Σε μία κινηματογραφική χρονιά που έκαναν νέες ταινίες ο Τζαφάρ Παναχί («Νο Βears») και ο γιος του, Πανάχ («Φύγαμε»), ο Χουμάν Σεϊέντι κατάφερε να λάβει το χρίσμα, ώστε το δικό του έργο να είναι αυτό που θα εκπροσωπήσει την πατρίδα στην κατηγορία του OSCAR Διεθνούς. Ο δικός του «Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος» αποτελεί ένα βαθιά συμβολικό έργο. Δημιουργεί ουσιαστικά βάσει περιεχομένου μία γέφυρα μεταξύ των φρικαλεοτήτων του Β΄Παγκοσμίου και του σημερινής «υβριδικής» μορφής συνεχόμενων συγκρούσεων σε όλα τα επίπεδα.
Ο πρωταγωνιστής μας εργάζεται στα σκηνικά ως εργάτης, έχοντας βοηθητικό ρόλο κι αναμένεται στην ταινία για τον Αδόλφο Χίτλερ να έχει μία συμμετοχή ως κομπάρσος. Ξαφνικά η ζωή τον φέρνει στην πρώτη γραμμή. Ο ίδιος δε γνωρίζει καν ποιον υποδύεται. Σε αυτό ακριβώς το σημείο γίνεται ένα έμμεσο σχόλιο για τη γνώση της ιστορίας – την μόρφωση – και την αξία αυτής σχετικά με τον καθορισμό ενός καλύτερου μέλλοντος. Ο Σακίμπ έχει καλή ψυχή, πληγωμένη και χτυπημένη από την μοίρα.
Από τη διαχείριση της απώλειες συζύγου και τέκνου από έναν ΣΕΙΣΜΟ, μέχρι τους δημιουργούς που καταλήγουν να είναι από πρεσβευτές του πολιτισμού γρανάζια της αυθαιρεσίας της ΕΞΟΥΣΙΑΣ πρόκειται για ένα απόλυτα επίκαιρο φιλμ. Οι συγκρούσεις εσωτερικές και εξωτερικές είναι διαδοχικές. Μοιάζει να μην υπάρχει περιθώριο ρομαντισμού. Κυριαρχούν ο κυνισμός και η εκμετάλλευση σε όλες τις εκφάνσεις της. Η υπομονή όμως εξαντλείται, όπως μία κλεψύδρα που αδειάζει.
Το ξέσπασμα είναι θέμα χρόνου. Δύο κόσμοι συγκρούονται. Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον Μόχσεν Ταναμπάντε και Καλύτερης Ταινίας στο τμήμα «Οrrizonti» στη Βενετία. Η βία γεννά πάντα βία. Η καταστολή μπορεί να προκαλεί φόβο, ωστόσο οι άνθρωποι που τη βιώνουν κάποια στιγμή θα εξεγερθούν. Μία μομφή προς το καθεστώς του Ιράν από τον Σεϊέντι. Η Τέχνη είναι «φθηνή» (έργο για τον Χίτλερ), όπως παρουσιάζεται. Ο δημιουργός θέλει να δείξει με κάθε τρόπο το σαθρό σύστημα, που έχει επηρεάσει την κοινωνία.
Με συγκίνηση παρακολουθήσαμε την ταινία στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο. Από την Πέμπτη έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες και αποτελεί πρόταση της στήλης μας, καθώς παρουσιάζει τον «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Μπορεί να μας δώσει αρκετές προεκτάσεις για δεύτερες σκέψεις και συσχετισμούς με το παρόν. Μπορεί να μην έφτασε μέχρι την τελική πεντάδα, όπως το «Close» του Λούκας Ντοντ, που αναλύσαμε την περασμένη Πέμπτη, ωστόσο αποτελεί μία ειλικρινή κατάθεση ψυχής από έναν σκηνοθέτη που τόσο στο θέατρο, όσο και στον κινηματογράφο έχει κάνει σπουδαία δουλειά.