«Νομίζω ότι θα έπρεπε πραγματικά να ακούμε τις φωνές των μαύρων αυτή τη στιγμή», λέει ένα (λευκό) μέλος της κριτικής επιτροπής κατά τη διάρκεια της συζήτησης για ένα σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο, σε μια κομβική σκηνή κάπου στην αρχή του πέραν πάσης αμφιβολίας εξαιρετικού και δηκτικού American Fiction.
Η ειρωνεία (και η βαθύτερη υποκρισία) της σκηνής είναι ότι η ίδια και οι άλλοι (λευκοί) κριτές έχουν μόλις παραμερίσει εξίσου υποκριτικά τις απόψεις των άλλων δύο μαύρων συγγραφέων της κριτικής επιτροπής.
Είναι σαν να ομολογούν (χωρίς να το παραδέχονται ανοικτά) ότι «ναι μεν οι Αμερικανοί θέλουν να ακούσουν τις μαύρες φωνές, αλλά μόνο εφόσον λένε το σωστό πράγμα».
Ποιο είναι το «σωστό πράγμα»;
Μα αυτό που δεν απειλεί την πολιτική ορθότητα, που απευθύνεται σε κάθε «ισαποστάκια» που σέβεται τον εαυτό του και όλους εκείνους τους απανταχού «κυρ-παντελήδες» που επιθυμούν μια «ασφαλή» λογοτεχνία, ένα «ασφαλές» σινεμά και μια «ασφαλή» μουσική.
Η ταινία “American Fiction” του Cord Jefferson, μια καυστική σάτιρα με τον Jeffrey Wright στον ρόλο ενός απογοητευμένου ακαδημαϊκού, κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Jefferson, ο οποίος είναι γνωστός και με την ιδιότητα του σεναριογράφου των σειρών “Watchmen” και “Succession” είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα “Erasure” του Percival Everett που κυκλοφόρησε το 2001 και που καταφέρνει να σπάσει τα στεγανά της πολιτικοκοινωνικής “κορεκτίλας” made in U.S.A. ακόμη και 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.
Με το American Fiction, ο Κορντ Τζέφερσον φιλοτεχνεί μια καυστική σάτιρα για έναν αφροαμερικανό μυθιστοριογράφο που τα βάζει με μια βιομηχανία, όπως αυτή της ευρύτερης ποπ κουλτούρας, λογοτεχνικής ή απεικονιστικής, που περιορίζει τη μαύρη αφήγηση αποκλειστικά σε αφηγήσεις συλλογικών τραυμάτων, κακομεταχείρισης, μιζέριας και φτώχειας.
Ξέρετε δα σε τι είδους ταινίες αναφέρεται κρυπτικά το American Fiction.
Σκεφτείτε τα δράματα για τα πολιτικά δικαιώματα και τη δουλεία που βγήκαν όψιμα και εσπευσμένα την τελευταία δεκαετία μετά την άνοδο των κοινωνικών κινημάτων όπως το #BlackLivesMatters και το #OscarsSoWhite ή το «κύμα» των ταινιών τύπου Queen & Slim που προβάλλονται ως δήθεν «επίκαιρες και σημαντικές», επειδή δίνουν στους λευκούς φιλελεύθερους μια οπτικοακουστική διέξοδο για να νιώσουν απαλλαγμένοι επειδή έχουν υπομείνει και συμπάσχει με τέτοια βάσανα.
Το αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο του American Fiction
Το American Fiction ξεχειλίζει από εύστοχα, αιχμηρά σχόλια τα οποία στηλιτεύουν και παρωδούν τόσο τα ΜΜΕ, όσο και το ίδιο το φιλελεύθερο λογοτεχνικό κύκλωμα made in U.S.A.
Ο Τζέφρι Ράιτ είναι τέλειος ως Thelonious “Monk” Ellison, ένας καθηγητής και συγγραφέας που έχει βαρεθεί τόσο πολύ όλο αυτό το περιρρέον κλίμα της «κορεκτίλας», ώστε αποφασίζει να… τρολάρει τους πάντες γράφοντας (άκρως κυνικά) ένα μυθιστόρημα τόσο γεμάτο με κλισέ για τον αγώνα των μαύρων, ώστε οι λευκοί φιλελέδες των ΗΠΑ το αγοράζουν… με τις ντάνες και με τα κοντέινερ.
Ωστόσο, προς έκπληξη του ιδίου του Μονκ, η τεράστια επιτυχία δεν αλλάζει σχεδόν καθόλου τη δυσαρεστημένη και μπερδεμένη κατάστασή του.
Η ταινία είναι σοφά «τόσο-όσο» επικριτική τόσο απέναντι στον Μονκ όσο και απέναντι στην κοινωνία εναντίον της οποίας ο συγγραφέας καταφέρεται. Υπάρχει ένα υπέροχο στοιχείο αυτο-παρωδίας και αυτοσαρκασμού στον κεντρικό χαρακτήρα, ο οποίος αυτο-γελοιοποιείται τακτικά «για την προτίμησή του στο λευκό κρασί και τις λευκές γυναίκες».
Ο Monk είναι ο τύπος που αντιδρά σε μια ζωή που ορίζεται από το χρώμα του δέρματός του, κάνοντας ό,τι μπορεί από την δική του πλευρά για να απομακρυνθεί από αυτό που η κοινωνία θεωρεί ως «μαύρη ή αφροαμερικανική εμπειρία».
Επιμένει με τους πιο κραυγαλέα αυτοεξευτελιστικούς τρόπους ότι «δεν πιστεύει στη φυλή», ενώ εναντιώνεται και θυμώνει όταν ένα από τα πρώτα του μυθιστορήματα τοποθετείται στο τμήμα «Αφροαμερικανών» ενός βιβλιοπωλείου, επιπλήττοντας τον υπάλληλο λέγοντας ότι «το μόνο μαύρο μέσα σε αυτό το βιβλίο είναι το μελάνι».
Όταν βλέπει ένα μπεστ σέλερ με τίτλο We’s Lives in Da Ghetto να εξυμνείται από το λογοτεχνικό κατεστημένο για την δήθεν συγκλονιστική (αλλά βαρετή και γεμάτη από κλισέ) αφήγησή του αποφασίζει να πάρει… την εκδίκησή του.
Για πλάκα, ο Monk γράφει το δικό του μυθιστόρημα με θέμα την ιστορία ενός Αφροαμερικανού από τα γκέτο, με το όλο νόημα ψευδώνυμο Stag R. Lee και με σκηνές που θα ταίριαζαν άνετα στην ταινία Get Rich or Die Tryin’ του 50 Cent (την οποία, ο συγγραφέας βλέπει στην τηλεόραση νωρίτερα).
Δεν περιμένει ότι το επιπόλαια ευκαιριακό κόλπο θα κερδίσει στην πραγματικότητα περισσότερα δολάρια από όσα έχει δει ποτέ στη ζωή του -και όλα αυτά κυριολεκτικά με τα ψέματα που λέμε.
Αυτό όμως είναι αρκετό κίνητρο για τον Μονκ να προχωρήσει το θέατρό του παραπέρα, προσποιούμενος μέχρι και τον δραπέτη των φυλακών προκειμένου να προσελκύσει έναν παραγωγό του Χόλιγουντ που θέλει να κάνει ταινία το δήθεν αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα.
Το να κάνεις μια ψυχαγωγική ταινία που στην πραγματικότητα ασκεί δριμεία κριτική στην… ψυχαγωγία είναι δύσκολο, όμως ο Τζέφερσον βρίσκει έξυπνους τρόπους να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή της ταινίας, σκαρφιζόμενος διάφορα κόλπα –μέχρι και… σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο.
Όπως σημειώνει δε και σε πρόσφατη συνέντευξή του ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Κορντ Τζέφερσον, «ο Monk είναι απογοητευμένος από την έλλειψη φαντασίας που αποδεδειγμένα έχουν οι άνθρωποι όταν πρόκειται για τις ιστορίες που επιτρέπεται να αφηγούνται οι άνθρωποι για τη ζωή των Αφροαμερικανών. Και έτσι, σε μια κρίση οργής, όταν ένα από τα βιβλία του δεν πουλάει και βλέπει τους τρόπους με τους οποίους η κουλτούρα προσκολλάται σε αυτές τις περιοριστικές απόψεις για τη “μαύρη εμπειρία”, αποφασίζει να γράψει τη δική του εκδοχή αυτής της υπερ-στερεοτυπικής μαύρης ιστορίας».
Το “American Fiction” είναι μια κυνική, εγκεφαλική dramedy για ένα φαρσικό αστειάκι που γυρίζει μπούμερανγκ στον συγγραφέα του.
Τον συγγραφέα που από «ελίτ» γίνεται εμπορικός και από όχι-και-τόσο-γνωστός γίνεται… ξεπουλημένος (όπως θεωρεί ο ίδιος) -κάτι που τον κάνει ακόμη πιο πεισματάρη, ελιτιστή και απόμακρο.
Το δράμα του συγγραφέα είναι ότι, από την στιγμή που αποφάσισε να κάνει αυτό το ευφυές τρολάρισμα απέναντι σε όλους και όλα, δεν νιώθει πιο ανακουφισμένος, αλλά στην πραγματικότητα προσεύχεται όλο αυτό το μαρτύριό του να τελειώσει έτσι ξαφνικά όπως ξεκίνησε.
Και αντί, όπως πιθανόν περίμενε, το κολπάκι του να τον έκανε να απομακρύνει τους δαίμονές του, αυτός καταλαβαίνει ότι οι δαίμονες του όχι μόνο δεν απομακρύνθηκαν, αλλά μπήκαν και μέσα στο κεφάλι του.
Αλλά ποιος του είπε να παίξει εξαρχής με την «γνώμη του αναγνωστικού κοινού»;