Υπάρχουν δημιουργοί που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στον ακτιβισμό μέσω του κινηματογράφου. Μία από αυτές είναι η σκηνοθέτιδα στη σημερινή μας επιλογή. Αρνείται να συμβιβαστεί και δίνει φωνή σε όσους το έχουν ανάγκη σε μία περίοδο που οι φυλετικές, αλλά κυρίως οι ταξικές διακρίσεις αναβιώνουν, όπως βλέπουμε αναλυτικά σε αυτή την ταινία που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ακροβατεί ανάμεσα στην ερευνητική δημοσιογραφία και ένα χρέος ζωής που έχει ο καθένας μας. Να αφήσει πίσω του φεύγοντας έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν που συνάντησε όταν ήρθε στη ζωή.
Με βάση το “Caste:Τhe Origins of our Discontents” της βραβευμένης με Πούλιτζερ Ιζαμπέλ Γουίλκερσον, μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη και σε συνθήκη μυθοπλασίας, φυσικά με ντοκιμαντεριστικά στοιχεία, μία ιστορία που μας ταξιδεύει στον χρόνο και αναζητά με έμφαση στη λεπτομέρεια πώς καθιερώνονται προκαταλήψεις και στερεότυπα και πώς ο ρατσισμός αναπαράγεται και οδηγεί στο μίσος και τη ποικιλότροπη βία. Ένα ιδιαίτερα σύνθετο εγχείρημα που συνεχώς φλερτάρει και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην πληροφόρηση και τον διδακτισμό με τα όρια να είναι λεπτά και δυσδιάκριτα για την πλειοψηφία των θεατών.
Η καταγωγή διαδραματίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Μπορεί ο κόσμος να έχει προχωρήσει τεχνολογικά και να παρουσιάζονται ευκαιρίες εξέλιξης και κοινωνικής ανέλιξης για ανθρώπους που τα προήγουμενα χρόνια θα ήταν “καταδικασμένοι”, ωστόσο σε μία μεγάλη εικόνα, ας δούμε για παράδειγμα την Ινδία, οι λίγοι – ελάχιστοι αποτελούν ακόμα εξαίρεση που επιβεβαιώνει έναν κανόνα. Στις κάστες και σε αυτόν ακριβώς τον ταξικό διαχωρισμό εμβαθύνει η έρευνα. Πώς δημιουργήθηκε και πώς αναπαράγεται προκειμένου να υπάρχουν διαδοχικές σχέσεις εξάρτησης; Τα αποτελέσματα συχνά είναι δυσάρεστα, είμαστε υποχρεωμένοι όμως να αναζητήσουμε την αρχή και το τέλος του μίτου.
Για την Ντιβερνέι δεν υπάρχει το ρομαντικό στοιχείο, αλλά σηματοδοτεί για την ίδια πράξη ζωής να προσπαθεί να αλλάξει το Χόλιγουντ. Με την ιστορία της Γουίλκερσον ξεφεύγει από τα στενά όρια των Αφροαμερικανών, φτάνει στην Ευρώπη, αναζητεί στοιχεία για το ολοκαύτωμα των Εβραίων και ταξιδεύει στην Ινδία για να κάνει ανάλογους παραλληλισμούς. Σε κάποιες στιγμές θεωρώ πως θα μπορούσε να έχει στοιχεία για φυλές όπως αυτή που παρουσιάζεται στους “Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού” του Μάρτιν Σκορσέζε, για να στηρίξει ακόμα καλύτερα τον σκοπό της. Δε χωρούν όμως όλα όσα θα ήθελε να δείξει σε ένα έργο που βέβαια ξεπερνάει τις δύο ώρες.
Με τη φωνή της Τόνι Μόρισον δίνει έναν χαρακτήρα καθολικότητας και υψηλού κύρους στην αφήγησή της. Παράλληλα εξετάζεται η διαχείριση της απώλειας. Αποδεικνύεται περίτρανα πως η δύναμη τους ανθρώπου είναι τεράστια κι οι νέες προκλήσεις κλείνουν τις πληγές με τον χρόνο και την εργασία να αποτελούν “γιατρικό”. Σε αυτές τις περιπτώσεις όσα χρήματα κι αν έχει κανείς, όποια κι αν είναι η προέλευσή του σε συνθήκες μίας ευάλωτης ψυχολογίας και ιδιοσυγκρασίας μπορεί να επέλθει γενικό κρασάρισμα που θα ρίξει τους διακόπτες στον οργανισμό. Είναι πολύ σημαντικό. Να υπάρχει προσωπική προετοιμασία και ένα φιλοσοφικό βάθος για τη συνέχεια και τον κύκλο της ζωής.
Από τη Βενετία ταξιδεύει το μήνυμα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από το “Selma” (2014), περίπου δέκα χρόνια μετά το “Οrigin”. Η αντοχή του ανθρώπου και τα ψυχικά αποθέματα τεράστια, αρκεί να μη δεχτεί να παραιτηθεί. Οι πειρασμοί να δει το προσωπικό και να γυρίσει την πλάτη στο συλλογικό θα είναι πολλοί. Η Ντιβερνέι μας δείχνει έναν άλλον δρόμο. Αυτόν στον οποίο έχει αφιερώσει τη ζωή της. Μπορεί να το έχει πληρώσει, μπορεί να το πληρώνει ακόμα και σήμερα, ωστόσο δεν έχει καμία διάθεση να κάνει βήμα πίσω, καθώς είναι σίγουρη πως κάνει τουλάχιστον ένα βήμα προς έναν κόσμο καλύτερο με λιγότερη μισσαλοδοξία και ρατσισμό για τις ευάλωτες ομάδες.