Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε χαρακτηρίσει τον “Θρίαμβο της Θέλησης”, «ως μια άκρως μοναδική και ασύγκριτη εξύμνηση της ομορφιάς και της δύναμης του κινήματός μας». Οι πρώτες ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ έπεισαν σύντομα τον Χίτλερ για τη δεινότητά της ως σκηνοθέτιδος και λίγο μετά την ανάρρησή του στην εξουσία τής ζήτησε να κινηματογραφίσει το έργο που αποκλήθηκε ως ο κολοφώνας της κινηματογραφικής προπαγάνδας των ναζί.
Η πρώτη της ταινία, στρατολογημένη στο φασιστικό αγώνα, περιστρεφόταν γύρω από την εξύμνηση του πρώτου ναζιστικού συνεδρίου του 1933 και είχε τον τίτλο “Η Νίκη της Πίστης”. Η επόμενη, όμως, ταινία “Η ναζιστική συγκέντρωση στη Νυρεμβέργη” το 1934 έγινε ο βατήρας της αναγνώρισής της. Θα ακολουθούσε η 18λεπτη “Μέρα Ελευθερίας”, η οποία δοξολογούσε τη ζωή του στρατιώτη εμφορούμενου με τιμή να ακολουθεί τον ηγέτη του, τον Χίτλερ. Το έτερο διάσημο φιλμ της, “Η Ολυμπία”, αφιερωμένη στους Ολυμπιακούς αγώνες που φιλοξένησε η Γερμανία, μετά από 18 μήνες επεξεργασίας, προβλήθηκε ανήμερα των 49 γενεθλίων του Χίτλερ. Με την έναρξη του πολέμου συνόδευσε την εισβολή του Γερμανικού στρατού στην Πολωνία έχοντας το δικό της κινηματογραφικό συνεργείο κανένα αρχείο δεν διασώθηκε από τα όσα αποτύπωσε στο μέτωπο. Άλλη μια ταινία “Η Πεδιάδα” ξεκίνησε το 1941 για να την αποπερατώσει χρόνια μετά το 1954.
Η πιο γνωστή ταινία, και κινητήριος μοχλός της ναζιστικής προπαγάνδας, η οποία σε λίγο καιρό θα παρέσυρε σε έναν ανηλεή πόλεμο την ανθρωπότητα, ήταν “Ο θρίαμβος της θέλησης”. Σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα η κινηματογραφική ματιά -η ταινία δεν διαθέτει κεντρική αφήγηση και σχολιασμούς- ήταν άδικο να κατηγορηθεί πως είχε ροπή προς στη μεροληπτική ανάδειξη του επωαζόμενου γερμανικού μεγαλείου. Η προσπάθεια της ίδιας όσο και των απολογητών του έργου της μετά τον πόλεμο ήταν να αποσείσουν την κατηγορία της αμέριστης σύνταξης με τα ναζιστικά ιδεώδη: μια απολιτική ματιά, ένα αχρωμάτιστο ντοκιμαντέρ, που απλώς βρέθηκε στο σωστό τόπο και χρόνο για να πιάσει το σφυγμό της γέννησης της ιστορίας. Η Ρίφενσταλ προσπάθησε να αποποιηθεί τη σύνδεση με το ναζιστικό παρελθόν, όταν αυτό ήταν μια εφιαλτική ανάμνηση. Το κρίσιμο, όμως, στοιχείο ήταν πως από τις 6 ταινίες οι 4 χρηματοδοτήθηκαν και εν τέλει χρησιμοποιήθηκαν από τους ναζί. Η ίδια διατηρούσε -και παρά τα αντίθετα θρυλούμενα- φιλικές σχέσεις με τον Γκαίμπελς και βέβαια με τον ίδιο τον Χίτλερ, τον οποίον γνώριζε πριν την πολιτική άνοδο.
“O θρίαμβος της θέλησης” αρχίζει με ένα μήνυμα που προλογίζει πως όσα πρόκειται να παρακολουθήσει ο θεατής συνιστούν την πιο λυτρωτική στιγμή της Γερμανικής Ιστορίας. Η ταινία, όμως, δεν γίνεται μάρτυρας αυτών των «ιστορικών στιγμών» καθώς συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: η εκδήλωση προσαρμόζεται στα κινηματογραφικά μέτρα, μια πραγματικότητα που διολισθαίνει στη θεατρική αναπαράσταση. Για του λόγου το αληθές όταν κάποιες σκηνές από την ταινία χάθηκαν στην επεξεργασία τους, οι πρωταγωνιστές της ο Χες, ο Ρόζενμπεργκ και ο Φρανκ κλήθηκαν να επαναλάβουν τον όρκο τους προς τον Χίτλερ σε στούντιο που είχε επιμεληθεί ο Σπέερ. Χωρις κόσμο και συνάμα χωρίς την παρουσία του Χίτλερ επανέλαβαν τον ρόλο τους για να προστεθεί στο ψηφιδωτό του προπαγανδιστικού φιλμ.
Όπως σε κάθε της ταινία της Λένι Ρίφενσταλ προάγεται η ιδέα της αναγέννησης του σώματος και της κοινότητας κάτω απο το πεφωτισμένο βλέμμα ενος ακλόνητου ηγέτη. Η πολιτική οικειοποιείται την τέχνη και όπως έλεγε ο Γκαίμπελς «η πολιτική ειναι η ανώτερη και περιεκτικότερη μορφή τέχνης και εμείς που έχουμε αναλάβει την διαμόρφωση της σύγχρονης Γερμανίας αισθανόμαστε καλλιτέχνες». Για να συμπληρώσει πως «οι καλλιτέχνες πρέπει να απομακρύνουν το νοσηρό και να δίνουν ελευθερία στο υγιές».
Η ουτοπική αισθητική της σωματικής τελειότητας μεταφρασμένη σε χιλιάδες ανώνυμους στρατιώτες που παρελαύνουν με το καμάρι που τους προσπορίζει η Άρια καταβολή τους. Οι μάζες που ακολουθούν με σιδηρά πειθαρχία και ακατάβλητο ζήλο τον Χίτλερ, στον οποίον αναγνωρίζουν το πεπρωμένο τους. Εικόνες που εναλλάσσουν κοντινά και μακρινά πλάνα από ένα πλήθος που βυθίζεται στην έκσταση για την απόλυτη εξουσία και την πλήρη υποταγή τους σε αυτήν. “Ο θρίαμβος της θέλησης” εγκολπώνει την επιτομή της φασιστικής αισθητικής και την διοχετεύει ως προπαγάνδα, η οποία λειτουργεί μονίμως συμπληρωματικά στην ιδεολογία της. Η φασιστική δραματουργία λειτουργεί ανάμεσα σε ισχυρούς και τα ανδρείκελά τους, που ντυμένα ομοιόμορφα σε μια άμορφη παρέλαση πολλαπλασιάζονται για χάσουν την ανθρώπινή τους υπόσταση: γίνονται υλικά για την εξύμνηση και υλοποίηση του φασιστικού μεγαλείου. Η ταινία αποτυπώνει τη Ναζιστική Γερμανία και την ανάγκη για πειθήνια υποταγή μπροστά στον Ηγέτη, την ατομική σκέψη ως πρόσκομμα των συλλογικών βλέψεων του έθνους και τελικά το όλο θέαμα ισοδυναμεί με τη λατρεία του θανάτου: στις εικόνες της ταινίας προετοιμάζονται οι ανείπωτες κτηνωδίες του Β’ παγκοσμίου.
Η ναζιστική τέχνη κατάφερνε να συγκινήσει το Γερμανικό κοινό καθως προωθούσε εικόνες που εδράζονταν στο συναίσθημα, στη συγκίνηση του θεατή, από τον οποίο δεν ζητά τον διανοητικό προβληματισμό που γεννάει η μοντέρνα τεχνη. Για αυτό τον λογο καταδείχθηκε και εξοβελίστηκε ό,τι εθεωρείτο από τη Ναζιστική ηγεσία ως αλλότριο προς τα γερμανικά ήθη. Οι Εβραίοι κατέβαλαν το ρόλο του μεγάλου αντιπάλου, ο οποίος αντιπροσώπευε όσα έπρεπε να εξαϋλωθούν στο όνομα της ανέγερσης του Γ΄ Ραιχ. Το πνεύμα κοσμοπολιτισμού που υπόσκαπτε την εθνική μοναδικότητα και το κριτικό πνεύμα που διερωτούσε τους σκοπούς της ολοκληρωτικής κατάκτησης της κοινωνίας στους ανυπόλογους κανόνες του Ναζιστικού κόμματος ήταν στοιχεία που έπρεπε να ξεριζωθούν.
Η Susan Sontang, στη Γοητεία του Φασισμού (Εκδόσεις Ύψιλον), έγραφε πως ο φασισμός δεν είναι περιορισμένος στην κτηνωδία και το θάνατο που επέφεραν η διάδοσή του και ο ασπασμός από τα εκατομμύρια των πιστών του. Η δολοφονική ιδεολογία βασίστηκε σε συγεκριμένα ιδεώδη, τα οποία μπορούν, ακόμα σε ένα σημερινό θεατή του θριάμβου της Θέλησης, να προκαλέσουν την ίδια συγκινησιακή φόρτιση: το θάρρος σαν υπέρτατη αξία, τον θρυμματισμό του ατόμου σε μια περίκλειστη κοινότητα, στην οποία βρίσκει τον σκοπό της ζωής του, το μίσος για την διανόηση και την κατίσχυση ενός ανδροκρατούμενου κόσμου στρατιωτικά πειθαρχημένου που αναγορεύει τη γυναίκα ως τροφό έθνους.
Η Λένι Ρίφενσταλ προσπάθησε να αποποιηθεί κάθε σχέση με το ναζιστικό κόμμα και τα πιστεύω του προωθώντας την εικόνα μιας αχειραγώγητης καλλιτέχνιδος. “Ο θρίαμβος της θέλησης” και η “Ολυμπία” θεωρούνται από κάποιους ως ταινίες που αποτυπώνουν μια εποχή και απέχουν από το να χαρακτηριστούν ως κρίσιμα υποστηλώματά της. Μήπως, όμως, το να βγάζουμε ένα έργο έξω από το ιστορικό περίγραμμά του και τον ρόλο που θέλησε να διαδραματίσει σε αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνουν εκόντες άκοντες της φασιστικής αισθητικής; Ο Μίλαν Κούντερα σημείωνε πως η συμφιλίωση με τον Χίτλερ εκπέμπει μια βαθιά ηθική διαστροφή και μαρτυρά έναν κόσμο που μπορεί να συγχωρεί τον ανείπωτο πόνο και ταυτόχρονα να επιτρέπει το θρίαμβο του κυνισμού να ορίζει τη ζωή μας.