Ο Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν γράφει μία διαδρομή είκοσι ετών από το «Μακριά» του 2002 δίχως να ξεχνάει ποτέ τα προηγούμενά του έργα. Έχει έναν μοναδικό τρόπο σε κάθε του νέο να βάζει στοιχεία από τα προηγούμενα δημιουργώντας φανερές κι αθέατες γέφυρες. Επιστρέφει στα εδάφη του «Κάποτε στην Ανατολία», μας θυμίζει τον Χρυσό του Φοίνικα με τη «Χειμερία Νάρκη» και ως έναν βαθμό θα μπορούσαμε να πούμε πως με τα «Ξερά Χόρτα» δίνει μία έμμεση συνέχεια στην «Άγρια Αχλαδιά». Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, βραβεύτηκε για την ερμηνεία της Μερβέ Ντισντάρ, έκανε πανελλήνια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Αθήνας κι από σήμερα την παρακολουθούμε στις αίθουσες ολόκληρης της Ελλάδας.
Σε μία τοποθεσία που ο χειμώνας με το καλοκαίρι εναλλάσσονται με άγριο τρόπο, ο δημιουργός αναζητεί λίγο χώρο και χρόνο για την άνοιξη. Για μία περίοδο που τα πάντα θα έχουν τη δυνατότητα να ανθίσουν και να εξελιχθούν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν είναι μόνο η μητέρα Φύση, αλλά κι οι ίδιοι οι άνθρωποι που ο εγκέφαλός τους έχει ανάγκη να πάρει μέσα από τις εικόνες τα ανάλογα ερεθίσματα, ώστε να πλημμυρίσει ντοπαμίνη τον οργανισμό τους. Σε διαφορετική περίπτωση το σύστημα πάσχει. Βλέποντας κανείς ακόμα πιο βαθιά, θα μπορούσε να πει πως έχουμε κι ένα έμμεσο σχόλιο ευρύτερα για τον κόσμο, για την κλιματική αλλαγή, τις συνέπειές της και τις εποχές που χάνονται.
Ένας δάσκαλος Καλών Τεχνών διανύει την τέταρτη χρονιά του στην επαρχία. Ο Σαμέτ ονειρεύεται τη στιγμή που θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Στη διαδρομή του όμως η μοίρα έχει αποφασίσει να του στείλει τη Σεβίμ, τον Κενάν και τη Νουράι. Σύντομα αρχίζει να ξεδιπλώνεται ο μίτος της πλοκής. Δυναμικές σχέσεις, απευθείας επικοινωνία, στιχομυθίες, έντονοι διάλογοι. Μία κοινωνία που έχει υποστεί πολλές ήττες και μοιάζει ανήμπορη να τις διαχειριστεί. Ο Τσεϊλάν πιστός στις αξίες και στα πιστεύω του για έναν παραστατικό κινηματογράφο σκιαγραφεί το προφίλ των πρωταγωνιστών του και σκιαγραφεί την κάθε περίπτωση.
Υπάρχουν στιγμές όμως που η επιβλητική μαγεία της εικόνας κάνει τα λόγια να μοιάζουν περιττά. Περιμένεις τη στιγμή που θα σταματήσουν οι χρονοβόρες στιχομυθίες και τότε έρχεται η επιβράβευση της αναμονής μέσα στα εξαιρετικά πλάνα. Επηρεασμένος από το έργο του κορυφαίου Ιρανού, Αμπάς Κιαροστάμι μοιράζεται με το κοινό το μαύρο, την απελπισία της κοινωνίας του μέσα στη λάμψη της γης που τον γέννησε. Δεν είναι τυχαίο ότι στο κεντρικό φόντο τίθεται ένας άνθρωπος του Πολιτισμού. Είναι όμως κι αυτός «κορεσμένος». Έχει παραιτηθεί, έχει χάσει την πίστη του σε κάθε συλλογικό στόχο και διεκδίκηση.
Το σχολείο γίνεται ο μοχλός για να αναπτυχθεί ένα αιχμηρό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο. Αναζητείται η φόρμουλα για τη συγκρότηση ικανών προσωπικοτήτων με κριτική σκέψη πέρα από τον βαθμοθηρικό χαρακτήρα των μονάδων εκπαίδευσης. Θέλουμε σκεπτόμενους ανθρώπους, ικανούς να είναι χρήσιμα γρανάζια (με την καλή έννοια) στον κοινωνικό ιστό. Όλα αυτά οφείλει να μας τα μεταλαμπαδεύσει το σχολείο. Μαζί με την εργατικότητα, την ευγένεια, την πίστη στην ηθική. Δεν έχει σύνορα αυτό το μήνυμα και φυσικά ο κοσμογυρισμένος Τούρκος συγγραφέας δεν εγκλωβίζεται σε τείχη, όσο κι αν αγαπάει την πατρίδα του παρά τα δεινά που προκαλεί στους συμπατριώτες του.
Ήρεμες στιγμές φωτογραφίζοντας, ξεσπάσματα στην τάξη, μοναξιά και επαφή. Το παζλ των 197΄είναι σύνθετο. «Οτιδήποτε όμορφο σε αυτόν τον κόσμο, παγιδεύεται στους ιστούς που υφαίνουμε». Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν πως έχουν τη δύναμη να κάνουν όμορφα πράγματα, υπάρχει όμως ένα αόρατο χέρι (όχι αυτό της αγοράς στην προκειμένη περίπτωση) που δεν τους αφήνει να νιώσουν γεμάτοι και ολοκληρωμένοι. Ο Τσεϊλάν μέσα από την ιστορία του Σαμέτ δίνει ένα ακόμα επεισόδιο στη σπουδαία του φιλμογραφία μου. Η αίσθησή μου είναι όμως πως αφήνει και πάλι “εκκρεμότητες” που θα απαντηθούν σε ένα από τα επόμενα. Γράμμα λατρείας στους κατοίκους της Τουρκίας που θέλουν, αλλά δεν μπορούν και ταυτόχρονα στο ίδιο το σινεμά που οφείλει να είναι η Τέχνη της εικόνας.