Κάποιες ταινίες σου δίνουν την αίσθηση πως δεν τις παρακολουθείς, σε παρακολουθούν. Σε κοιτούν κατάματα, όχι με τον κυνισμό της πραγματικότητας, αλλά με εκείνη τη μυστηριακή επιμονή του ονείρου που δεν μπορείς να θυμηθείς όταν ξυπνάς. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χιλιανού Ντιέγκο Σέσπεδες, είναι μια τέτοια περίπτωση, ένα φιλμ που δε σε κερδίζει με την πλοκή, αλλά σε αιχμαλωτίζει με την ατμόσφαιρα, με τον τρόπο που διαπερνά το δέρμα και φτάνει στα βάθη του ασυνείδητου. Υποψηφιότητα της Χιλής για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας.

Στη φαινομενικά απλή ιστορία του, η ταινία τοποθετείται σε μια μικρή πόλη της Χιλής, εκεί όπου η σκόνη της ερήμου μπλέκεται με τη σιωπή της φτώχειας και τη μυρωδιά του φόβου. Την περιρρέουσα ατμόσφαιρα καλύπτει μία αλλόκοτη φήμη: ότι μια ασθένεια εξαπλώνεται, μια “πανούκλα του πόθου” που μεταδίδεται μέσα από το βλέμμα (ή και όχι), μια μόλυνση που κάνει τους άντρες να ποθούν τους άντρες και στη συνέχεια να κουβαλούν έναν σταυρό για το υπόλοιπο της ζωής τους. Μια κοινωνία που έχει μάθει να ζει με τις απαγορεύσεις και τις προκαταλήψεις της, αρχίζει να διαλύεται από έναν φόβο που είναι ταυτόχρονα μεταφυσικός και ερωτικός. 

Ο Σέσπεδες, όπως ο Πασκάλ Φεραν ή ο Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι σε άλλες εποχές, χτίζει έναν κόσμο που μοιάζει με παραβολή. Το φλαμίνγκο (ελάχιστοι μπορούν να φανταστούν από που προέρχεται),με τα υπερβολικά του χρώματα και το βλέμμα που μοιάζει να σε καθρεφτίζει, γίνεται σύμβολο της διαφορετικότητας, του επιθυμητού και του απαγορευμένου. Είναι το βλέμμα που καίει. Η “φλογισμένη ματιά” δεν ανήκει σε πουλί, αλλά στο ίδιο το βλέμμα της κοινωνίας πάνω σε όσους τολμούν να είναι διαφορετικοί. 

Ανάμεσα στα τρανς άτομα υπάρχει μία μάνα που βιώνει την μετάβαση του γιου της και ταυτόχρονα περιβάλλει με αγάπη αυτόν κι άλλα αγόρια που νιώθουν πως η φύση τους καλεί να αλλάξουν. Υπάρχει όμως κι ένα νεαρό κορίτσι που έχει “υιοθετηθεί” από την αγέλη. Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του δράματος των τρανς, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μία αντίθεση μιλώντας για τον αγνό νεανικό έρωτα της νεαρής κοπέλας με ένα αγόρι και της μάνας με έναν κύριο που καταφέρνει μετά από πολλά χρόνια να αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές της και να την κάνει να χαμογελάσει και να “χορέψει” ξανά. 

Η φωτογραφία της ταινίας είναι ένα ποίημα από σκόνη και φως. Χρησιμοποιείται μια παλέτα αποχρώσεων του ροζ και του πορτοκαλί, σαν να βρίσκεται συνεχώς σε μια διαρκή δύση, το χρώμα του Φλαμίνγκο, αλλά και το χρώμα της αιμορραγίας. Το βλέμμα της κάμερας είναι σαν να δημιουργεί μικρά κάδρα, μικρούς πίνακες ζωγραφικής: στατικό, υπομονετικό, αποφεύγει τη δράση για να σταθεί στο βλέμμα, στο άγγιγμα, στη λεπτομέρεια. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που θυμίζει πίνακα του Edward Hopper βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του Beau Travail της Κλερ Ντενί. 

Η αφήγηση είναι αργή, σιωπηλή, σχεδόν υπνωτιστική. Ο Σέσπεδες δε βιάζεται να εξηγήσει, αφήνει τα σύμβολα να αναδυθούν από μόνα τους. Το “μυστηριώδες βλέμμα” αναζητά αλήθεια και τη βρίσκει μέσα από την αλληγορία. Η “ασθένεια” που εξαπλώνεται είναι ξεκάθαρα μια μεταφορά για τον φόβο της ομοφυλοφιλίας, για την κοινωνική καταπίεση που μετατρέπει την επιθυμία σε ντροπή. Ο τρόπος που οι κάτοικοι μιλούν για τον ιό θυμίζει την υστερία του AIDS τη δεκαετία του ’80, αλλά εδώ το σκηνικό είναι διαχρονικό, σχεδόν μυθικό. Ο Σέσπεδες δεν κάνει απλώς μια πολιτική ταινία, κάνει μια πνευματική ταινία για το τι σημαίνει να αγαπάς σε έναν κόσμο που φοβάται τον έρωτα. 

Οι ερμηνείες είναι υποδειγματικές στη λεπτότητά τους. Στην καρδιά της ταινίας βρίσκεται ένα ερώτημα σχεδόν μεταφυσικό: μπορεί η αγάπη να επιβιώσει σε έναν κόσμο που τη θεωρεί μόλυνση; Η απάντηση του Σέσπεδες δεν είναι καταφατική ούτε απαισιόδοξη. Ο έρωτας, όπως και το φλαμίνγκο δεν ανήκει πουθενά. Ζει στα όρια ανάμεσα στο νερό και τον ουρανό, στο χώμα και στο φως. Εκεί όπου όλα είναι ρευστά και όλα μπορούν να υπάρξουν ταυτόχρονα. 

Η ταινία μοιάζει να συνομιλεί με μια ολόκληρη παράδοση queer κινηματογράφου. Από το Happy Together του Γουόνγκ Καρ Βάι έως το Call Me by Your Name του Λούκα Γκουαντανίνο, αλλά χωρίς ποτέ να αντιγράφει. Έχει τη δική του χιλιανή μελαγχολία, αυτή τη σιωπηλή περηφάνια ενός κόσμου που έμαθε να επιβιώνει μέσα στη ντροπή. Εκεί κρύβεται και η δύναμή του: στην απλότητα, στη σιωπή, στο βλέμμα που δεν φοβάται να κοιτάξει. 

Η ταινία του δεν είναι απλώς ένα ντεμπούτο. Είναι μια δήλωση ύφους, μια υπενθύμιση ότι ο κινηματογράφος μπορεί ακόμη να είναι λυρικός, πολιτικός και σπαρακτικά ανθρώπινος την ίδια στιγμή. Στον κόσμο του Ντιέγκο Σέσπεδες η κάμερα δεν καταγράφει, ονειρεύεται κι ίσως κάποιες στιγμές ονειροβατεί. Μέσα από το όνειρό της, μας δείχνει πως ίσως το πιο επαναστατικό πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς σήμερα, είναι να κοιτάξει χωρίς φόβο, χωρίς ντροπή όπως κοιτάζει το φλαμίνγκο: με μια ματιά φλογισμένη, μυστηριώδη και βαθιά ανθρώπινη. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.