«Είναι παράξενο: υπάρχουν κάποιες ταινίες που κυκλοφορούν ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, και αυτό συνέβη με το “Παρίσι, Τέξας”. Δεν ξέρω αν είναι τύχη ή μοίρα ή ο συνδυασμός αυτών των δύο. Στην περίπτωσή μου, ο Χάρι Ντιν Στάντον ήταν εκεί την ιδανική στιγμή, η Ναστάζια Κίνσκι βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της, ήταν το πρώτο σενάριο του Σαμ Σέπαρντ και ο Ry Cooder που έγραψε τη μουσική ήθελε να αποδείξει την αξία του. Αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ ήταν να μην τα γαμήσω όλα».
Με αυτά τα λόγια θυμάται, εξομολογούμενος πρόσφατα στην ισπανική εφημερίδα El Pais ο Wim Wenders την διαδικασία των γυρισμάτων ίσως της πιο εμβληματικής του ταινίας στο Τέξας.
Το «Paris, Texas» έναν χρόνο αργότερα θα κέρδιζε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, αν και δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τα Όσκαρ καθώς σαμποταρίστηκε από την ίδια της την εταιρεία διανομής.
«Η Twentieth Century Fox το αγόρασε για τη διανομή στις ΗΠΑ. Ετοίμασαν μια έξυπνη καμπάνια, σκέφτηκαν ακόμη και την προοπτική των Όσκαρ. Ξαφνικά όμως, η διοίκηση του στούντιο αντικαταστάθηκε και μέσα σε τρεις εβδομάδες ακόμη και οι ρεσεψιονίστ ήταν διαφορετικοί. Τα νέα στελέχη δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τις ιδέες των προηγούμενων», λέει στην εφημερίδα ο Βέντερς.
Το αρχικό σχέδιο του Βέντερς ήταν, όπως λέει, «να κάνω μια ταινία στην αμερικανική Δύση, σ’ αυτά τα απέραντα τοπία. Ήταν και παραμένει ακόμα ξεκάθαρο για μένα ότι δεν μπορείς να κάνεις ταινίες με θέματα, ότι αυτά μπορούν να προκύψουν μόνο από τους χαρακτήρες. Και αν κάποιος ήξερε αυτά τα τοπία και αυτούς τους χαρακτήρες, αυτός ήταν ο Σαμ Σέπαρντ. Ο Σαμ πάντα έγραφε για τη Δύση».
«[Ο Σαμ] Μού είπε “Μπορείς να βρεις όλη την Αμερική σε μία μόνο πολιτεία: το Τέξας”».
Ο Βέντερς τον άκουσε και ακολούθησε την συμβουλή του, ενώ κομβικό ρόλο στην ταινία έπαιξε και η γενναία ερμηνεία του Χάρι Ντιν Στάντον.
«Για πολλούς μήνες ήμουν ο ψυχοθεραπευτής του Χάρι. Ένιωθε άσχημος και γέρος. Ήταν 35 χρόνια μεγαλύτερος από τη Ναστάζια [Κίνσκι]», θυμάται ο Βέντερς, ενώ προσθέτει εμφατικά και ένα φοβερά ενδιαφέρον trivia αναφορικά με τον Στάντον:
«Όταν τελικά πήγαμε στο φεστιβάλ των Καννών, του είπα ότι δεν μπορούσα πια να είμαι διαρκώς στη διάθεσή του και ότι θα έπρεπε να βρει κάποιον άλλον να τον συνοδεύει. Ο Χάρι πλήρωσε για να πάει μαζί του στο ταξίδι ένας νεαρός ηθοποιός που στεκόταν δίπλα του ώρα με την ώρα, υποστηρίζοντάς τον αδιάκοπα. Αυτός ο νεαρός ήταν ο Σον Πεν».
Wim Wenders, γέννημα-θρέμμα του σινεμά
Γεννημένος στο Ντίσελντορφ το 1945, ο 78χρονος σήμερα Βέντερς εγκατέλειψε τις σπουδές του στην ιατρική και τη φιλοσοφία, πήγε στο Παρίσι για να γίνει ζωγράφος και πέρασε πολλές χιλιάδες ώρες στη Cinémathèque Français, όπου κρυβόταν στις τουαλέτες ανάμεσα στις προβολές, ώστε να μπορεί να βλέπει τέσσερις ταινίες την ημέρα στην τιμή ενός εισιτηρίου.
«Είδα περίπου 15.000 ταινίες σε ένα χρόνο – όλη την ιστορία του κινηματογράφου και τότε συνειδητοποίησα ότι υπήρχε κάτι εκεί μέσα που ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από οτιδήποτε είχα ονειρευτεί», είχε πει μετά από χρόνια, λίγο αφού πρώτα έγινε φοιτητής κινηματογραφικής σχολής στο Μόναχο, παραδίδοντας το 1970, στα 25 του χρόνια, την πρώτη του ταινία και ντεμπούτο μεγάλου μήκους, το «Summer in the City», με θέμα έναν πρώην κατάδικο που περιπλανιέται από το Μόναχο στο Βερολίνο.
Οι πολαρόιντ του Wim Wenders
O διάσημος Γερμανός σκηνοθέτης είχε πάθος και με τη φωτογραφία, παρουσιάζοντας προ ετών σε μια έκθεση στο Βερολίνο τις εκατοντάδες φωτογραφίες που είχε τραβήξει σε διάφορα ταξίδια του ανά την Ευρώπη και την Αμερική.
Οι πολαρόιντ αυτές έχουν τραβηχτεί στην πιο παραγωγική περίοδο του σκηνοθέτη, στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν γύριζε την περίφημη «Τριλογία του Δρόμου» του, δηλαδή τις ταινίες «Η Αλίκη στις Πόλεις» (1974), «Λάθος Κίνηση» του 1975 και «Στο Πέρασμα του Χρόνου» του 1976, ενώ αρκετές εξ’ αυτών φτάνουν μέχρι το 1988.
O ίδιος λέει ότι όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες σε μια χρονική περίοδο όπου «δεν υπήρχε θλίψη και θυμός, δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο αθωότητα, όχι μόνο από μένα, αλλά από όλους γύρω μου. Οι ταινίες που κάναμε τότε γίνονταν από την μια μέρα στην άλλη, δίχως ιδιαίτερη σκέψη. Τις κάναμε με το ένστικτο και κάπως έτσι τράβαγα κι αυτές τις φωτογραφίες».
Ο Βέντερς υπολογίζει ότι τράβηξε περισσότερες από 10.000 φωτογραφίες σε περίπου 15 χρόνια που η καριέρα του βρισκόταν στο απόγειό της, κάτι σαν οπτικό σημειωματάριο της καθημερινότητάς του, αλλά λιγότερες από 3.500 έχουν απομείνει.
«Η αλήθεια είναι ότι απλά τις χάριζες. Είχες μπροστά σου τον άνθρωπο του οποίου την φωτογραφία είχες μόλις βγάλει και ήταν σαν εκείνος να είχε περισσότερα δικαιώματα πάνω της απ’ ότι εσύ. Οι πολαρόιντ με βοήθησαν στο να κάνω τις ταινίες μου, αλλά δεν τις έβγαζα για να τις κρατήσω. Ήταν “μιας χρήσης”», σημειώνει.
«Η φωτογραφική μηχανή», λέει, «αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι κι εργαλείο ενός ταξιδιού, όπως το αυτοκίνητο ή το αεροπλάνο».
Ένα χόμπι που ξεκίνησε νωρίς
Ο Βέντερς απέκτησε την πρώτη του κάμερα, ως παιδί στο Ντίσελντορφ από τον γιατρό πατέρα του. «Φωτογράφιζα σε όλη μου τη ζωή αλλά ποτέ δε σκέφτηκα τον εαυτό μου ως φωτογράφο» λέει ο Βέντερς. «Μου άρεσε πολύ να ασχολούμαι με τα τεχνικά της φωτογραφίας, αλλά αν ποτέ ήθελα να τραβήξω μια φωτογραφία για κάτι, δεν θα το έκανα ποτέ με μια πολαρόιντ», αστειεύεται σήμερα.
Παρόλ’ αυτά, εκ των υστέρων, βλέπει πως είχε άδικο και πως η όλη διαδικασία της λήψης με μια πολαρόιντ είχε κάτι το ρομαντικό που δεν συναντάμε σήμερα.
«Η όλη διαδικασία των πολαρόιντ δεν έχει καμία σχέση με τη σύγχρονη εμπειρία. Σήμερα βλέπουμε πάνω στην οθόνη ψηφιακές εικόνες έτοιμες να περάσουν στη λήθη, τις οποίες μπορούμε να σβήσουμε ή να προσπεράσουμε με μια κίνηση του δαχτύλου μας. Τότε, παρήγαγες και σου ανήκε ένα πρωτότυπο. Ήταν ένα αληθινό αντικείμενο, όχι κάποιο αντίτυπο ή μια ανατύπωση. Είχες στα χέρια σου κάτι δεν μπορούσε να πολλαπλασιαστεί, ούτε να επαναληφθεί. Δεν μπορούσες παρά να νιώσεις ότι είχες κλέψει αυτή την εικόνα από τον κόσμο. Είχες μεταφέρει ένα κομμάτι του παρελθόντος μέσα στο παρόν», καταλήγει με νόημα ο γερμανός σκηνοθέτης.
Anselm: Η 3D ταινία για τον εικαστικό Άνσελμ Κίφερ
Ο Wenders, ακριβώς 40 χρόνια μετά το εμβληματικό road movie του «Paris, Texas», κυκλοφορεί ταυτόχρονα δυο νέες ταινίες εξακολουθώντας να συναρπάζει κοινό και κριτικούς.
Αφενός δημιουργεί το πορτραίτο ενός από τους σημαντικότερους και πιο πρωτοποριακούς ζωγράφους και γλύπτες του καιρού μας, του Άνσελμ Κίφερ (Anselm Kiefer). Γυρισμένη σε 3D, η ταινία βυθίζει το κοινό σε ένα μοναδικό κινηματογραφικό ταξίδι που διαπερνά το δημιουργικό έργο ενός άντρα που εμπνέεται από την λογοτεχνία, την ποίηση, την ιστορία, την φιλοσοφία, την επιστήμη, την μυθολογία και την θρησκεία, ώστε να εξερευνήσει την ανθρώπινη ύπαρξη και την κυκλική φύση της ιστορίας.
Για περισσότερο από δύο χρόνια, ο Βέντερς ακολούθησε την καλλιτεχνική πορεία του Άνσελμ Κίφερ, συνδέοντας στάδια της ζωής του με σημαντικά μέρη της καριέρας του, η οποία μετράει ήδη πάνω από πέντε δεκαετίες.
«Ο Άνσελμ Κίφερ και εγώ γεννηθήκαμε στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου∙ εκείνος μερικούς μήνες νωρίτερα, εγώ μερικούς μήνες αργότερα. Περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια στην ίδια διαλυμένη χώρα με μία κατεστραμμένη εικόνα, γεμάτη ενήλικες, μεταξύ των οποίων συγγενείς και δασκάλους, που επιθυμούσαν διακαώς να δημιουργήσουν ένα μέλλον για εκείνους και είτε να ξεχάσουν το παρελθόν, είτε να υποκρίνονται πως δεν συνέβη ποτέ. Όσο ο Άνσελμ σπούδαζε νομική, εγώ σπούδαζα ιατρική στο ίδιο πανεπιστήμιο. Μπορεί να είχαμε συναντηθεί τότε, αλλά και οι δύο διαλέξαμε διαφορετικές πορείες: εκείνος σπούδασε σε ακαδημία καλών τεχνών, εγώ σε σχολή κινηματογράφου. Ωστόσο, επειδή τίποτα δεν είναι τόσο καθοριστικό όσο οι πρώτες σου εμπειρίες, έχουμε πολλά κοινά. Προφανώς, εκφράσαμε τις παιδικές μας εμπειρίες με πολύ διαφορετικούς τρόπους», σημειώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, συμπληρώνοντας εμφατικά ότι:
«Με τον Άνσελμ γνωριστήκαμε το 1991, όταν εκείνος ετοίμαζε μία μεγάλη παράσταση στη Neue Nationalgalerie στο Βερολίνο. Δειπνούσαμε μαζί σχεδόν κάθε βράδυ στο κλειστό πλέον Exil. Καπνίζαμε, πίναμε και μιλάγαμε πολύ. Η έκθεσή του με συνεπήρε, ήταν φανταστική και αφυπνιστική. Στις συζητήσεις μας, εκφράσαμε την ιδέα να κάνουμε μία ταινία μαζί. Αλλά όσο εγώ ήμουν απασχολημένος με τις ταινίες “Όπως το Τέλος του Κόσμου” και “Τόσο Μακριά, Τόσο Κοντά!”, εκείνος μετακόμισε στη νότια Γαλλία και χαθήκαμε για λίγο. Κάθε τόσο, επικοινωνούσαμε και η ιδέα της ταινίας παρέμενε ζωντανή. Αλλά, όταν ένας κοινός μας φίλος με πήγε στο Barjac, όπου ο Άνσελμ δούλευε για τριάντα χρόνια, δημιουργώντας μια απίστευτη και ολοκληρωμένη τοπογραφική δουλειά διάφορων αρχιτεκτονικών κατασκευών, υπόγειων κρυπτών, περιπτέρων και γιγαντιαίων αμφιθεάτρων, ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε πως είναι “ή τώρα ή ποτέ”. Δεν είχα δει τίποτα παρόμοιο. Όταν συνάντησα τον Άνσελμ εκεί, ήταν λες και συνεχίσαμε από εκεί που μείναμε πριν έντεκα χρόνια. Λίγο αργότερα, τον επισκέφτηκα στο τωρινό του στούντιο κοντά στο Παρίσι και τότε συμφωνήσαμε τελικά να κάνουμε την ταινία».
Ταυτόχρονα, ο Βέντερς κυκλοφορεί αυτές τις μέρες και την ταινία «Οι Τέλειες Μέρες» [Perfect Days], σε σενάριο των Βέντερς και Τακούμα Τακασάκι. Η πολυαναμενόμενη ταινία συνδυάζει τέσσερα διηγήματα, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι ο Βέντερς είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης, φωτογράφος και πρωτοπόρος του σινεμά -αλλά πάνω απ’ όλα παραμένει ένα ανήσυχο πνεύμα.