Η τελευταία σκηνή του “Μετά τον Χωρισμό” αντικατοπτρίζει τον κόσμο του σήμερα, δίχως επικριτική διάθεση. Οριακές καταστάσεις, αγωνία, σοκ. Και μετά την καταιγίδα, τα φώτα πέφτουν, οι πόρτες κλείνουν κι η ζωή συνεχίζεται. Σαν μία εικόνα της τηλεόρασης, που απλά πέρασε κι όχι σαν το θρίλερ της διπλανής πόρτας. Αυτή τη φορά ο Ξαβιέ Λεγκράν δίνει μία προέκταση με τον “Διάδοχο”. Ο κόμπος στο στομάχι είναι αναπόφευκτος και η αγωνία ξεπερνάει το κόκκινο απογειώνοντας την αδρεναλίνη. Ο θεατής ταξιδεύει σε ένα λαβύρινθο με δαιδαλώδη μονοπάτια που είναι αδύνατο να βρει διέξοδο διαφυγής.
Από την πρώτη σκηνή, με το “καλημέρα” δημιουργείται ένα δυναμικό σκηνικό υψηλής έντασης. Η μουσική έρχεται να ανεβάσει τους παλμούς και ο πρωταγωνιστής μας έρχεται “αντιμέτωπος” με τα αδρά χαρακτηριστικά των μοντέλων του οίκου ραπτικής που καλείται πλέον να διευθύνει ένας ταλαντούχος νέος. Για όποιον δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια έχουμε μία έμμεση προοικονομία για όσα θα ακολουθήσουν. Η ανέλιξη στον σύγχρονο κόσμο έχει αντίκτυπο κι όπως πολλοί ο Ελλιάς πληρώνει το κόστος της επιτυχίας με “αγχολυτικά”. Η βρωμαζεπάμη γίνεται ο σύμμαχός του. Δεν είναι πάντα αρκετή για να καλύψει όλα τα κενά.
Ένα μοιραίο γεγονός θα τον αναγκάσει να αφήσει την Ευρώπη και να επιστρέψει στο Κεμπέκ του Καναδά πολλά χρόνια μετά. Νιώθει πως αυτή η διαδρομή κρύβει παγίδες, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσδιορίσει όσα θα συναντήσει. Δε θέλει να θυμάται. Το ανεξίτηλό του τραύμα έρχεται ξανά στην επιφάνεια σαν να μπήκε αλάτι στην πληγή. Ξαφνικά ανοίγει την πόρτα κι αντικρίζει κάτι που τον σοκάρει. Έντρομος σε κατάσταση σοκ πρέπει να αναλάβει την ευθύνη. Φοβάται, ανησυχεί, αλλά ταυτόχρονα αισθάνεται πως είναι χρέος του να απεγκλωβίσει μία ψυχή.
Για ένα καλλιτεχνικό διευθυντή με συγκεκριμένες ευαισθησίες αυτή η πραγματικότητα φαντάζει με επίγεια κόλαση. Θα ήθελε να μην είχε κάνει ποτέ αυτό το ταξίδι, όμως βρίσκεται στο σημείο μηδέν. Το βλέμμα θολώνει, συντετριμμένος προσπαθεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, από ένα DNA που κυριολεκτικά και μεταφορικά τον κατατρέχει. Δεν αντέχει και αποποιείται κάθε μορφής κληρονομιά. Απόγνωση τον κυριεύει, αναζητεί βοήθεια στην επικοινωνία Τα ένοχα μυστικά έχουν έρθει πλέον στην επιφάνεια. Ποικιλότροπή βία, κοινωνικό σχόλιο για την πατριαρχία που μαστίζει τη Νότια Ευρώπη. Ένα ψυχολογικό θρίλερ που μας κρατάει για 113΄σε ορθή γωνία στη θέση μας γεμάτους ερωτηματικά για την επόμενη αποκάλυψη.
Ο σκηνοθέτης διαβάζοντας το “L΄Αscendant” του Αλεξάντρ Ποστέλ πήρε το ερέθισμα για αυτήν την κινηματογραφική μεταφορά. Όσο κι αν η παραγωγή ήταν επιφυλακτική, κατάφερε να τους πείσει και πηγαίνει ένα ακόμα βήμα μπροστά τόσο κινηματογραφικά (φωτογραφία Ναταλί Ντουράντ, μουσική ο Σεμπαστιάν Αλκοτέ και μοντάζ οι Γιώργος Λαμπρινός, Τζουλί Γουλάι), όσο και σχετικά με τη ματιά του πάνω σε σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της καθημερινότητας. Εισάγει μάλιστα ειδικά στο πρώτο κομμάτι εξαιρετικά ντοκιμαντεριστικά στοιχεία και ξεχωρίζει για την απεικόνιση με τον ρεαλισμό να κυριαρχεί αποδίδοντας υποδειγματικά μία αδυσώπητη πραγματικότητα.
“Αξιοθαύμαστος για την οικογένεια”, τραγική ειρωνεία. Ο Ελλιάς γνωρίζει καλά. Η ψυχοσύνθεσή του συνθλίβεται. Δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τίποτα. Αναζητεί την εξιλέωση, την άφεση των αμαρτιών που του κληροδοτήθηκαν κι ας μην το επέλεξε. Η κλεψύδρα αδειάζει, δεν υπάρχει σύμμαχος. Σκέψεις, τύψεις, ερινύες τον κυνηγούν. Έπρεπε να έχει επιστρέψει νωρίτερα; Mπορούσε να προλάβει; Αδυνατεί να ελέγξει την κατάσταση κι αυτό είναι που τον βυθίζει ακόμα περισσότερο στο αδιέξοδό του.
Στην επιστροφή του ο Λεγκράν, επτά χρόνια μετά τονίζει πως η πατριαρχία αποτελεί ένα από τα μείζονα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να κόψει τον ομφάλιο λώρο και τη συνέχεια από γενιά σε γενιά. Ο πρωταγωνιστής καλείται να πατήσει στα πόδια του και να γίνει αυτός που θα σταματήσει τον φαύλο κύκλο. Οι πιθανότητες δεδομένων των συνθηκών δεν είναι με το μέρος του, αξίζει όμως να εξερευνήσουμε την προσέγγιση του δημιουργού και φεύγοντας από τη θερινή αίθουσα να σκεφτούμε καλά πόσο αγώνα οφείλουμε να κάνουμε καθημερινά ως ενεργοί πολίτες για έναν καλύτερο κόσμο.