Ο Humphrey Bogart έχει μόλις πυροβολήσει τον Major Strasser και ο Captain Luis Renault δίνει την εντολή: «Round up the usual suspects».
Δηλαδή, «συγκεντρώστε όλους τους συνήθεις υπόπτους».
Αυτή η χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία «Casablanca» είναι που ενέπνευσε τον (τότε 29χρονο) σκηνοθέτη Μπράιαν Σίνγκερ να καταλήξει στον τίτλο της τρίτης του ταινίας.
«Σκέφτηκα πως ήταν ένας αρκετά κουλ τίτλος για ταινία», εξομολογήθηκε προ ετών ο ίδιος ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας ότι η αρχική του πρόθεση ήταν «να κάνει μια ταινία κάπου ανάμεσα στο “Με διπλή ταυτότητα” του Μπίλι Γουάιλντερ και το “Ρασομόν” του Κουροσάβα».
To μόνο που τού έλειπε ήταν μια κεντρική ατάκα, εν είδη «άγκυρας», να διατρέχει όλη την ραχοκοκαλιά της ταινίας, ενός φιλμ με θέμα την ιστορία πέντε τύπων του υποκόσμου, που ετοιμάζουν το σχέδιο της ζωής τους κάτω από την απειλητική σκιά ενός αόρατου και μυστηριώδους κακοποιού ουγγροτουρκικής καταγωγής. Η ταυτότητα του τελευταίου είναι αυτή που αιωρείται διαρκώς και σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια όχι μόνο των κεντρικών πρωταγωνιστών, αλλά και των ίδιων των θεατών.
Την βρήκε αυτή την ατάκα στο «Μα ποιος είναι ο Keyser Söze;», δηλαδή η μόνιμη απορία που απασχολούσε τους θεατές του «The Usual Suspects», από την πρώτη στιγμή που προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες, στις 24 Νοεμβρίου του 1995, μέχρι και σήμερα.
Όντως, ποιος ήταν ο Κάιζερ Σόζε, από τους πέντε βασικούς υπόπτους; Συνήθεις ή μη;
Ποιος εκ των Hockney, McManus, Fenster, Keaton και Verbal Kint, δηλαδή το «Ομιλητικό Παιδί» του Κέβιν Σπέισι (επειδή μιλάει πολύ και συνέχεια, εκνευρίζοντας τον συνομιλητή του); Ο ντετέκτιβ Dave Kujan (ο έξοχος Chazz Palminteri) ακόμη ψάχνει να τον βρει…
Το σενάριο του σπουδαίου σεναριογράφου (και μετέπειτα σκηνοθέτη των Mission Impossible) Christopher McQuarrie σε κοροϊδεύει στα μούτρα, ανερυθρίαστα και δίχως αιδώ και ντροπή.
Σου πετάει στα μούτρα ένα διαρκές «fuck off», μια συνεχόμενη ανατροπή στην πλοκή: αυτός που νόμιζες ότι είναι ο Κάιζερ Σόζε, δεν είναι τελικά αυτός. Αυτός που πίστεψες, μάταια, ότι ενδεχομένως να είναι μετά από εκείνον που πίστεψες ότι είναι αρχικά, πάλι δεν είναι.
Ακόμη και όταν οι Συνήθεις Ύποπτοι έχουν «σωθεί», και πάλι δεν πάει το μυαλό σου εκεί που σε κατευθύνει διαρκώς με το σενάριό του ο McQuarrie.
Σου πετάει διαρκώς ενδείξεις και hints, αλλά εσύ αγρόν ηγόραζες. Είχες το μυαλό σου αλλού, ίσως.
Όπως και να έχει, το σενάριο αποτελεί μνημείο «κινηματογραφικής χειραγώγησης».
«Στον βαθμό που καταλαβαίνω, δεν με νοιάζει [αυτή η ταινία]. Ήταν ωστόσο κάπως ανακουφιστικό στο τέλος της ταινίας να ανακαλύπτω ότι τελικά είχα καταλάβει ό,τι έπρεπε να καταλάβω. Ήταν απλώς πως υπήρχαν λιγότερα να καταλάβω απ’ ό,τι έθετε η ταινία στην αρχή», είχε γράψει τότε στην κριτική του ο σπουδαίος κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ, «θάβοντας» την ταινία και μιλώντας ανοικτά για «σεναριακή εξαπάτησή του» – μα πώς είναι δυνατόν να διέλαθε από την προσοχή του Εμπερτ η λεπτοδουλειά και η ψιλοβελονιά του, χειρουργικά καμωμένου, σεναρίου;
Ο Σίνγκερ, μάλιστα, σε μια κίνηση ματ, δεν εκμυστηρεύτηκε ούτε καν στους πέντε βασικούς ηθοποιούς του ποιος είναι ο Κάιζερ Σόζε ακόμα και κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, κάνοντάς τους να νομίζουν ότι ο καθένας ήταν ουσιαστικά ο μυστηριώδης κακός.
Κατά την πρώτη προβολή της ταινίας, εις εξ των ηθοποιών, ο σπουδαίος καρατερίστας Γκάμπριελ Μπερν [που υποδύεται τον πρώην διεφθαρμένο μπάτσο που προσπαθεί να επανορθώσει, έναν χαρακτήρα ονόματι Dean Keaton], σηκώθηκε και έφυγε από την προβολή, έχοντας ξενερώσει που δεν ήταν αυτός ο Κάιζερ (οκ, μην ανησυχείτε, δεν θα σας αποκαλύψουμε το ποιος είναι, αν δεν την έχετε δει).
Ο McQuarrie διαλέγει επίτηδες τον «σακάτη» [όπως αναφέρεται επανειλλημμένα στην ταινία] Verbal Kint να περιγράφει την ιστορία που οδήγησε εκείνον, τον Keaton και τους υπόλοιπους τρεις υπόπτους, τον οξύθυμο κακοποιό ΜακΜάνους (Στίβεν Μπάλντουιν), τον Χόκνεϊ (Κέβιν Πόλακ) και τον Φένστερ (Μπενίσιο ντελ Τόρο), ένα βράδυ σε ένα πλοίο ψάχνοντας 91 τόνους κοκαΐνης – αλλά τελικά φεύγοντας από το καράβι με αυτό να φλέγεται και με 27 ανθρώπους να κείτονται νεκροί, όπως συμβαίνει στην μαεστρικά ενορχηστρωμένη εναρκτήρια σκηνή της ταινίας.
Οι πέντε ύποπτοι μεταφέρονται στην αστυνομία για μια αρχετυπικά κλασική σκηνή ανάκρισης. Και εκεί στήνονται ένας προς ένας στον τοίχο λέγοντας μια ατάκα μπας και καταλάβουν οι μπάτσοι το ποιος ευθύνεται για το μακελειό.
Η παραπάνω σκηνή δε, δεν θα ήταν αυτή που είναι αν δεν ήταν… εκτός σεναρίου και εντελώς ad lib.
Η ατάκα που λέει ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο ήταν μεν αυτή, μόνο που ο ηθοποιός είχε φάει κάτι πριν το γύρισμα της σκηνής και… έκλανε ακατάπαυστα.
Οι υπόλοιποι τέσσερις ηθοποιοί γύρω του, έβαλαν κανονικά τα γέλια, σαν ένα μάτσο έφηβοι, και ο Σίνγκερ δεν τους είπε «ξαναπάμε την σκηνή», αλλά κράτησε στην τελική κόπια το take με τον γέλωτα και την θυμηδία. Μυθική σκηνή.
Εντωμεταξύ, η ταινία προχωράει και προχωράει και ο θεατής ταυτίζεται με τον επιθεωρητή Κούγιαν, πιστεύοντας ότι είναι «εξυπνότερος και καλύτερος από τον οποιονδήποτε και στο τέλος θα πάρει αυτό που θέλει», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο χαρακτήρας του Παλμιντέρι.
Ο Κούγιαν βάζει το χέρι του την φωτιά ότι ο Ντιν Κίτον είναι ο Σόζε και σκηνοθέτησε ο ίδιος την διολοφονία του. Αυτό μας σιγοψιθυρίζει η ίδια η ταινία από το πρώτο της λεπτό, όταν ο μυστηριώδης και σκιώδης «κακός» βάζει φωτιά στο πλοίο και πυροβολεί την Keaton.
Εμείς, ως θεατές, είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι έχει δίκιο. Πέφτουμε διαρκώς έξω. Αλλά και πάλι ποιον να πιστέψουμε;
Γιατί ο σεναριογράφος, με την επιδεξιότητα ενός ταχυδακτυλουργού, αφενός βγάζει διαρκώς όλο και έναν καινούργιο λαγό από το καπέλο του και αφετέρου κρύβει στοιχεία και πράγματα, εμφανίζοντάς μας στην πορεία. Κάτι σαν κινηματογραφικά τρικ για αρχάριους.
«Αυτό που μόλις είδα, συνέβη όντως ή όχι και ήταν η εντύπωσή μου;», αναρωτιέται ο θεατής στα 106 λεπτά που διαρκεί η ταινία.
Γιατί ο Διάβολος βρίσκεται σε όλες εκείνες τις καταραμένες λεπτομέρειες που δεν είχες προσέξει εξαρχής και που παρ’ όλ’ αυτά υπήρχαν.
Μέχρι που φτάνουμε στην τελική σκηνή της αποκάλυψης του Σόζε και έρχονται τα πάνω-κάτω. Εσύ ξύνεις το κεφάλι του, όπως ο επιθεωρητής Κούγιαν και δεν μπορείς να πιστέψεις ότι η λύση του γρίφου ήταν εκεί μπροστά σου, τόσην ώρα, απλώς εσύ έπεσες θύμα ενός σεναρίου που κάνει μόνιμα flashbacks μέσα από την υποκειμενική αφήγηση ενός πολύ, μα πάρα πολύ ομιλητικού μικροκακοποιού.
«Ήταν μια ταινία που πήρε όλους τους κανόνες του φιλμ νουάρ και τους αναποδογύρισε», είχε πει ένας διάσημος σμερικάνος κριτικός κινηματογράφου για τους «Συνήθεις Υπόπτους» το 2015, στην επέτειο των 20 ετών από την πρώτη της προβολή, για να απαντήσει με νόημα ο Μακουάρι ότι «Ήμασταν τόσο άσχετοι όσον αφορά τους κανόνες αυτούς, που ούτε καν καταλάβαμε ότι τους σπάσαμε».
Να δώσουμε, τέλος, εδώ και τα εύσημα στον μοντέρ αλλά και μουσικοσυνθέτη Τζον Ότμαν, ο οποίος έπιασε με ένα σμπάρο δυο τριγόνια, συνθέτοντας να μαγευτικά μυστηριακό score και ταυτόχρονα κάνοντας όλη την «βρώμικη δουλειά» στο απαιτητικό editing της ταινίας.
Αν, παρ’ όλα αυτά, θέλετε να μάθετε ποιος είναι ο Κάιζερ Σόζε (Soze) χωρίς να δείτε την ταινία πρώτα και να το διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι, μπορείτε κάλλιστα να γκουγκλάρετε την τουρκική έκφραση «söze boğmak» και να δείτε τι σας βγάζει στην ελληνική ή την αγγλική μετάφραση.
Και τότε θα σας έρθει η τελική αναλαμπή και, ταυτόχρονα, θα καταλάβετε και το μεγαλείο του σεναρίου του Κρίστοφερ Μακουάρι.
Γιατί όντως «το καλύτερο κόλπο που έκανε ποτέ ο Διάβολος είναι να πείσει τον κόσμο πως δεν υπάρχει».
Όπως ακριβώς, δηλαδή, και ένας ταχυδακτυλουργός.