωρίζουν ότι ψεύδονται: Διαχωρίζοντας την παραπληροφόρηση από τη διαφωνία” αντικρούονται οι παραπάνω “κατηγορίες” και δίνεται μια βαθιά ανάλυση για τον κόσμο της έρευνας στο συγκεκριμένο κομμάτι. Οι συγγραφείς, Stephan Lewandowsky, Ullrich K. H. Ecker, John Cook, Sander van der Linden, Jon Roozenbeek, Naomi Oreskes και Lee C. McIntyre, υποστηρίζουν ότι η σκόπιμη παραπληροφόρηση, δηλαδή οι ψευδείς ισχυρισμοί με πρόθεση εξαπάτησης είναι αποδεδειγμένα επιβλαβείς για τη δημόσια υγεία, τη λήψη αποφάσεων κι ευρύτερα για τις δημοκρατικές διαδικασίες. Οι συγγραφείς προτείνουν επίσης τρόπους για την καλύτερη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών.

Τονίζεται πως ένα σημαντικό τμήμα του ειδησεογραφικού “οικοσυστήματος” καταναλώνεται αποκλειστικά από συντηρητικούς ψηφοφόρους και η περισσότερη παραπληροφόρηση υπάρχει στους κόλπους αυτής τη ιδεολογικής φούσκας. Το γεγονός αυτό όμως, που δεν είναι ξεκάθαρο στην κοινωνία δεν έχει αποτρέψει τους πολιτικούς της δεξιάς από το να υποδαυλίζουν τον φόβο για την ελευθερία του λόγου. Συχνά το άσπρο γίνεται μαύρο και τα όρια της αλήθειας θολώνουν επικίνδυνα. Η Kate Starbird, ερευνήτρια παραπληροφόρησης στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον αντιμετώπισε ψευδείς κατηγορίες ότι συνωμότησε με τον Biden για να φιμώσει αντίπαλες πολιτικά φωνές. Όπως είπε η ίδια στους New York Times, «οι άνθρωποι που επωφελούνται από τη διάδοση παραπληροφόρησης έχουν καταφέρει να φιμώσουν πολλούς, μεταξύ των οποίων εκείνους που προσπαθούσαν να τους εκθέσουν».

Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που επιθυμούν ένα καθεστώς απόλυτης “ελευθερίας” στην πληροφόρηση χωρίς κανέναν περιορισμό. Ένας από αυτούς είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Ένας άλλος ο Έλον Μασκ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την περιβόητη δήλωση του πρώην δημάρχου της Νέας Υόρκης και συμμάχου του Trump, Rudy Giuliani: «Η αλήθεια δεν είναι αλήθεια»; Οργανωμένο ψέμα και στοχευμένη προπαγάνδα γίνονται υπερόπλα στα χέρια των δυνατών που δημιουργούν μία παράλληλη πραγματικότητα που αντικαθιστά την ίδια τη ζωή. Η κυριαρχία στον κυβερνοχώρο άλλωστε είναι από τα μεγαλύτερα διακυβεύματα της εποχή μας.

Μία άλλη έρευνα από το Παρατηρητήριο Κοινωνικών Μέσων του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα έφερε στο φως της δημοσιότητας το συμπέρασμα πως οι χρήστες των κοινωνικών μέσων είναι ευάλωτοι στις τακτικές χειραγώγησης μέσω των οποίων κακόβουλοι παράγοντες μπορούν να ενισχύσουν την έκθεση σε περιεχόμενο που φέρνει το αίσθημα της απειλής, όπως για παράδειγμα τις δημοκρατικές εκλογές και τη δημόσια υγεία. Αυτοί οι λογαριασμοί (“κακόβουλοι παράγοντες”) μπορούν να ελέγχονται από ανθρώπους, bots ή cyborgs.

Στη συζήτηση έρχονται τρεις όροι που αποτελούν τις μεταβλητές μίας δύσκολης εξίσωσης. Η “διείσδυση” αναφέρεται στο πώς οι κακόβουλοι παράγοντες ενισχύουν την έκθεση στα μηνύματά τους κάνοντας αυθεντικούς λογαριασμούς να τους ακολουθήσουν,  η “πλημμύρα” αντίστοιχα στο πότε οι κακόβουλοι παράγοντες βομβαρδίζουν τους χρήστες με περιεχόμενο χαμηλής ποιότητας. Η “εξαπάτηση” αναφέρεται στην ελκυστικότητα αυτού του περιεχομένου. Οι ερευνητές εξετάζουν περιπτώσεις που η πληροφορία χαμηλής ποιότητας έχει υψηλό βαθμό ελκυστικότητας εξαπάτησης με βάση το επικοινωνιακό πλαίσιο που φτάνει στον χρήστη για την επεξεργαστεί. Αντίθετα με την επικρατούσα παραδοχή, οι καμπάνιες παραπληροφόρησης μπορούν να δημιουργήσουν περισσότερη πόλωση όταν οι στόχοι είναι τυχαίοι.

Μέσα από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε καθημερινά από τη στιγμή που θα ανοίξουμε την οθόνη. Απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση και ικανότητα προσαρμογής στα δεδομένα που μεταβάλλονται με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η ανατολή του ηλίου φέρνει και μία νέα πραγματικότητα, ελαφρώς διαφοροποιημένη από τη χθεσινή. Σε αυτό το καθεστώς τεκτονικών δεν μένει επιλογή από ενίσχυση της κριτικής σκέψης και τον εφοδιασμό με όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια που θα μας καθιστά ικανούς να αναγνωρίζουμε την ποιότητα των πληροφοριών που μοιράζονται στο Διαδίκτυο.

Με στοιχεία από το “Researchers Validate the Dangers of Disinformation”, του Prithvi Iyer.