Για σχεδόν όσο καιρό υπάρχουν κινηματογραφικές ταινίες, υπάρχουν και ταινίες τρόμου. Αυτό το είδος, αρχαίο όσο οι ίδιες οι εικόνες που προβάλλονται στην οθόνη, έχει πάντοτε προσελκύσει το κοινό που αναζητά να εξερευνήσει τις πιο σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης ψυχής. Οι παλιές ταινίες τρόμου, με τη μαγευτική τους ασπρόμαυρη αισθητική, μας μεταφέρουν σε κόσμους γεμάτους βαμπίρ, φρικιαστικά φαινόμενα και ανθρώπινες ανωμαλίες — όλα υλικά των εφιαλτών που στοιχειώνουν τη συλλογική φαντασία.

Στον κόσμο του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, οι σκιές αποκτούν ζωή και οι φωτισμοί δημιουργούν ατμόσφαιρες που προκαλούν ρίγη. Οι ταινίες τρόμου αυτής της εποχής δεν χρειάζονται την πολυτέλεια των χρωμάτων για να μας τρομάξουν· η έλλειψη χρώματος ενισχύει την ένταση και μας αναγκάζει να εστιάσουμε στα συναισθήματα και τις εκφράσεις των ηρώων. Κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε ήχος γίνεται ένα κομμάτι ενός εφιαλτικού παζλ που μας κρατά σε αγωνία.

Αν και οι φόβοι που μας τρομάζουν μπορεί να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, η ουσία του τρόμου παραμένει αναλλοίωτη. Οι παλιές ταινίες τρόμου, όπως αυτές που δημιουργήθηκαν πριν από το 1980, συνεχίζουν να έχουν απήχηση σήμερα. Η ικανότητά τους να αγγίζουν τα βαθύτερα άγχη και τις ανησυχίες της ανθρώπινης ύπαρξης είναι αυτό που τις καθιστά κλασικές. Από τον “Δράκουλα” μέχρι τον “Φρανκενστάιν”, και από τα “Freaks” μέχρι την “Νύχτα του Κυνηγού” αυτές οι ιστορίες δεν είναι απλώς φανταστικά παραμύθια· είναι διαχρονικοί καθρέφτες των φόβων μας.

Nosferatu: A Symphony of Horror (1922)
Ας κάνουμε τον Δράκουλα, σκέφτηκε ο σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου F. W. Murnau, αλλά ας αποφύγουμε τα πνευματικά δικαιώματα ονομάζοντάς τον «Nosferatu». Αυτή η αποφασιστική κίνηση, αν και ριψοκίνδυνη, απέδειξε ότι η τέχνη μπορεί να υπερβεί τους νομικούς περιορισμούς και να δημιουργήσει κάτι διαχρονικό. Παρά τις δικαστικές διαμάχες που σχεδόν οδήγησαν την ταινία στη λήθη, το “Nosferatu” επιβίωσε και αναδείχθηκε σε έναν θρίαμβο του τρόμου. Η ερμηνεία του Max Schreck ως κόμης Orlok παραμένει εντυπωσιακή και προβληματική ταυτόχρονα. Ο Orlok δεν είναι ο γλυκύτατος Κόμης Δράκουλας που γνωρίζουμε από άλλες απεικονίσεις· είναι ένα άγριο, άσχημο τέρας, που προκαλεί τρόμο με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του. Η ερμηνεία του Schreck είναι τόσο πειστική που συχνά είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κάτω από το τρομακτικό μακιγιάζ κρύβεται ένα ανθρώπινο ον. Ο χαρακτήρας του Orlok, με τα μακριά νύχια και το αποστεωμένο πρόσωπο, παραμένει μέχρι σήμετα η ενσάρκωση των βαθύτερων φόβων μας. Η ατμόσφαιρα της ταινίας ενισχύει την επίδραση του τρόμου. Οι σκιές και οι φωτισμοί δημιουργούν μια ονειρική αλλά και εφιαλτική αίσθηση, που μας μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα και ο τρόμος συγχωνεύονται. Η χρήση των εκφραστικών τεχνικών του γερμανικού εξπρεσιονισμού προσθέτει βάθος στην αφήγηση, κάνοντάς μας να νιώσουμε την αγωνία των χαρακτήρων.

The Man Who Laughs (1928)
Εξ ορισμού, το “The Man Who Laughs” του Paul Leni δεν είναι μια ταινία τρόμου, αλλά ένα ρομαντικό δράμα που δεν διαφέρει από το “The Hunchback of Notre Dame”. Παρόλα αυτά, αποτελεί μια πολύ σημαντική επιρροή για τις μεταγενέστερες ταινίες της “Universal Monster” και κύρια έμπνευση για την απεικόνιση του Τζόκερ στα κόμικς Batman της DC Comics. Η κληρονομιά του “The Man Who Laughs” ξεπερνά κατά πολύ την αρχική του παρουσίαση ως γερμανική ρομαντική ταινία. Κυρίως λόγω των εκπληκτικών χαρακτηριστικών του ομώνυμου χαρακτήρα (για να μην αναφέρουμε το απειλητικό ζόφο που τον περιβάλλει), ενώ οι εικόνες της ταινίας αφήνουν στους θεατές μέχρι σήμερα ένα βαθύ επίπεδο τρόμου.

Dracula (1931)
To “Dracula” του Todd Browning, με την εμβληματική ερμηνεία του Bela Lugosi, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον κινηματογραφικό τρόμο και καθόρισε την απεικόνιση του βαμπίρ στην ποπ κουλτούρα. Με την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, τις επιβλητικές σκιές και τη σχεδόν απόκοσμη παρουσία του Lugosi, το “Dracula” εισήγαγε ένα ύφος τρόμου βασισμένο περισσότερο στη δύναμη της εικόνας και του υπαινιγμού παρά στο γραφικό τρόμο. Η ταινία επηρέασε βαθιά τη γλώσσα του είδους, εμπνέοντας σκηνοθέτες να χρησιμοποιούν τον φωτισμό, τη σιωπή και την αργή οικοδόμηση της έντασης για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα. Οι κλασικές σκηνές και η εμβληματική εμφάνιση του Lugosi καθόρισαν τον κινηματογραφικό βρικόλακα για τις επόμενες γενιές, ενώ το “Dracula” άνοιξε τον δρόμο για το χτίσιμο του “γότθικου τρόμου” που θα επαναληφθεί και θα εξελιχθεί σε αμέτρητες ταινίες και σειρές που ακολούθησαν. Το πρώτο “Dracula” αποτελεί την πιο εμβληματική από όλες τις ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου της σειράς Universal Monster Movies (“Frankestein” (1931), “The Mummy” (1932), “The Bride of Frankenstein” (1935), “The Wolf Man” (1943), “Creature from the Black Lagoon” (1954)), οι οποίες καθιέρωσαν όλα τα δομικά στοιχεία για το τι θα διαμόρφωνε τη σύγχρονη ταινία τρόμου. Τα πλάσματα χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα για να διηγηθούν ιστορίες σχετικά με την ξενοφοβία, τη σεξουαλικότητα, την αμφισβήτηση του Θεού, την αμφισβήτηση της ταυτότητας κάποιου, την εγγενή βία της ανθρωπότητας και τον φόβο για το άγνωστο. Ακόμη και σε μονόχρωμους τόνους, τα Universal Classic Monsters ζωγράφισαν κόσμους τρόμου, προκαλώντας τον τρόμο μέσω πρωτοποριακών κινηματογραφικών τεχνικών αντί να βασίζονται στο splatter ή το gore που θα καθόριζαν το είδος τα επόμενα χρόνια.

Freaks (1932)
Το Freaks του Todd Browning, μετά την τεράστια επιτυχία του με τον “Δράκουλα” το 1931, αποδείχθηκε μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές απογοητεύσεις της καριέρας του, αλλά και ένα έργο πάθους που κόστισε στη φήμη του. Η ταινία ακολουθεί μια πανούργα καλλιτέχνιδα που εισχωρεί σε ένα καρναβαλικό σόου με σκοπό να αποπλανήσει και να δολοφονήσει έναν νάνο καλλιτέχνη για την κληρονομιά του. Ο Browning, αναζητώντας την αυθεντικότητα, τόλμησε να προσλάβει ηθοποιούς με ειδικές ανάγκες, κάτι πρωτόγνωρο, και για πολλά χρόνια μετά, αδιανόητο στον κινηματογράφο. Παρά την τάση της ταινίας να φαίνεται εκμεταλλευτική, η απόδοση των χαρακτήρων που βιώνουν αδικία και αναζητούν εκδίκηση, παραμένει μέχρι σήμερα συγκλονιστική και προκλητική. Η κορύφωση της ιστορίας, με το έντονο και επαναλαμβανόμενο «ένας από εμάς!», χαράσσεται στη μνήμη ως μία από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές στην ιστορία του τρόμου.

The Black Cat (1934)
Ο Béla Lugosi και ο Boris Karloff οι οποίοι εγκαινίασαν την εποχή των κινηματογραφικών μπλοκμπάστερ τρόμου (με τον “Δράκουλα” και τον “Φρανκενστάιν” αντίστοιχα), συνεργάστηκαν αξιομνημόνευτα εδώ σε αυτό το, μερικές φορές ξεχασμένο, θρίλερ που ήταν επίσης μια από τις κορυφαίες επιτυχίες της χρονιάς του. Ο Lugosi υποδύεται τον Dr. Vitus Werdegast, ο οποίος παραλαμβάνει ένα ζευγάρι εγκλωβισμένων νεόνυμφων στην Ουγγαρία στο δρόμο του προς το σπίτι του παλιού «φίλου» Hjalmar Poelzig, ο οποίος ζει εκεί κοντά σε ένα εντυπωσιακά κομψό εξπρεσιονιστικό αρχοντικό. Ο Poelzig, όπως αποδεικνύεται, πρόδωσε τη μονάδα του Dr. Werdegast στους Ρώσους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πήρε τη γυναίκα και την κόρη του: Δεν πρόκειται για κοινωνικό κάλεσμα, αλλά για εκδίκηση. Τα υπόλοιπα περιλαμβάνουν δαιμονολογία, συντηρημένα πτώματα, απόπειρα δολοφονίας μιας γάτας και μερικές από τις πιο ενοχλητικές εικόνες του ασπρόμαυρου κινηματογράφου. Το γδάρσιμο, εν ζωή, ενός χαρακτήρα μπορεί να μην γίνεται τόσο αναλυτικά όσο θα γινόταν σήμερα, αλλά είναι εξίσου ανατριχιαστικό για το στομάχι.

The Seventh Victim (1943)
Ο σατανισμός και ο λεσβιακός έρωτας πάνε χέρι-χέρι σε ένα ακόμη αριστούργημα, που εν μέρει είναι νουάρ, και εν μέρει ταινία τρόμου. Το “The Seventh Victim” πρέπει να είναι μια από τις πρώτες ταινίες τρόμου που αντιμετώπισε τις γυναίκες ως ολοκληρωμένους ανθρώπους με τις δικές τους σκέψεις και επιθυμίες, επιτρέποντάς τους πλήρη δράση. Οι γυναίκες εδώ είναι ισχυρογνώμονες, αθυρόστομες και αχαρακτήριστα τολμηρές σε ένα, βασικά, pulp φιλμ. Τελικά, υπονοείται ότι η δύναμη αυτών των γυναικών προέρχεται από τη συμμετοχή τους σε μια σατανιστική αίρεση, αλλά δεδομένου ότι η ταινία καθιστά την ανδρική συμμετοχή σχεδόν άχρηστη, αξίζει ίσως να την ξαναδούμε με μια σύγχρονη ματιά.

Night of the Hunter (1955)
Ο ηθοποιός Charles Laughton σκηνοθέτησε ακριβώς μία ταινία, και ήταν εδώ η κλασική. Ο  Robert Mitchum υποδύεται τον Αιδεσιμότατο Χάρι Πάουελ, έναν γνήσιο θρησκευτικό φανατικό που στοχοποιεί και δολοφονεί γυναίκες οι οποίες έχουν το θράσος να τον διεγείρουν – η ταινία ήταν πολύ, πολύ μπροστά από την εποχή της ως προς τη θεματολογία της. Τη γλιτώνει πάντα επειδή τα κηρύγματά του είναι τόσο πειστικά, με τελευταίο στόχο του τη χήρα Willa Harper (Shelley Winters) και τον μάλλον σκεπτικιστή νεαρό γιο της. Ο αιδεσιμότατος Πάουελ είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς και πιο ανατριχιαστικούς τύπους όλων των εποχών (εμπνέοντας δεκαετίες ολόκληρες για κινηματογραφικούς δαίμονες), και η “Νύχτα του Κυνηγού” είναι τόσο ανατριχιαστική όσο και τεταμένη- διαθέτει επίσης σκηνές που συγκαταλέγονται στις πιο όμορφες και ενοχλητικές των κινηματογραφικών θρίλερ.

Invasion of the Body Snatchers (1956)
Στο σκοτεινό και ανησυχητικό τοπίο της ταινίας “Invasion of the Body Snatchers”, η πραγματικότητα ανατρέπεται και οι φόβοι μας γίνονται σάρκα και οστά. Αν και δεν είναι η καλύτερη απόδοση της ιστορίας των Body Snatchers, η πρωτότυπη εκδοχή του 1956 είναι ένα από τα πιο ενορχηστρωμένα παραδείγματα μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας-τρόμου που ριζώνει στην πραγματικότητα. Η ταινία εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο φόβο ότι είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι στην καταστροφή απ’ ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, προσφέροντας μια τρομακτική ματιά σε μια κοινωνία που διαβρώνεται από εξωτερικές δυνάμεις. Κυκλοφόρησε στο αποκορύφωμα της παράνοιας του Ψυχρού Πολέμου και του Κόκκινου Τρόμου, οι πολιτικές ρίζες του “Body Snatchers” είναι λιγότερο διφορούμενες από τις ταινίες που προηγήθηκαν. Η ταινία εδραιώνει με επιτυχία τη σχέση μεταξύ πολιτικής και τρόμου, αναδεικνύοντας την αίσθηση της αποξένωσης και της προδοσίας που διακατέχει τους χαρακτήρες της. Οι ήρωες, όπως ο Dr. Miles Bennell, αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν την τρομακτική πραγματικότητα ότι οι άνθρωποι γύρω τους δεν είναι πια αυτοί που γνώριζαν — έχουν αντικατασταθεί από κενές, συναισθηματικά ανίκανες οντότητες. Η ερμηνεία του Kevin McCarthy ως  Dr. Bennell είναι γεμάτη αγωνία και πανικό, καθώς προσπαθεί να αποκαλύψει την αλήθεια πίσω από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των κατοίκων της μικρής πόλης. Η αίσθηση του τρόμου εντείνεται καθώς οι φίλοι του αρχίζουν να μεταμορφώνονται σε “pod people”, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γεμάτη παραφροσύνη και αβεβαιότητα. Ο θεατής βιώνει την αγωνία του ήρωα καθώς ανακαλύπτει ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ πιο τρομακτική από οποιοδήποτε φανταστικό τέρας.

House on Haunted Hill (1959)
Το “House on Haunted Hill” του William Castle είναι μια σκοτεινή, γεμάτη αγωνία και ανατροπές ταινία που αναζωπυρώνει τον τρόμο του στοιχειωμένου σπιτιού. Με πρωταγωνιστή τον μαγνητικό Vincent Price στον ρόλο του εκκεντρικού εκατομμυριούχου, η ταινία βάζει μια ομάδα άγνωστων χαρακτήρων αντιμέτωπη με αλλόκοτες φρικαλεότητες και υπερφυσικά φαινόμενα σε μια απόκοσμη έπαυλη. Κάθε γωνία του σπιτιού φαίνεται να κρύβει και μια ανατριχιαστική έκπληξη — από το αίμα που στάζει από το ταβάνι, μέχρι τα τρομακτικά φαντάσματα και τη δεξαμενή στο υπόγειο. Ο Castle δεν περιορίστηκε απλώς σε έναν τρομακτικό σχεδιασμό, αλλά προσέγγισε τη δημιουργία του με τρόπο που έκανε τις ταινίες του εξαιρετικά δημοφιλείς στο νεανικό κοινό. Η κληρονομιά του φιλμ έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι συνδύασε τα τρομακτικά οπτικά εφέ με έναν διαδραστικό κινηματογράφο, κάνοντας τον τρόμο πιο προσιτό και συναρπαστικό. Αν και διασκεδαστική, η ταινία δεν στερείται από σκοτεινή ατμόσφαιρα και ένταση, ενώ επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη του είδους, ανοίγοντας τον δρόμο για μελλοντικές ταινίες τρόμου που θα συνδύαζαν τον παραδοσιακό φόβο με την ψυχαγωγική εμπειρία.

Psycho (1960)
Ναι, είναι η πιο επιδραστική ταινία τρόμου όλων των εποχών. Αλλά πρέπει να το επαναλάβουμε: το “Psycho” του Hitchcock ήταν η ταινία που άλλαξε για πάντα το σινεμά τρόμου. Το θέαμα και ο ήχος της Marion Crane (Janet Leigh) που συναντά το τέλος της είναι συνώνυμο με αυτό που φαντάζεται κανείς όταν ακούει τις λέξεις «ταινία τρόμου». Το “Psycho” έδωσε τις ρίζες στις ταινίες slasher που θα ακολουθούσαν, για να μην αναφέρουμε ότι διέλυσε εντελώς τον ειδυλλιακό κόσμο της δεκαετίας του 1950. Η τεχνική του γρήγορου μοντάζ σε συνδυασμό με μια από τις σπουδαιότερες μουσικές που δημιουργήθηκαν ποτέ και η μανία του Norman Bates έχουν εδραιώσει τη θέση του “Psycho” όχι μόνο στον κορυφαίο κανόνα του τρόμου, αλλά και στον κανόνα των μεγάλων κινηματογραφικών ταινιών όλων των εποχών.

Black Sunday (1960)
Ο μεγάλος μαέστρος του τρόμου Mario Bava ξεκίνησε την καριέρα του με το “Black Sunday”, ένα ιταλικό γοτθικό αριστούργημα και εύκολα το πιο διάσημο έργο του. Στην καρδιά του εφιαλτικού κόσμου του, το “Black Sunday” αναδύεται ως μια αξέχαστη ιστορία που συνδυάζει την τρομακτική ομορφιά με τη σκοτεινή φρίκη. Ο Bava με την αριστοτεχνική του ματιά, μας προσκαλεί σε μια ιστορία όπου οι φόβοι και οι επιθυμίες συγχωνεύονται, δημιουργώντας ένα τοπίο ταυτόχρονα ελκυστικό και αποκρουστικό. Η ταινία ανοίγει με την εκτέλεση της πριγκίπισσας Asa, ερμηνευμένης από την ακαταμάχητη Barbara Steele, η οποία καταδικάζεται για μαγεία και «βαμπιρισμό». Η εικόνα της, με το χλωμό δέρμα και τις βαθιές, μαύρες τρύπες στα μάτια, έχει γίνει εμβληματική στον κόσμο του τρόμου. Ο Bava χρησιμοποιεί τις αντιθέσεις του ασπρόμαυρου φιλμ για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα γεμάτη αγωνία και μυστήριο. Οι σκιές γίνονται πιο έντονες καθώς οι ήρωες περιπλανιούνται σε εγκαταλελειμμένα κάστρα και κρύπτες γεμάτες θάνατο. Η κάμερα χορεύει ανάμεσα σε φαντάσματα του παρελθόντος και ζωντανούς χαρακτήρες, υπογραμμίζοντας τη λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου. Κάθε σκηνή είναι γεμάτη από μια αίσθηση αρχαίας κατάρας, καθώς οι ήρωες προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μοίρα που τους περιμένει. Η ταινία παίζει με τη μυθολογία των βρικολάκων και των μαγισσών, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η επιθυμία για εκδίκηση ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης. Η σκηνή όπου η μάσκα του Σατανά σφυρηλατείται στο πρόσωπό της είναι τόσο φρικιαστική όσο και εντυπωσιακή, αποτυπώνοντας την αίσθηση ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι πιο τρομακτική από οποιοδήποτε όνειρο.

Eyes Without a Face (1960)
Θέλοντας να αποφύγει τα προβλήματα με την ευρωπαϊκή και την τοπική λογοκρισία, ο Γάλλος σκηνοθέτης Georges Franju προειδοποιήθηκε να μην συμπεριλάβει όλο το αίμα που είχε στο μυαλό του ή που απαιτούσε η ιστορία. Και καλά έκανε… Μετά το παραμορφωτικό ατύχημα της κόρης του, ένας πλαστικός χειρουργός είναι αποφασισμένος να της κάνει μεταμόσχευση προσώπου που θα την επαναφέρει στην ιδέα του για την ομορφιά. Το πρόβλημα, όπως μπορείτε να φανταστείτε, είναι πού θα βρει το κατάλληλο πρόσωπο. Ο τόνος της ταινίας είναι πονηρός και υπαινικτικός (με αποτελεσματικές αναλαμπές αίματος, αλλά και με περισσότερες υποδείξεις βίας που τελικά είναι ακόμα πιο αποτελεσματικές.

Carnival of Souls (1962)
Χαρακτηρισμένο από πολλούς ως ένα σπουδαίο ανεξάρτητο αριστούργημα, το “Carnival of Souls” μοιάζει περισσότερο με μια εκτεταμένη εκδοχή ενός επεισοδίου του The Twilight Zone παρά με μια παραδοσιακή ταινία τρόμου. Στην καρδιά αυτού του φιλμ βρίσκεται η ανατριχιαστική ατμόσφαιρα και η ψυχολογική ένταση που δημιουργεί, μεταφέροντάς μας σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα και ο εφιάλτης συγχωνεύονται. Ως ένα εγχείρημα χαμηλού προϋπολογισμού, το “Carnival of Souls” αξιοποιεί στο έπακρο τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες. Ο παράγοντας φόβου της ταινίας δεν προέρχεται μόνο από την πλοκή, αλλά κυρίως από τις παράξενες οπτικές εικόνες και το δραματικό παιχνίδι με το φως. Κάθε σκηνή είναι προσεκτικά δομημένη ώστε να προκαλεί μια αίσθηση αποξένωσης, ενώ οι σκιές και οι φωτεινές αντιθέσεις δημιουργούν έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα οικείος και ξένος. Ο σκηνοθέτης Herk Harvey υποδύεται επίσης το τρομακτικό φάντασμα που στοιχειώνει τη φαντασία της πρωταγωνίστριας. Ο χαρακτήρας του δεν είναι απλώς μια παρουσία, αλλά μια εκδήλωση των καταπιεσμένων φόβων της, μια κακόβουλη δύναμη από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει, όσο κι αν προσπαθεί. Αυτή η δυναμική προσθέτει βάθος στην ιστορία, καθώς οι θεατές παρακολουθούν την ψυχική ρήξη της πρωταγωνίστριας να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Το “Carnival of Souls” είναι σκοτεινό, ατμοσφαιρικό και πειραματικό, προσφέροντας μια ανησυχητική ματιά στην πλήρη ψυχική ρήξη. Αν και μπορεί να μην τρομάξει το σύγχρονο κοινό με τον ίδιο τρόπο που έκανε τότε, η ερμηνεία του φαντάσματος και οι οπτικές του εικόνες παραμένουν ζωντανές στη μνήμη. Η ταινία μας καλεί να αναρωτηθούμε για τα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας, καθώς οι ήρωες βρίσκονται παγιδευμένοι σε έναν κόσμο που μοιάζει να τους απορροφά.

Repulsion (1965)
Παρά το πέρασμα του χρόνου, το “Repulsion” του Roman Polanski παραμένει αξεπέραστα ανησυχητικό, καταφέρνοντας να εισχωρήσει βαθιά στις πιο σκοτεινές γωνιές της ψυχής. Ως το πρώτο μέρος της λεγόμενης “Apartment Trilogy” του Polanski, η ταινία προσφέρει μια αμείλικτη κάθοδο σε έναν ψυχολογικό θάλαμο βασανιστηρίων, γεμάτο παρανοϊκές παραισθήσεις και συναισθηματική σύγχυση. Στην αρχή, η ταινία μοιάζει να καταγράφει με ήσυχο ρυθμό τη ρουτίνα μιας γυναίκας φαινομενικά άδειας από προσωπικότητα. Όμως, αυτό το φαινομενικά ήρεμο κλίμα διαλύεται σταδιακά, οδηγώντας τον θεατή σε έναν καθαρό εφιάλτη. Η Catherine Deneuve, μέσα από τον ρόλο της, ενσαρκώνει με ανατριχιαστική πειστικότητα μια γυναίκα που βυθίζεται σε μια ψυχική κόλαση χωρίς διαφυγή. Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, οι περίεργοι ήχοι και οι εφιαλτικές παραισθήσεις που αναδύονται μέσα από τους τοίχους του διαμερίσματος της, αποκαλύπτουν ένα κόσμο όπου ο τρόμος δεν προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες αλλά από την ίδια της την ψυχή. Η αποσύνθεση της ψυχικής της κατάστασης είναι τόσο έντονη που το διαμέρισμα μετατρέπεται σε έναν χώρο απόγνωσης και φόβου, όπου κάθε λεπτομέρεια, κάθε ρωγμή και σκιά, παραπέμπουν σε μια ανεξέλεγκτη απειλή. Το “Repulsion” είναι μια κλινική, σχεδόν χειρουργική, προσέγγιση στον ψυχολογικό τρόμο, που προκαλεί συναισθηματική δυσφορία και αφήνει τον θεατή να αισθάνεται εξαντλημένος, εκτεθειμένος και παγιδευμένος, όπως ακριβώς και η πρωταγωνίστρια. Ο Polanski, με μαεστρία, εξερευνά τα βάθη της ψυχικής διαταραχής, υπενθυμίζοντάς μας πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η ανθρώπινη ψυχή.

Night of the Living Dead (1968)
Ο George A. Romero είναι ο βασιλιάς των ζόμπι και ο πατέρας του σύγχρονου κινηματογράφου τρόμου. Αυτή η χαμηλού προϋπολογισμού, ανεξάρτητη ταινία από το Πίτσμπουργκ έφερε πλήρη επανάσταση στο είδος του τρόμου και δημιούργησε ένα τέρας που βασιλεύει τα τελευταία 50 χρόνια. Πριν από τον Ρομέρο, οι ταινίες τρόμου διαδραματίζονταν συχνά σε μακρινές χώρες απομόνωσης, αλλά εκείνος έφερε τον τρόμο στα προάστια, όπου οι οικογένειες απείχαν μόνο ένα ξέσπασμα μακριά από το να βρουν τον θάνατό τους. Αν και ο ίδιος ισχυριζόταν μέχρι το θάνατό του ότι η επιλογή του Duane Jones, ενός Αφροαμερικανού για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, βασίστηκε καθαρά στο υποκριτικό του ταλέντο, η απόφαση του Romero να παρουσιάσει έναν μαύρο πρωταγωνιστή εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο ριζοσπαστικές κινήσεις στην ιστορία του τρόμου.

 

➸ Διαβάστε επίσης: 20 αριστουργήματα φολκ τρόμου από τον παγκόσμιο κινηματογράφο