Μπορεί μία ταινία να είναι τόσο αναγκαία όσο το “Queer” στις 20 Ιανουαρίου, ημέρα που ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέφει στον Λευκό Οίκο; H απάντηση είναι ναι, κατηγορηματικά ναι. Οι αγώνες τον ανθρώπων για θεμελιώδη δικαιώματα δόθηκαν και θα δίνονται καθημερινά. Σε έναν κόσμο που καθημερινά μαυρίζει, ο Λούκα Γκουαντανίνο (“Call me by your name”, “Αντίπαλοι) φωτίζει με χρώμα τους πρωταγωνιστές του και τους μετατρέπει σε κάδρα ζωγραφικής. Η υψηλή αισθητική είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ιταλού σκηνοθέτη που τολμάει να φέρει στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Γουίλιαμ Μπάροουζ. Αξίζει να σημειώσουμε μάλιστα πως κυκλοφόρησε το 1985, αρκετά μακριά από το 1950-52 που εκτυλίσσονται τα γεγονότα στην πόλη του Μεξικού. Έχει ξεκάθαρα ημιαυτοβιογραφικό χαρακτήρα και μεταφέρει μία υπαρξιακή διαδρομή που ακροβατεί μεταξύ της ηδονής και της πικρίας.
Ο Γουίλιαμ Λι νιώθει για πολλούς λόγους στο περιθώριο. Είναι συγγραφέας, αλλά όχι αναγνωρισμένος στο επίπεδο που θα ήθελε. Παλεύοντας με τα απωθημένα, τα τραύματα και τις ματαιώσεις του αναζητεί λύτρωση στις καθημερινές καταχρήσεις και σε λίγες στιγμές παροδικού έρωτα. Όμως η ουσία κι η πολυπόθητη ισορροπία κρύβονται στην επικοινωνία, την αποδοχή και την αγάπη που θα έρθουν να νικήσουν τη μοναξιά. Ήδη από την εισαγωγή αντιλαμβανόμαστε τη σύγχυση και το κλίμα της εποχής. «Δεν είμαι queer, είμαι διαμελισμένος», ακούγεται να λέει ο πρωταγωνιστής διευρύνοντας το μέγεθος του προβλήματος. Σαν μία κατάρα που τον έχει δέσει. Μία υπαρξιακή διαδρομή ενός ανθρώπου που νιώθει loser και το εκφράζει μέσα από τις σιωπές, το βλέμμα και τις κινήσεις του σώματος.
Τα λογοπαίχνια με τη λέξη “queer” που επαναλαμβάνεται δεκάδες φορές δείχνουν τον στιγματισμό. Το θυμικό έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τη λογική. Σύνδρομο στέρησης, εθισμός ουσιαστικά, σωματικά και ψυχολογικά. Η νιότη είναι μία φορά και περνάει γρήγορα. Αρκετοί δυσκολεύονται να αποδεχτούν το πέρασμα του χρόνου. Η μουσική των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος έρχεται και ντύνει εξαιρετικά το φόντο.
«Όλα σε τούτη τη χώρα καταρρέουν» και τότε και τώρα… Η πολυεπίπεδη ανάλυση του Λι δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Διψάει για καύλα, προκειμένου να καλύψει τα κενά του. Οι στιγμές ηδονής και οι παροδικοί οργασμοί είναι το παυσίπονό του. Για να βρει όμως τη βαθύτερη αιτία της “νόσου” πρέπει να ψάξει μέσα του αντιμέτωπος με ένα κάτοπτρο. Να συνθλιβεί, να καταστραφεί, να πέσει χαμηλά, να διαλυθεί. Αυτό ακριβώς κάνει ο Ντάνιελ Κρεγκ, που από πράκτορας στα όρια μετατρέπεται σε έναν άνθρωπο με ευαισθησίες που δε φοβάται να αφεθεί και αποδίδει μοναδικά έναν δύσκολο ρόλο διαρκούς ακροβασίας.
Έρχεται η στιγμή του ταξιδιού. Το παραισθησιογόνο φυτό ως το μαγικό φίλτρο και η συσχέτιση με τα ψυχεδελικά μανιτάρια (κι όχι μόνο) του παρόντος. Οι άνθρωποι αναζητούν διεξόδους να νικήσουν το άγχος και την κατάθλιψη. Να αδειάσουν το μυαλό τους από τις έγνοιες και να απολαύσουν τη στιγμή. Να εκκρίνουν ντοπαμίνη και μη νιώθει ενοχικά γι΄αυτό. “Η γενιά σας δεν έμαθε ποτέ τις απολαύσεις”. Το ποτάμι δεν έχει επιστροφή. Έρχεται η ένωση σε πνευματικό, σε εγκεφαλικό επίπεδο κι ότι ακολουθεί μοιάζει απλά με κάτι προδιαγεγραμμένο.
Μαεστρικά ο Γκουαντανίνο συνθέτει εικόνες, συναισθήματα, νότες. Δημιουργεί ένα ντελίριο που είναι αδύνατο να αποδράσει ένας θεατής που μπορεί να συναισθανθεί τις αδυναμίες των συνανθρώπων του. Λι και Γιουτζίν (Ντριου Σάρκι) ως συλλέκτες εμπειριών που είναι αποφασισμένοι να ζήσουν. Ο καθένας με τη δική του οπτική για τα πράγματα και με τις δική του ανάγκη για σύνδεση. Μία μεταφορά που αγγίζει την τελειότητα και προσωπικά θα έλεγα πως αποτελεί την πιο πλήρη ταινία του σκηνοθέτη, ξεπερνώντας το “Call me by your name” και φυσικά τους “Αντιπάλους”. Από την περιπλάνηση στο μπαρ μέχρι τη ζούγκλα για την ανάγκη να “νιώσει” και να “αγγιχτεί”.