Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής μετά τον “Απόστρατο” επέστρεψε στη Βενετία κι από εκεί στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με το “Καλοκαίρι της Κάρμεν”. Από την τίτλο συνειρμικά το μυαλό μας πηγαίνει σε μία ιστορία που αφορά μία κοπέλα. Ποια είναι όμως η Κάρμεν, πώς πήρε το όνομά της και πώς ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου από την αρχαιότητα έχει τον μοναδικό τρόπο να στηρίζει δίχως να μιλάει; Η νέα ταινία του Έλληνα δημιουργού αποτελεί ωδή στην ανδρική φιλία, την αποθεώνει. Βραβεία MERMAID, Επιτροπής Nεότητας και Κοινού τον περασμένο Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη.
Ανεξαρτήτως καταβολών και επιθυμιών ο Δημοσθένης και ο Νικήτας μοιράζονται στιγμές και αγωνίες ανιδιοτελώς. Είναι εκεί ο ένας για τον άλλον χωρίς να βάζουν στη ζυγαριά τι προσφέρει ο ένας σήμερα και τι περιμένει από τον άλλον αύριο κι αντίστοιχα. Ελληνικό καλοκαίρι, υψηλές θερμοκρασίες, ζεστός αέρας. Μία ζωή σαν σενάριο. Συμπλέκεται κι αλληλεπιδρά με την Τέχνη χωρίς όρους και ξεκάθαρα όρια. Υπάρχει η αίσθηση πως υφαίνεται η ιστορία μίας ταινίας μέσα στο ίδιο το έργο που παρακολουθούμε. Ο κύριος στοχασμός του σκηνοθέτη αφορά τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν οι άνθρωποι μέσα στον χρόνο. Μέσα από διαδοχικές στιχομυθίες και παίζοντας αριστοτεχνικά με την έννοια του χωροχρόνου μαγνητίζει τον θεατή. Τον οδηγεί μαγικά σε μία συνθήκη χαλάρωσης και του “κοινωνεί” το μήνυμά του.
Προοδευτικά η αφήγηση παίρνει τον χαρακτήρα εξομολόγησης, βαθιάς και επίπονης. Θα ειπωθούν αλήθειες που θα “ξύσουν” πληγές που είχαν αποθηκευτεί στο ντουλάπι των αναμνήσεων. Δεν είναι πάντα εύκολο να ανοίξεις έναν φάκελο του παρελθόντος. Νομίζεις πως έχεις ξεχάσει, όμως το τραύμα που έχει μείνει ανοιχτό σου θυμίζει. Η συνεργασία του διδύμου στην μεγάλη οθόνη είναι αρμονική και αποκτά ντοκιμαντεριστικά χαρακτηριστικά. Παραστατικότητα, ζωντάνια και θεατρικότητα. Σα να παρακολουθούμε πραγματικά δύο φίλους να συζητούν για όσα τους απασχολούν και στο βάθος να προσπαθούν να απαντήσουν σε υπαρξιακά ερωτήματα.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο Γιώργος Τσιαντούλας και Ανδρέας Λαμπρόπουλος ζουν το όνειρό τους και περνούν σταθερά τον πήχη των προσδοκιών αφήνοντας μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον. Η διαδικασία του κάστινγκ, η επιλογή, η δημιουργία. Ονειρεύονται και αποδίδουν εξαιρετικά τους ήρωες που έχει σχεδιάζει ο σκηνοθέτης. Με αυθορμητισμό και ταυτόχρονη πειθαρχία. Με έμφαση στη λεπτομέρεια και επιμέλεια σε κάθε τους κίνηση, ώστε να μη “διαβάζεται” σε καμία περίπτωση ως επιτηδευμένη.
Η δύναμη της θάλασσας, το μοτίβο του ονείρου και της ελευθερίας κοιτώντας τον ορίζοντα. Η αίσθηση της λύτρωσης της ψυχής που πλησιάζει, αλλά αποτελεί ερωτηματικό αν τελικά έρχεται στην ουσία της. Κάθε συνάντηση με το παρελθόν κρύβει εκπλήξεις. Αρκετές φορές όμως είναι επιβεβλημένο να συζητήσεις, να μοιραστείς, να ακούσεις κι ίσως τότε αντιληφθείς πως φοράς παρωπίδες και πρέπει έστω την ύστατη ώρα να αναθεωρήσεις την κοσμοθεωρία σου. Χωρίς ίχνος διδακτισμού ο Μαυροειδής καταφέρνει τα πει όλα τα παραπάνω. Τα έκρυβε για πολύ καιρό στη ψυχή του, τα είχε όμως παράλληλα ξεκάθαρα τακτοποιημένα στο μυαλό του.
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη δυναμική της ταινίας από τις 11 υποψηφιότητες για τα Βραβεία Ίρις της ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μία πολυεπίπεδη δημιουργία που κυριαρχεί το αεράκι κι η ανεμελιά ως αντίδοτα σε μία εποχή που οι θερμοκρασίες όχι απλά χτυπούν κόκκινο, αλλά το ξεπερνούν. Την έχουμε ανάγκη ειδικά όσοι βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στις πόλεις. Είναι μία τεχνητή απόδραση. Μία κωμωδία με πικρές διαπιστώσεις που μέσα της ο καθένας θα βρει κάτι που θα τον αγγίξει δίχως υπερβολή.