Ασπρόμαυρο φόντο, το πράσινο της φύσης, η κλιμακούμενη βία ως φαύλος κύκλος κι η ανθρώπινη ζωή που όσο περνούν τα χρόνια χάνει την αξία της. Αυτά θα συναντήσει κανείς εφόσον επιλέξει να έρθει αντιμέτωπος με σκληρές εικόνες και μία αφήγηση που τουλάχιστον κατά τα 2/3 της καλύπτει στο έπακρο μία ζοφερή πραγματικότητα που συνειδητά αποσιωπείται στον βωμό της εξυπηρέτησης παγκοσμίων συμφερόντων. Αρκετοί δηλώνουν πως δεν αντέχουν άλλο προσφυγικό, άλλοι θεωρούν πως το ζήτημα έχει λήξει, σε μία χώρα όμως που έγινε το μεγαλύτερο ναυάγιο των τελευταίων ετών με αθώα θύματα δεν μπορούμε παρά να ρίξουμε φως σε μία τέτοια σκηνοθετική προσπάθεια.
Η Ανιέσκα Χόλαντ δεν είναι μία τυχαία δημιουργός. Έχει βρεθεί υποψήφια για Όσκαρ και ένιωσε την ανάγκη να εκφράσει μέσω του έργου της τους βαθείς προβληματισμούς της για έναν κόσμο που έχει αποκτηνωθεί, έχει απολέσει την αίσθηση του μέτρου και νομοτελειακά οδηγείται ολοένα και πιο κοντά στον νόμο της ζούγκλας χωρίς κανένα καθεστώς προστασίας για τους πιο ευάλωτους. Δεν είναι τυχαία πως η προβολή της στην Πολωνία σήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την απερχόμενη κυβέρνηση και πιθανώς ευνόησε κι αυτή στον βαθμό που η Τέχνη το μπορεί, ώστε να έρθει μία αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό.
Όπως εύκολα κατανοεί κανείς το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο κυριαρχεί. Άνθρωποι που ξεκίνησαν με το χαμόγελο και την ελπίδα (σκηνή στο αεροπλάνο), προσγειώθηκαν σε ένα σύμπαν που ουσιαστικά δεν είχαν φανταστεί και επέτεινε την κόλαση που άφησαν πίσω τους στη Συρία. Το ζήτημα είναι πως δεν υπάρχει καθολική ενημέρωση και στρατηγική με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και αυτοί οι άνθρωποι να αντιμετωπίζονται ως παρίες που έρχονται στην Ευρώπη να δημιουργήσουν προβλήματα. Κακά τα ψέματα ο εθνικισμός που ανακάμπτει σε κράτη όπως η Λευκορωσία του Λουκασένκο, αλλά κι η μέχρι πρότινος κατάσταση στην Πολωνία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Αέναη περιπλάνηση, συνεχείς επαναπροωθήσεις, εξάντληση και αναζήτηση χαραμάδας φωτός μέσα στο γκρίζο. Οι άνθρωποι ζητούν μία ζωή με αξιοπρέπεια. Πολιτικό άσυλο και μία νέα αρχή. Δυστυχώς όμως τα τείχη που υψώνονται ως αποτέλεσμα της Γεωγραφίας (κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες το νέο βιβλίο του Τιμ Μάρσαλ, αλλά καλό είναι να ανατρέξουμε και στα προηγούμενα) δημιουργούν απόσταση και αρκετές φορές οδηγούν τους κατατρεγμένους σε έναν επώδυνο επίλογο. Η φωτογραφία του Τόμας Νάουμιουκ είναι πλήρως κατατοπιστική για το μέγεθος της διάβρωσης της φύσης μας.
Τα “Πράσινα Σύνορα” που παίρνουν την ονομασία τους από το δάσος στο οποίο βρίσκονται τα σύνορα των δύο χωρών μετατρέπονται σε έναν κόκκινο εφιάλτη που καταφέρνει να χρωματίζει με τον πόνο και τις πληγές το ασπρόμαυρο της οθόνης. Ο δρόμος είναι μακρύς, τα εμπόδια πολλά και η εκπλήρωση του στόχου αμφίβολη. Όσο ο χρόνος περνάει, η κλεψύδρα αδειάζει και οι πιθανότητες επιτυχίας μειώνονται δραματικά. Το κόστος της πολύπλευρης απώλειας μάλιστα στοιχειώνει όσους τα έχουν καταφέρει και τους οδηγεί σε μία διαδικασία παραίτησης που επιτείνει το αδιέξοδο κι οδηγεί στο χάος.
Μοναδική ενδεχομένως παραφωνία, που όμως εκφράζει τον υποκειμενισμό της αφήγησης της Χόλαντ αποτελεί το τελευταίο κομμάτι του έργου, στο οποίο γίνεται μία αντιδιαστολή με το προσφυγικό ρεύμα από την Ουκρανία και διαμορφώνεται μία άτυπη σύγκριση σχετικά με τη συμπεριφορά και τις εντολές που δέχονται οι συνοριοφύλακες κατά περίπτωση. Για κακή τους τύχη γίνονται κι αυτοί γρανάζια μίας μηχανής που τους εξαϋλώνει κι οι συνέπειες έχουν αντίκτυπο σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους. Μέσα από όλα τα παραπάνω οδηγούμαστε σε αυτό το διφορούμενο φινάλε, σε μία ταινία πάντως που ξεκάθαρα στο κέντρο της έχει τον άνθρωπο δίχως να επιλέγει και να ξεχωρίζει πολίτες διαφορετικών κατηγοριών.