Όλοι μιλούνε για την «Βαβυλώνα» του Ντάμιεν Σαζέλ: θα σηκώσει ή όχι κάποιο Όσκαρ η πολυσυζητημένη ταινία που ακολουθεί την άνοδο και την πτώση πολλών διασήμων σταρ της δεκαετίας του 1920, των «Roaring Twenties» των ΗΠΑ, μιας περιόδου πρωτοφανούς παρακμής και ακολασίας; Και, διόλου τυχαία, την ίδια χρονική περίοδο που το Χόλιγουντ έκανε τα πρώτα του βήματα μέχρι να γίνει η ισχυρότερη κινηματογραφική βιομηχανία του κόσμου.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που παρουσιάζονται είναι μεν προϊόν μυθοπλασίας, στηρίζονται όμως σε πραγματικούς χαρακτήρες της εποχής. Ας πούμε, ο Μπραντ Πιτ, υποδύεται τον Τζακ Κόνραντ, μια καρικατούρα του Τζον Γκίλμπερτ, με αρκετά στοιχεία από τον Ντάγκλας Φέρμπανκς και τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. Η Μάργκοτ Ρόμπι η οποία συμπρωταγωνιστεί ως Νέλι ΛαΡόι, θυμίζει την Κλάρα Μπόου, την πιο διάσημη ηθοποιό της εποχής της, ενώ η Λι Τζουν Λι, ως λαίδη Φέι Σου, παραπέμπει ευθέως στην Αννα Μέι Γουόνγκ, την πρώτη κινέζα ηθοποιό που κατάφερε να κάνει μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ, αναφέρει το Chron.
Γράφοντας το σενάριο, ο Σαζέλ άντλησε στοιχεία από διάφορες προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες για τη «Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ», αν και είναι είναι ξεκάθαρο ότι έχει εμπνευστεί ευρέως και εκτενώς από το σκανδαλώδες βιβλίο «Hollywood Babylon» του Κένεθ Ανγκερ, όπως υποστηρίζει η Daily Mail.
Ο Άνγκερ είναι, ίσως, ο πιο διάσημος από τους underground σκηνοθέτες του αμερικανικού σινεμά. Ταινίες του, όπως το «Fireworks» και το «Scorpio Rising», προκάλεσαν σάλο αντιδράσεων όταν προβλήθηκαν για πρώτη φορά και απαγορεύτηκαν ως «πορνογραφικές». Ο Άνγκερ – ένας πραγματικός «μάστορας» του avant–garde σινεμά – επικρίθηκε ευρέως στην εποχή του επειδή οι ταινίες του διαθέτουν συχνές αναφορές στον σατανιστή Άλιστερ Κρόουλι, ωστόσο, τόσο ο Μάρτιν Σκορσέζε, όσο και ο Ντέιβιντ Λιντς έχουν δηλώσει κατά καιρούς ότι έχουν επηρεαστεί από το σινεμά του Ανγκερ.
Το «Fireworks», το οποίο γυρίστηκε το 1947, όταν ο Άνγκερ ήταν μόλις 20 χρονών, είναι η πρώτη του ταινία από τις 9 που αποτελούν την ενότητα «Magick Lantern Cycle», αυτές δηλαδή που αποτίνουν φόρο τιμής στον Κρόουλι, αν και η διασημότερη όλων ταινία του είναι είναι το «Scorpio Rising» του 1964. Ο Άνγκερ γύρισε την 29λεπτη ταινία στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με αληθινούς μηχανόβιους για ηθοποιούς και την «έντυσε» με ποπ επιτυχίες που έπαιζαν στο ραδιόφωνο την εποχή εκείνη.
Το underground φιλμ εξερευνεί τον «μύθο» του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν, αλλά και τις τελετουργίες των νεοϋορκέζων μοτοσυκλετιστών, από τη συντήρηση των μηχανών τους, μέχρι τις περιβόητες τελετές μύησης των νέων μελών στη συμμορία τους. Σε μια σκηνή ένας από τους μηχανόβιους φοράει το τζιν του και στο φόντο ακούγονται οι στοίχοι «she wore blue velvet…» – μια αναφορά που έκανε, τότε, μεγάλη εντύπωση στο νεαρό Ντέιβιντ Λιντς.
Ο ίδιος ο, 95χρονος σήμερα, Ανγκερ, έχει ζήσει μαι ζωή… στα άκρα: έχει γωρίσει τον Ζαν Κοκτώ μέχρι τους Rolling Stones,εχει συνευρεθεί με εκατοντάδες ανθρώπους, αλλά κυρίως έχει γράψει το περιβόητο βιβλίο «Hollywood Babylon» (1959), στο οποίο εκθέτει ανοικτά τα κρυμμένα μυστικά και τις πιο βαθιές και παρανοϊκές διαστροφές των σταρ του Χόλιγουντ, ανδρών και γυναικών.
Ο Ανγκερ τα γνώριζε αυτά γιατί ΕΙΝΑΙ ο ίδιος ένα παιδί του Χόλιγουντ. Ο γερμανικής καταγωγής Κένεθ Γουίλμπουρ Ανγκλμάιερ, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, γεννήθηκε το 1927 σε μια μεσοαστική οικογένεια πρεσβυτεριανών. Οταν ήταν μικρός χόρεψε στη σκηνή με τη Σίρλεϊ Τεμπλ και πριν καλά καλά κλείσει τα 7 του χρόνια, εμφανίστηκε στην ταινία του Μαξ Ράινχαρντ «Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» (1935) στον ρόλο του Πουκ.
Το 1950 προσκλήθηκε στη Γαλλία από τον Ζαν Κοκτώ, τον καλλιτεχνικό του ήρωα, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από το «Fireworks» (1947), και στο Παρίσι, με την βοήθεια του Κοκτώ, βρήκε δουλειά στη Cinémathèque Française, κατόπιν έγραψε μια σειρά άρθρων για το διάσημο κινηματογραφικό περιοδικό Cahiers du Cinéma και το 1959 μάζεψε τις φήμες που είχε κατά καιρούς ακούσει και τις έκανε βιβλίο, που δημοσιεύθηκε αρχικά στα γαλλικά με τίτλο «Hollywood Babylone».
Το 1964 τυπώθηκε στις ΗΠΑ η αγγλική μετάφραση του βιβλίου από κάποιον Μάρβιν Μίλερ. Το βιβλίο του έγινε αμέσως… καλτ και πούλησε δύο εκατομμύρια αντίτυπα, αν και ο ίδιος ο Ανγκερ δεν πήρε ούτε μία δεκάρα και έκανε αγωγή για να σταματήσει την έκδοση.
Τη δεκαετία του 1960, ο Ανγκερ έγινε μέλος του κύκλου του βρετανού γκαλερίστα Ρόμπερτ Φρέιζερ στο Λονδίνο και προσωπικός φίλος των Rolling Stones. Μάλιστα, αυτός ήταν που μίλησε στη Μαριάν Φέιθφουλ για το βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», το οποίο με τη σειρά του ενέπνευσε τον Μικ Τζάγκερ να γράψει το τραγούδι «Sympathy for the Devil».
Τα χρόνια πέρασαν και την δεκαετία του ’80 ο Ανγκερ έμενε σε ένα διαμέρισμα με τέσσερα δωμάτια βαμμένα εναλλάξ κόκκινα και μπλε, με τα ίδια χρώματα στα έπιπλα, τους τοίχους και τα στόρια, που εμπόδιζαν να μπει το φως της ημέρας. «Η κρεβατοκάμαρά του ήταν ένας “ναός” προς τιμήν του Εριχ φον Στροχάιμ, τον οποίο ο Ανγκερ χαρακτηρίζει στο βιβλίο του ως την “πιο διαταραγμένη ιδιοφυΐα που αμφισβήτησε ποτέ τα δόγματα του Χόλιγουντ]”. Ηταν ένας σκηνοθέτης που γύριζε σκηνές οργίων σε κλειστά πλατό, από τα οποία οι γυναίκες ηθοποιοί έβγαιναν από εκεί στα όρια της υστερίας, με σημάδια από μαστίγια και δαγκωματιές», συνοψίζουν τα άρθρα.
Γράφοντας το «Hollywood Babylon», ο Ανγκερ παρομοιάζει τον εαυτό του με τον ρωμαίο ιστορικό Σουητώνιο, ο οποίος στο έργο του «De Vita Caesarum» εξιστορεί τα έργα και τις ημέρες 12 διαδοχικών ρωμαίων αυτοκρατόρων, από τον Ιούλιο Καίσαρα έως τον Δομιτιανό. Είναι η αρχαιότερη ιστορία ανόδου και πτώσης αυτοκρατόρων, ένα μείγμα ηθικής, ύβρεως και νέμεσης, στην οποία το τίμημα της φήμης και του πλούτου είναι η τραγωδία και η δημόσια διαπόμπευση.
Ο Ανγκερ επηρεάστηκε κατά πολύ από τις διηγήσεις του ίδιου του «πνευματικού τπυ πατέρα». του Κρόουλι, ο οποίος επισκέφτηκε το Χόλιγουντ το 1916 και παρατήρησε «το πλήθος των σεξομανών, που ήταν τρελαμένοι με την κοκαΐνη» – ο ίδιος ο Κρόουλι ήταν εθισμένος και ο ίδιος επί πολλά χρόνια στα ναρκωτικά, πέθανε άλλωστε από overdose ηρωίνης.
«Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ακαταμάχητη γοητεία της αφήγησης του Ανγκερ, καθώς παρουσιάζει την Tinseltown [σ.σ: το παρατσούκλι του Χόλιγουντ] σε όλη της την παρανοϊκή υπερβολή και παρακμή της, με το βιβλίο του να τελειώνει με ένα από τα θρυλικά αποφθέγματα του Αλιστερ Κρόουλι που ταιριάζει «γάντι» στην ταινία του Σαζέλ: «Τίποτα δεν είναι αληθινό. Ολα επιτρέπονται».