Το “Τατάμι” ξεκίνησε τη διαδρομή του από τη Βενετία και ταξιδεύει κυριολεκτικά και μεταφορικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ταινία που υπογράφουν οι Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι και Γκι Νατίβ αποτελεί ένα αθλητικό θρίλερ με πολιτικές προεκτάσεις που αποφεύγει τον έντονο διδακτισμό και με το φινάλε του δείχνει πως η μοίρα αρκετές φορές αποφασίζει δίχως να μας ρωτήσει. Όσο κι αν η καρδιά μας είναι καθαρή και το πνεύμα μας συγκεντρωμένο απροσδόκητες ανατροπές ορίζουν το παρόν και το μέλλον μας με τρόπο που μας καθορίζουν.

Μεταφορά της δράσης στην πρωτεύουσα της Γεωργίας, Τιφλίδα. Εκεί διεξάγεται το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που μία Ιρανή αθλήτρια φιλοδοξεί να κάνει την μεγάλη έκπληξη, να βρεθεί στον τελικό και το βάθρο. Όταν οι νίκες διαδέχονται η μία την άλλη, όλα δείχνουν πως το όνειρό της πλησιάζει να γίνει πραγματικότητα. Για κακή της τύχη όμως όλα δείχνουν πως η μεγάλη της αντίπαλος θα είναι από το Ισραήλ. Το καθεστώς δε θέλει να υποστεί την ενδεχόμενη ήττα και την καλή σε εθελούσια αποχώρηση, προφασιζόμενη τραυματισμό. Δεν είναι απλά μία πρόταση, αλλά εντολή …

Η προπονήτριά (συν-σκηνοθέτης και συμπρωταγωνίστρια) της που πριν χρόνια έφτασε στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό, βλέπει στο πρόσωπο της Λέιλα αυτή που θα δικαιώσει και τη δική της ιστορία. Όταν όμως ο Υπουργός Αθλητισμού σηκώνει το τηλέφωνο οφείλεις να υπακούσεις. Όσο μεγάλη κι αν είναι η ματαίωση, όσο κι αν κατεδαφίζεται βάναυσα ο κόσμος που με τόσο κόπο έχεις χτίσει. Σε μία εποχή Ψυχρού Πολέμου με θερμά επεισόδια δεν υπάρχει η πολυτέλεια της “ήττας” σε κανένα επίπεδο. Γίνονται ο αθλητισμός και το “ευ αγωνίζεσθαι” έρμαιο ακραίων πολιτικών; Φυσικά. Αν πριν το πιο μεγάλο ραντεβού κάνει πίσω υπάρχει περιθώριο επιστροφής;

Από τα ανεξίτηλα τραύματα στην πρώτη δικαίωση κι από εκεί ξανά προ νέων “χτυπημάτων”. Με ένα πανέξυπνο χειρισμό το σκηνοθετικό δίδυμο παίρνει ως αφορμή την ιστορία του τζουντόκα Σαίντ Μολάι και τη μεταφέρει εξαιρετικά στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνίστρια την εξαιρετική Αριάν Μαντί. Με αυτό το έξυπνο τέχνασμα περνάμε από την ανδρική ιδιοσυγκρασία στη γυναικεία προσωπικότητα και δίνεται ένα μήνυμα για τη χειραφέτηση και τη διεκδίκηση θεμελιωδών ελευθεριών που δυστυχώς δεν είναι αυτονόητες σε ολόκληρο τον κόσμο. Το κοινωνικό σχόλιο είναι εύστοχο και δε χάνεται μέσα σε μελοδραματισμούς. Η ουσία και το μήνυμα πηγάζουν κι έρχονται αβίαστα στα μάτια, τις αισθήσεις και τη σκέψη του θεατή.

Το όνομα της Λέιλα μας μεταφέρει σε μία ακόμα ιρανική επιλογή που έκανε τη δική της επιτυχία και προβλήθηκε στη χώρα μας πριν από περίπου έναν χρόνο. “Η Λέιλα και τα Αδέλφια της” του Σαΐντ Ρουστάγι. Η τιμή, η υπόληψη, οι απειλές είναι και πάλι με τον δικό τους τρόπο στο φόντο. Ο διευθυντής φωτογραφίας Τοντ Μάρτιν ζωγραφίζει εξαιρετικά τα όρια και το περίγραμμά τους. Το ασπρόμαυρο παραπέμπει στο γκρι. Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο, ένα θολό τοπίο που αποφασίζεις να τιμήσεις με την παρουσία σου την πατρίδα σου, αλλά λογαριάζεις χωρίς αυτούς που έχουν τον τελικό λόγο στις αποφάσεις. Παρ΄ότι μιλάμε για μία ταινία, τα ντοκιμαντεριστικά στοιχεία είναι αρκετά και προσδίδουν εγγύτητα, ζωντάνια και παραστατικότητα.

Κάθε άλλο παρά σύμμαχος ο χρόνος. Εξελίσσεται σε έναν απρόσμενο, απροσδόκητο εχθρό. H Λέιλα πασχίζει να μην ηττηθεί, όμως μέσα της γνωρίζει καλά πως όποια απόφαση κι αν πάρει θα φέρει αυτή τη βαριά λέξη για πάντα στη ψυχή της. Αναλογίζεται πραγματικά ποια πραγματικά είναι η χώρα στην οποία ζει κι όλα αυτά γυρνούν τρομερά γρήγορα στο μυαλό της, σαν κινούμενες εικόνες που συναντάμε στα δελτία ειδήσεων. Η απόφαση είναι σκληρή και οι συνέπειες μεγάλες, όμως κάπως έτσι ξεκινάει κάθε επανάσταση πριν τελικά φέρει φως και ελπίδα στις ζωές των πολλών.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.