Στο μυθιστόρημα “High Rise” (1975) του J.G. Ballard, υπάρχει μια σκηνή όπου ο Δρ. Ρόμπερτ Λάινγκ κάθεται στο μπαλκόνι του, και βλέπει τον ορίζοντα να χάνεται πίσω από τα ψηλά κτήρια του συγκροτήματος κατοικιών, τα οποία υψώνονταν επιβλητικά στον ουρανό. Ο Λάινγκ μασάει τις σάρκες του σκύλου του, ένας αναπάντεχος και σοκαριστικός τρόπος για να γεμίσει το στομάχι του. Αναπολεί εκείνες τις μακρόσυρτες καταστροφικές εβδομάδες που είχαν περάσει, κατά τις οποίες το άλλοτε ήσυχο συγκρότημα μετατράπηκε σε μια αρένα αλλόκοτης βίας και ταξικών συγκρούσεων.
Τώρα, σε αυτήν γαλήνια σκηνή της ιστορίας, όπου όλα μοιάζουν σαν να έχουν επιστρέψει στο φυσιολογικό, σκέφτεται έκπληκτος, ενώ συνεχίζει να μασάει τις σάρκες του κατοικίδιου του, ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη στην αρχή ότι η ζωή όλων των ενοίκων θα έπαιρνε μια τόσο απειλητική διάσταση σε αυτό το σαρανταόροφο τσιμεντένιο σύμπαν. Αλλά τελικά, όπως φαίνεται στην ιστορία του Βρετανού συγγραφέα, αυτό το κλειστό και αυτόνομο σύμπαν, με τους σαράντα ορόφους και τα εκατοντάδες διαμερίσματα, τα σούπερ-μάρκετ και τις πισίνες, την τράπεζα και το δικό του γυμνάσιο, όλα χάνονται σε μια παρατημένη φαντασιακή πραγματικότητα προς τον ουρανό, και αυτό το ψηλό κτήριο θα μπορούσε να προσφέρει ακόμη περισσότερες ευκαιρίες για βία και συγκρούσεις.
Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως ένα μέρος, τόσο μεγάλο και πλούσιο σε ανέσεις, θα κατέληγε να γίνει μια παγίδα για τους ενοίκους του. Τα πολυκαταστήματα, οι πισίνες, οι τράπεζες, το σχολείο, όλα αυτά τα μοντέρνα χαρακτηριστικά είχαν σχεδιαστεί για να παρέχουν άνεση και πολυτέλεια. Ωστόσο, το συγκρότημα κατέληξε να απομονώσει τους ανθρώπους, δημιουργώντας μια ιδιότυπη κοινωνία, μοναδική για αυτό το κτήριο, απομονωμένη από τον έξω κόσμο.
Μέσα στο μυαλό του ήρωα, περνάει η εικόνα της στιγμής που οι αρχιτέκτονες «συλλαμβάνουν» ως ιδέα το μεγαλειώδες αυτό συγκρότημα. Κανείς τους δεν μπορούσε να προβλέψει τις συγκρούσεις που θα προέκυπταν ανάμεσα στο σκυρόδεμα και το πρωινό φως του ήλιου, την αντιπαράθεση που θα έφερνε το τσιμέντο στα πόδια αυτών των γιγάντων.
Και κάπως έτσι, κάθε μέρα ο ήλιος ξεκινούσε την καθημερινή του διαδρομή, εμφανιζόμενος σαν μια χρυσή κουκίδα στα πόδια των κτιρίων, πριν αναρριχηθεί στον ορίζοντα για να ρίξει φως στις ζωές των ενοίκων του συγκροτήματος. Ο Λάινγκ, ο πρώτος που αναγνώρισε πόσο αυτά τα τεράστια κτίρια είχαν κερδίσει τον αγώνα τους για την κατάκτηση του ουρανού, σκεφτόταν τον εαυτό του ως έναν από τους τελευταίους επιζώντες αυτού του σύμπαντος.
Και κάπως έτσι η επίδραση της αρχιτεκτονικής στο μυαλό των ανθρώπων γίνεται εμφανής, όπως άλλωστε είχε παρατηρήσει ο Ballard και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, “Crash” και “Concrete Island”. Όπως και σε αυτές τις ιστορίες, οι συνέπειες ήταν δυσάρεστες για όλους τους ενοίκους.
Πριν από τον J.G. Ballard, όμως, ένα άλλο βρετανικό ζευγάρι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή της τσιμεντένιας μονοτονίας στην καθημερινότητα των Άγγλων. Το 1953, η Alison Smithson (1928-1993) και ο Peter Smithson (1923-2003) έθεσαν τις βάσεις για το αρχιτεκτονικό κίνημα του «νέου μπρουταλισμού» μέσα από το γραφείο τους. Αυτός ο όρος ξεκίνησε ως ένα εσωτερικό αστείο στη θεωρία τους, αλλά τελικά επηρέασε σημαντικά την επερχόμενη αστική αρχιτεκτονική.
Ένα μεγάλο μέρος της έμπνευσής τους προήλθε από το γαλλικό béton brut (σκυρόδεμα με εμφανή σημάδια ξυλοτύπων), που χρησιμοποίησε ο Le Corbusier σε πολλά από τα κτίριά του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ζευγάρι προέβλεπε μια εποχή που τα κτήρια θα λειτουργούσαν ως μηχανές, προάγοντας τη φορμαλιστική προσέγγιση του μοντερνισμού. Με αυτόν τον τρόπο, ο όρος «μπρουταλισμός» (από το «brut» που σημαίνει ακατέργαστο και όχι το βάναυσο «brutal») διαδόθηκε ευρέως.
Τα μπρουταλιστικά κτίρια διακρίνονται από τις επαναλαμβανόμενες ορθές γωνίες και την παρουσία ογκωδών γεωμετρικών μορφών στο αστικό τοπίο. Η χρήση γκρίζου ακατέργαστου σκυροδέματος δίνει σε αυτά τα κτίρια μια αίσθηση αυστηρότητας και μονοτονίας. Αυτή η αισθητική του απέραντου και συμμετρικού μπορεί να θεωρηθεί μια απεικόνιση της ψυχρής απρόσωπης πραγματικότητας της εποχής.
Ο Γερμανός καλλιτέχνης Clemens Gritl, μετά την ολοκλήρωση των αρχιτεκτονικών του σπουδών στο Μόναχο και τη Ρώμη, ξεκίνησε να σχεδιάζει τεχνητά τρισδιάστατα μοντέλα πόλεων, αντικατοπτρίζοντας και εξερευνώντας τις αστικές ουτοπίες του 20ου αιώνα. Αφορμή για να ξεκινήσει αυτή τη σειρά φωτορεαλιστικών σχεδίων του στάθηκε μια επιστημονική μελέτη και έρευνα από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, που ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του Technical University of Munich. Η μελέτη αυτή οδήγησε τον Gritl στο να ερευνήσει περισσότερο τη δημόσια αρχιτεκτονική, την αισθητική του μπρουταλισμού που άνθισε στις μεταπολεμικές δεκαετίες και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος, τα οικιστικά συμπλέγματα αλλά και τα εθνικά μνημεία (ειδικά στις σοσιαλιστικές χώρες) και να αποκτήσει έτσι μια βαθιά γοητεία για τις βαριές γκρίζες μπρουταλιστικές δομές. Και ενώ σε αντίθεση με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, αυτά τα έργα βασίζονται περισσότερο σε επαναστατικά κοινωνικά οράματα, έτσι και το έργο του Gritl επικεντρώνεται στην αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στο χώρο, τη διάσταση, την κλίμακα και την μονοτονία τεράστιων αστικών περιοχών και της επίδρασής τους στους ανθρώπους.
Ο Clemens Gritl, προσπαθώντας να εξηγήσει τη στοιχειωμένη μπρουταλιστική ομορφιά των έργων του, εξηγεί ποια ήταν η κύρια έμπευσή του: «Ενώ σπούδαζα αρχιτέκτονας, παθιάστηκα με την μουσική, με την μόδα, την αρχιτεκτονική και το design της δεκαετίας του ’60. Μια μέρα ενώ βρισκόμουν στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, ανακάλυψα ένα τεράστιο αρχείο περιοδικών αρχιτεκτονικής, τα οποία ήταν μέρος μιας πολύ μεγάλης έρευνας που είχε γίνει από το πανεπιστήμιο. Κάπως έτσι λοιπόν άρχισα να περνάω όλο και περισσότερες ώρες στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου διαβάζοντας άρθρα και δημοσιεύσεις, και σιγά σιγά άρχισα να μελετάω περισσότερο για με τα μπρουταλιστικά κτίρια. Ήταν σαν να μπήκα σε ένα ταξίδι στο χρόνο. Στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι σε αντίθεση με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, ο μπρουταλισμός και αυτά τα κτίρια βασίζονταν ευρέως σε επαναστατικά κοινωνικά οράματα».
Οράματα που σε ένα δημόσιο μάτι, το οποίο δεν έχει καθόλου πείρα, μεταφέρουν εικόνες κτιρίων που συμβολίζουν μια αρχιτεκτονική σχεδιασμένη για χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Θεωρεί, όμως ο Gritl, την αρχιτεκτονική ως μια μορφή κοινωνικού ελέγχου; «Η αλήθεια είναι ότι στις μέρες μας ο «μπρουταλισμός» γίνεται όλο και πιο μοντέρνος πάλι. Ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές δείχνουν ένα τρομερό ενδιαφέρον στη διατήρηση αυτών των δομών. Κι ένας από τους βασικούς λόγους πιστεύω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι αρχιτεκτονικές δομές συμβολίζουν μια ριζοσπαστική έκφραση κοινωνικών ιδεών. Η αρχιτεκτονική γενικότερα χρησιμοποιούνταν ως μέσο για την εκπροσώπηση και τη διαμόρφωση πολιτικών, κοινωνικών ή ιδεολογικών αξιών. Απλά θα ήθελα να περιγράψω αυτήν την μορφή του κοινωνικού ελέγχου ως «έμμεση» καθώς η επίδραση στο άτομο συμβαίνει ασυνείδητα και με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, ένα κτίριο με μια μεγάλη πόρτα στην είσοδο, που μπορεί να φτάνει τα τέσσερα μέτρα ή μια τεράστια αίθουσα που στηρίζεται σε στήλες ύψους δέκα μέτρων, δημιουργούν αυτόματα μια υποσυνείδητη αίσθηση σεβασμού και δέοντος».
Τον ρωτάω: «Υπάρχει ένα απόσπασμα από το «High-Rise» στην αρχική σελίδα του site σας. Αυτό είναι μάλλον το πιο προφανές βιβλίο για να αναφερθεί κάποιος όταν συζητάει για τον Ballard και την αρχιτεκτονική. Τι σας τράβηξε την προσοχή σε αυτό;». «Όταν έκανα τη διδακτορική μου διατριβή», μου απαντά, «σχετικά με τις κατοικίες μεγάλης κλίμακας του 1960 στο πανεπιστήμιο, ο καθηγητής μου συνέστησε να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα. Αμέσως, γοητεύτηκα από τη σκοτεινή δυστοπική ατμόσφαιρα του Ballard και την προκλητική του θέση ότι η παρουσία ενός τεράστιου αρχιτεκτονικού κτίσματος μπορεί να δημιουργήσει τόσο μεγάλη κοινωνική ένταση, με αποκορύφωμα τη δολοφονία, τη φθορά, την καταστροφή και ακόμη και την αναρχία. Η ιστορία αυτή με οδήγησε στο να φανταστώ πώς μια ριζοσπαστική, φουτουριστική μητρόπολη θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να γεράσει».
Οράματα που σε ένα δημόσιο μάτι, το οποίο δεν έχει καθόλου πείρα, μεταφέρουν εικόνες κτηρίων που συμβολίζουν μια αρχιτεκτονική σχεδιασμένη για χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Μπορεί η αρχιτεκτονική να λειτουργήσει ως μια μορφή κοινωνικού ελέγχου; «Η αλήθεια είναι ότι στις μέρες μας ο «μπρουταλισμός» γίνεται όλο και πιο μοντέρνος πάλι. Ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές δείχνουν ένα τρομερό ενδιαφέρον στη διατήρηση αυτών των δομών. Κι ένας από τους βασικούς λόγους πιστεύω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι αρχιτεκτονικές δομές συμβολίζουν μια ριζοσπαστική έκφραση κοινωνικών ιδεών. Η αρχιτεκτονική γενικότερα χρησιμοποιούνταν ως μέσο για την εκπροσώπηση και τη διαμόρφωση πολιτικών, κοινωνικών ή ιδεολογικών αξιών. Απλά θα ήθελα να περιγράψω αυτήν την μορφή του κοινωνικού ελέγχου ως «έμμεση» καθώς η επίδραση στο άτομο συμβαίνει ασυνείδητα και με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, ένα κτίριο με μια μεγάλη πόρτα στην είσοδο, που μπορεί να φτάνει τα τέσσερα μέτρα ή μια τεράστια αίθουσα που στηρίζεται σε στήλες ύψους δέκα μέτρων, δημιουργούν αυτόματα μια υποσυνείδητη αίσθηση σεβασμού και δέοντος».
Υπάρχει ένα απόσπασμα από το «High-Rise» στην αρχική σελίδα του Clemens Gritl. Αυτό είναι μάλλον το πιο προφανές βιβλίο για να αναφερθεί κάποιος όταν συζητάει για τον Ballard και την αρχιτεκτονική. O Clemens Gritl εξηγεί τι ήταν αυτό που του τράβηξε την προσοχή σε αυτό: «Όταν έκανα τη διδακτορική μου διατριβή σχετικά με τις κατοικίες μεγάλης κλίμακας του 1960 στο πανεπιστήμιο, ο καθηγητής μου συνέστησε να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα. Αμέσως, γοητεύτηκα από τη σκοτεινή δυστοπική ατμόσφαιρα του Ballard και την προκλητική του θέση ότι η παρουσία ενός τεράστιου αρχιτεκτονικού κτίσματος μπορεί να δημιουργήσει τόσο μεγάλη κοινωνική ένταση, με αποκορύφωμα τη δολοφονία, τη φθορά, την καταστροφή και ακόμη και την αναρχία. Η ιστορία αυτή με οδήγησε στο να φανταστώ πώς μια ριζοσπαστική, φουτουριστική μητρόπολη θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να γεράσει».
➪ Tα αποσπάσματα της συζήτησης με τον Clemens Gritl εμφανίστηκαν αρχικά στο blog “Καλειδοσκόπιο” του Γιάννη Παπαϊωάννου στo lifo.gr.
➪ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Επίσημο site του Clemens Gritl | Instagram
Στο μυθιστόρημα “High Rise” (1975) του J.G. Ballard, υπάρχει μια σκηνή όπου ο Δρ. Ρόμπερτ Λάινγκ κάθεται στο μπαλκόνι του, και βλέπει τον ορίζοντα να χάνεται πίσω από τα ψηλά κτήρια του συγκροτήματος κατοικιών, τα οποία υψώνονταν επιβλητικά στον ουρανό. Ο Λάινγκ μασάει τις σάρκες του σκύλου του, ένας αναπάντεχος και σοκαριστικός τρόπος για να γεμίσει το στομάχι του. Αναπολεί εκείνες τις μακρόσυρτες καταστροφικές εβδομάδες που είχαν περάσει, κατά τις οποίες το άλλοτε ήσυχο συγκρότημα μετατράπηκε σε μια αρένα αλλόκοτης βίας και ταξικών συγκρούσεων.
Τώρα, σε αυτήν γαλήνια σκηνή της ιστορίας, όπου όλα μοιάζουν σαν να έχουν επιστρέψει στο φυσιολογικό, σκέφτεται έκπληκτος, ενώ συνεχίζει να μασάει τις σάρκες του κατοικίδιου του, ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη στην αρχή ότι η ζωή όλων των ενοίκων θα έπαιρνε μια τόσο απειλητική διάσταση σε αυτό το σαρανταόροφο τσιμεντένιο σύμπαν. Αλλά τελικά, όπως φαίνεται στην ιστορία του Βρετανού συγγραφέα, αυτό το κλειστό και αυτόνομο σύμπαν, με τους σαράντα ορόφους και τα εκατοντάδες διαμερίσματα, τα σούπερ-μάρκετ και τις πισίνες, την τράπεζα και το δικό του γυμνάσιο, όλα χάνονται σε μια παρατημένη φαντασιακή πραγματικότητα προς τον ουρανό, και αυτό το ψηλό κτήριο θα μπορούσε να προσφέρει ακόμη περισσότερες ευκαιρίες για βία και συγκρούσεις.
Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως ένα μέρος, τόσο μεγάλο και πλούσιο σε ανέσεις, θα κατέληγε να γίνει μια παγίδα για τους ενοίκους του. Τα πολυκαταστήματα, οι πισίνες, οι τράπεζες, το σχολείο, όλα αυτά τα μοντέρνα χαρακτηριστικά είχαν σχεδιαστεί για να παρέχουν άνεση και πολυτέλεια. Ωστόσο, το συγκρότημα κατέληξε να απομονώσει τους ανθρώπους, δημιουργώντας μια ιδιότυπη κοινωνία, μοναδική για αυτό το κτήριο, απομονωμένη από τον έξω κόσμο.
Μέσα στο μυαλό του ήρωα, περνάει η εικόνα της στιγμής που οι αρχιτέκτονες «συλλαμβάνουν» ως ιδέα το μεγαλειώδες αυτό συγκρότημα. Κανείς τους δεν μπορούσε να προβλέψει τις συγκρούσεις που θα προέκυπταν ανάμεσα στο σκυρόδεμα και το πρωινό φως του ήλιου, την αντιπαράθεση που θα έφερνε το τσιμέντο στα πόδια αυτών των γιγάντων.
Και κάπως έτσι, κάθε μέρα ο ήλιος ξεκινούσε την καθημερινή του διαδρομή, εμφανιζόμενος σαν μια χρυσή κουκίδα στα πόδια των κτιρίων, πριν αναρριχηθεί στον ορίζοντα για να ρίξει φως στις ζωές των ενοίκων του συγκροτήματος. Ο Λάινγκ, ο πρώτος που αναγνώρισε πόσο αυτά τα τεράστια κτίρια είχαν κερδίσει τον αγώνα τους για την κατάκτηση του ουρανού, σκεφτόταν τον εαυτό του ως έναν από τους τελευταίους επιζώντες αυτού του σύμπαντος.
Και κάπως έτσι η επίδραση της αρχιτεκτονικής στο μυαλό των ανθρώπων γίνεται εμφανής, όπως άλλωστε είχε παρατηρήσει ο Ballard και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, “Crash” και “Concrete Island”. Όπως και σε αυτές τις ιστορίες, οι συνέπειες ήταν δυσάρεστες για όλους τους ενοίκους.
Πριν από τον J.G. Ballard, όμως, ένα άλλο βρετανικό ζευγάρι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή της τσιμεντένιας μονοτονίας στην καθημερινότητα των Άγγλων. Το 1953, η Alison Smithson (1928-1993) και ο Peter Smithson (1923-2003) έθεσαν τις βάσεις για το αρχιτεκτονικό κίνημα του «νέου μπρουταλισμού» μέσα από το γραφείο τους. Αυτός ο όρος ξεκίνησε ως ένα εσωτερικό αστείο στη θεωρία τους, αλλά τελικά επηρέασε σημαντικά την επερχόμενη αστική αρχιτεκτονική.
Ένα μεγάλο μέρος της έμπνευσής τους προήλθε από το γαλλικό béton brut (σκυρόδεμα με εμφανή σημάδια ξυλοτύπων), που χρησιμοποίησε ο Le Corbusier σε πολλά από τα κτίριά του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ζευγάρι προέβλεπε μια εποχή που τα κτήρια θα λειτουργούσαν ως μηχανές, προάγοντας τη φορμαλιστική προσέγγιση του μοντερνισμού. Με αυτόν τον τρόπο, ο όρος «μπρουταλισμός» (από το «brut» που σημαίνει ακατέργαστο και όχι το βάναυσο «brutal») διαδόθηκε ευρέως.
Τα μπρουταλιστικά κτίρια διακρίνονται από τις επαναλαμβανόμενες ορθές γωνίες και την παρουσία ογκωδών γεωμετρικών μορφών στο αστικό τοπίο. Η χρήση γκρίζου ακατέργαστου σκυροδέματος δίνει σε αυτά τα κτίρια μια αίσθηση αυστηρότητας και μονοτονίας. Αυτή η αισθητική του απέραντου και συμμετρικού μπορεί να θεωρηθεί μια απεικόνιση της ψυχρής απρόσωπης πραγματικότητας της εποχής.
Ο Γερμανός καλλιτέχνης Clemens Gritl, μετά την ολοκλήρωση των αρχιτεκτονικών του σπουδών στο Μόναχο και τη Ρώμη, ξεκίνησε να σχεδιάζει τεχνητά τρισδιάστατα μοντέλα πόλεων, αντικατοπτρίζοντας και εξερευνώντας τις αστικές ουτοπίες του 20ου αιώνα. Αφορμή για να ξεκινήσει αυτή τη σειρά φωτορεαλιστικών σχεδίων του στάθηκε μια επιστημονική μελέτη και έρευνα από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, που ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του Technical University of Munich. Η μελέτη αυτή οδήγησε τον Gritl στο να ερευνήσει περισσότερο τη δημόσια αρχιτεκτονική, την αισθητική του μπρουταλισμού που άνθισε στις μεταπολεμικές δεκαετίες και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος, τα οικιστικά συμπλέγματα αλλά και τα εθνικά μνημεία (ειδικά στις σοσιαλιστικές χώρες) και να αποκτήσει έτσι μια βαθιά γοητεία για τις βαριές γκρίζες μπρουταλιστικές δομές. Και ενώ σε αντίθεση με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, αυτά τα έργα βασίζονται περισσότερο σε επαναστατικά κοινωνικά οράματα, έτσι και το έργο του Gritl επικεντρώνεται στην αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στο χώρο, τη διάσταση, την κλίμακα και την μονοτονία τεράστιων αστικών περιοχών και της επίδρασής τους στους ανθρώπους.
Ο Clemens Gritl, προσπαθώντας να εξηγήσει τη στοιχειωμένη μπρουταλιστική ομορφιά των έργων του, εξηγεί ποια ήταν η κύρια έμπευσή του: «Ενώ σπούδαζα αρχιτέκτονας, παθιάστηκα με την μουσική, με την μόδα, την αρχιτεκτονική και το design της δεκαετίας του ’60. Μια μέρα ενώ βρισκόμουν στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, ανακάλυψα ένα τεράστιο αρχείο περιοδικών αρχιτεκτονικής, τα οποία ήταν μέρος μιας πολύ μεγάλης έρευνας που είχε γίνει από το πανεπιστήμιο. Κάπως έτσι λοιπόν άρχισα να περνάω όλο και περισσότερες ώρες στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου διαβάζοντας άρθρα και δημοσιεύσεις, και σιγά σιγά άρχισα να μελετάω περισσότερο για με τα μπρουταλιστικά κτίρια. Ήταν σαν να μπήκα σε ένα ταξίδι στο χρόνο. Στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι σε αντίθεση με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, ο μπρουταλισμός και αυτά τα κτίρια βασίζονταν ευρέως σε επαναστατικά κοινωνικά οράματα».
Οράματα που σε ένα δημόσιο μάτι, το οποίο δεν έχει καθόλου πείρα, μεταφέρουν εικόνες κτιρίων που συμβολίζουν μια αρχιτεκτονική σχεδιασμένη για χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Θεωρεί, όμως ο Gritl, την αρχιτεκτονική ως μια μορφή κοινωνικού ελέγχου; «Η αλήθεια είναι ότι στις μέρες μας ο «μπρουταλισμός» γίνεται όλο και πιο μοντέρνος πάλι. Ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές δείχνουν ένα τρομερό ενδιαφέρον στη διατήρηση αυτών των δομών. Κι ένας από τους βασικούς λόγους πιστεύω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι αρχιτεκτονικές δομές συμβολίζουν μια ριζοσπαστική έκφραση κοινωνικών ιδεών. Η αρχιτεκτονική γενικότερα χρησιμοποιούνταν ως μέσο για την εκπροσώπηση και τη διαμόρφωση πολιτικών, κοινωνικών ή ιδεολογικών αξιών. Απλά θα ήθελα να περιγράψω αυτήν την μορφή του κοινωνικού ελέγχου ως «έμμεση» καθώς η επίδραση στο άτομο συμβαίνει ασυνείδητα και με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, ένα κτίριο με μια μεγάλη πόρτα στην είσοδο, που μπορεί να φτάνει τα τέσσερα μέτρα ή μια τεράστια αίθουσα που στηρίζεται σε στήλες ύψους δέκα μέτρων, δημιουργούν αυτόματα μια υποσυνείδητη αίσθηση σεβασμού και δέοντος».
Τον ρωτάω: «Υπάρχει ένα απόσπασμα από το «High-Rise» στην αρχική σελίδα του site σας. Αυτό είναι μάλλον το πιο προφανές βιβλίο για να αναφερθεί κάποιος όταν συζητάει για τον Ballard και την αρχιτεκτονική. Τι σας τράβηξε την προσοχή σε αυτό;». «Όταν έκανα τη διδακτορική μου διατριβή», μου απαντά, «σχετικά με τις κατοικίες μεγάλης κλίμακας του 1960 στο πανεπιστήμιο, ο καθηγητής μου συνέστησε να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα. Αμέσως, γοητεύτηκα από τη σκοτεινή δυστοπική ατμόσφαιρα του Ballard και την προκλητική του θέση ότι η παρουσία ενός τεράστιου αρχιτεκτονικού κτίσματος μπορεί να δημιουργήσει τόσο μεγάλη κοινωνική ένταση, με αποκορύφωμα τη δολοφονία, τη φθορά, την καταστροφή και ακόμη και την αναρχία. Η ιστορία αυτή με οδήγησε στο να φανταστώ πώς μια ριζοσπαστική, φουτουριστική μητρόπολη θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να γεράσει».
Οράματα που σε ένα δημόσιο μάτι, το οποίο δεν έχει καθόλου πείρα, μεταφέρουν εικόνες κτηρίων που συμβολίζουν μια αρχιτεκτονική σχεδιασμένη για χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Μπορεί η αρχιτεκτονική να λειτουργήσει ως μια μορφή κοινωνικού ελέγχου; «Η αλήθεια είναι ότι στις μέρες μας ο «μπρουταλισμός» γίνεται όλο και πιο μοντέρνος πάλι. Ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές δείχνουν ένα τρομερό ενδιαφέρον στη διατήρηση αυτών των δομών. Κι ένας από τους βασικούς λόγους πιστεύω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι αρχιτεκτονικές δομές συμβολίζουν μια ριζοσπαστική έκφραση κοινωνικών ιδεών. Η αρχιτεκτονική γενικότερα χρησιμοποιούνταν ως μέσο για την εκπροσώπηση και τη διαμόρφωση πολιτικών, κοινωνικών ή ιδεολογικών αξιών. Απλά θα ήθελα να περιγράψω αυτήν την μορφή του κοινωνικού ελέγχου ως «έμμεση» καθώς η επίδραση στο άτομο συμβαίνει ασυνείδητα και με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, ένα κτίριο με μια μεγάλη πόρτα στην είσοδο, που μπορεί να φτάνει τα τέσσερα μέτρα ή μια τεράστια αίθουσα που στηρίζεται σε στήλες ύψους δέκα μέτρων, δημιουργούν αυτόματα μια υποσυνείδητη αίσθηση σεβασμού και δέοντος».
Υπάρχει ένα απόσπασμα από το «High-Rise» στην αρχική σελίδα του Clemens Gritl. Αυτό είναι μάλλον το πιο προφανές βιβλίο για να αναφερθεί κάποιος όταν συζητάει για τον Ballard και την αρχιτεκτονική. O Clemens Gritl εξηγεί τι ήταν αυτό που του τράβηξε την προσοχή σε αυτό: «Όταν έκανα τη διδακτορική μου διατριβή σχετικά με τις κατοικίες μεγάλης κλίμακας του 1960 στο πανεπιστήμιο, ο καθηγητής μου συνέστησε να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα. Αμέσως, γοητεύτηκα από τη σκοτεινή δυστοπική ατμόσφαιρα του Ballard και την προκλητική του θέση ότι η παρουσία ενός τεράστιου αρχιτεκτονικού κτίσματος μπορεί να δημιουργήσει τόσο μεγάλη κοινωνική ένταση, με αποκορύφωμα τη δολοφονία, τη φθορά, την καταστροφή και ακόμη και την αναρχία. Η ιστορία αυτή με οδήγησε στο να φανταστώ πώς μια ριζοσπαστική, φουτουριστική μητρόπολη θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να γεράσει».
➪ Tα αποσπάσματα της συζήτησης με τον Clemens Gritl εμφανίστηκαν αρχικά στο blog “Καλειδοσκόπιο” του Γιάννη Παπαϊωάννου στo lifo.gr.
➪ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Επίσημο site του Clemens Gritl | Instagram