Τα βαριά τύμπανα του «Lust for Life» ακούγονται εκκωφαντικά από την οθόνη, δείχνοντάς μας ένα τσούρμο περιθωριακών νέων να προσπαθούν να αποφύγουν την σύλληψη. Ο Iggy Pop τραγουδάει για το «πάθος για την ζωή», αλλά ποιο είναι αλήθεια αυτό το πάθος, αυτή η αγάπη που θα έπρεπε όλοι μας να ακολουθούμε με τόση προσήλωση;
Το «Trainspotting» στο ξεκαθαρίζει αυτό εξαρχής: τίποτα από τα καταναλωτικά αγαθά που μαζεύεις επιμελώς στο σπίτι σου δεν θα σου δώσει αυτή την αίσθηση της αγάπης που είσαι ζωντανός και αναπνέεις.
Αυτη την αίσθηση θα σου την προσφέρουν μοναχά δυο πράγματα: τα ναρκωτικά (ελαφριά ή μη) και ο χορός, το ξέδωμα στα νυχτερινά κλαμπ, ακούγοντας στη διαπασών τα αγαπημένα σου ροκ ή ηλεκτρονικά τραγούδια.
Η καθημερινή ζωή είναι βαρετή, η μονοτονία της καθημερινότητας σε εγκλωβίζει, ειδικά αν είσαι ένας νέος άνθρωπος κάπου μεταξύ 18-30 ετών και η μόνη σου διέξοδος είναι μια γραμμή κόκας, ένα φιξάκι ηρωίνης, λίγο ecstasy ή μερικά poppers. Και μετά… απλά χορός μέχρι ο οργανισμός σου να τιλτάρει. Να βαρέσει μπιέλα.
Το πραγματικό lust for life δεν εδράζεται σε μεσο (ή μικρο-)αστικά σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά μέσα στα λονδρέζικα κλαμπ ή τα ξενυχτάδικα της Γλασκώβης και του Εδιμβούργου, όπου διαδραματίζεται το «Trainspotting».
Η μουσική σε παίρνει κάθε νύχτα από το χέρι και, μαζί με μια… υγιή δόση από τα ναρκωτικά της αρεσκείας σου σε οδηγεί στην Γη της Επαγγελίας για την οποία μιλάει ο Iggy Pop. Τα υπόλοιπα είναι αηδίες (κατά τον συγγραφέα Irvine Welsh).
Και μετά, λίγες ώρες μετά, όταν ο οργανισμός σου έχει «γκώσει» από τις καθημερινές σου υποχρεώσεις, αυτό που οφείλεις στον εαυτό σου είναι να μπεις σε ένα κλαμπ, αφού πρώτα έχεις κάνει τις μόντες σου με τον ντίλερ σου, να πιεις μια φθηνή μπίρα και να κοζάρεις τον κόσμο γύρω σου να απελευθερώνεται διαμέσου του χορού.
Να ακούς σχεδόν τον ιδρώτα να πέφτει στο πάτωμα, στο ίδιο αυτό πάτωμα που ενδέχεται να συρθείς και εσύ σε λίγες ώρες, μετά από ποιος ξέρει πόσα ποτά και άλλα τόσα ναρκωτικά βάλεις μέσα στο σύστημα σου προκειμένου να έχεις αυτήν την τόσο δα μικρή διέξοδο. Την απόδραση από την σκατίλα που σε περιβάλλει.
Και, ποιος ξέρει, ίσως κάποια στιγμή, την ώρα που οι Sleeper διασκευάζουν το «Atomic» των Blondie, να πάρεις μια κοπέλα ή ένα αγόρι από το χέρι, να του ή να της σιγοψιθυρίσεις στο αυτί «Tonight—make me tonight….» και να φύγετε μαζί από τα 125 bpm και τα 140 ντεσιμπέλ, κάπου μόνοι σας, κάπου πιο ήσυχα, όπως ο Renton με την Diane, να ξεχάσετε για λίγο τις ζωές σας και να μπείτε, για λίγες ώρες, σε μια (κατά Στέρεο Νόβα) Νέα Ζωή, πολύ πιο φιλήδονη, «σπρωγμένοι» από όλα αυτά που λαμβάνουν χώρες στους νευροδιαβιβαστές τους εγκεφάλου σας μετά από την γενναία αυτή επίδραση του κοκααιθυλενίου.
Η Γη της Ευφορίας για τον Ρέντον, το «Αρρωστάκι», τον Σπαντ, τον Τόμι και τον Φράνσις είναι κοντά -το «Trainspotting» καταγράφει την ζωή εκεί με χρώματα, από τα πιο φωτεινά έως τα πιο μελανά, είναι ειλικρινές, είναι ωμό, είναι κυνικό μέσα στην τρυφερότητά του και τρυφερό μέσα στην κυνικότητά του.
Είναι η ταινία που κατέγραψε, όρισε και καθόρισε όλη την drug και rave κουλτούρα της βρετανικής εργατικής τάξης.
Οταν η rave και η drug culture δεν γίνεται αποδεκτή στην Ελλάδα
Τον Οκτώβριο του 1996 το «Trainspotting» κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες. Και οι αυθεντικοί Ταλιμπάνοι της εγχώριας νεο-ορθοδοξίας και του νεο-συντηρητισμού βρήκαν ευκαιρία να ξεσπαθώσουν. Ετσι, μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, την πρώτη ημέρα της προβολής της ταινίας, όπως αναφέρουν τα ΜΜΕ της εποχής εκείνης, στάλθηκε εισαγγελέας προκειμένου να αποφανθεί αν «το περιεχόμενο της ταινίας παροτρύνει τους νέους σε χρήση των ναρκωτικών».
Αν όντως διαπίστωνε ότι η ταινία αποτελεί «διαφήμιση και ύμνηση» των ναρκωτικών ουσιών θα προχωρούσε στην απαγόρευση της προβολής της, οπότε αν κάποιος αιθουσάρχης επέλεγε να την παίξει στο σινεμά του… κινδύνευε με σύλληψη με τη διαδικασία του αυτόφωρου η οποία θα συνοδευόταν από την κατάσχεση της ταινίας.
«Είναι παντελώς απαράδεκτη κάθε είδους επέμβαση σε καλλιτεχνικό έργο, γιατί αυτό είναι μία μορφή προληπτικής λογοκρισίας τη στιγμή που το αίσχος της τηλεόρασης οργιάζει εντελώς ελεύθερο», δήλωνε τότε δικαίως ο πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Νικηφόρος Βρεττάκος, ενώ και ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ευάγγελος Βενιζέλος είχε εκφράσει και αυτός την αντίθεση του στην εισαγγελική παρέμβαση αναφέροντας σε ανακοίνωση του ότι «οι απαγορεύσεις και αμφισβητήσεις έχουν συμβάλλει μέχρι στιγμής στην ενίσχυση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για τις συγκεκριμένες ταινίες».
Το αποκορύφωμα όλου αυτού του πρωτοφανούς καραγκιοζιλικιού ήταν όταν στις 18 Οκτωβρίου του 1996 ο εισαγγελέας Ισίδωρος Ντογιάκος έφτασε σε έναν από τους έξι κινηματογράφους της Αθήνας που πρόβαλαν την ταινία, συνοδευόμενος από έξι αστυνομικούς. Μάλιστα, είδε την ταινία δύο φορές και τελικά αποφάνθηκε ότι «η ταινία δεν διαφημίζει την χρήση ναρκωτικών και δεν προτρέπει τρίτους σε χρήση τους», επιτρέποντας να συνεχίσει κανονικά η προβολή της ταινίας.