Λίγο πριν μπει στη 10η δεκαετία της ζωής του και λίγο πριν φτάσει τις τριάντα του ταινίες (αυτή είναι 28η προσπάθεια), ο μπαρουτοκαπνισμένος σκηνοθέτης επιχειρεί ένα έργο ζωής φέρνοντας τον “Napoleon” στην μεγάλη οθόνη. Μέσα από ένα ντελίριο εικόνων 158΄ προσπαθεί να εξιστορήσει τα γεγονότα που έφεραν τον σπουδαίο στρατηλάτη στην ηγεσία, την μεγάλη του εκστρατεία και τη συνέχεια της ζωής του μετά το «Βατερλώ». Σημείο κλειδί ωστόσο αποτελεί η σχέση του με την Ιωσηφίνα (Βανέσσα Κέρμπι). Το πρώτο τρίτο θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφιερώνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στον έρωτα, στην αγάπη και τη γυναίκα.
Από τους φωτεινούς “Duellists” του 1977 περνάει μπροστά μας μία διαδρομή ζωής που καταλήγει με ένα ιδιότυπο χαρακτήρα σε ένα σχήμα κύκλου που τα φώτα χαμηλώνουν και μας μεταφέρει στα πεδία των μαχών. Εκεί ο σκηνοθέτης μπορεί να δείξει μαγικά πράγματα από άποψη κινηματογραφικής αισθητικής. Προσπαθεί όμως να δώσει μία πιο σύνθετη προσέγγιση στη βιογραφία που μεταφέρει στη σκοτεινή αίθουσα. Παρά τις ιστορικές παραλείψεις για τις οποίες κατηγορείται ήδη από Γάλλους ιστορικούς, θέλει να κάνει το βήμα παραπάνω και να δώσει ποικίλες προεκτάσεις σε μία ιστορία που αρκετοί δε γνωρίζουν σε βάθος. Ο δρόμος που επιλέγει δεν είναι εύκολος και κρύβει παγίδες, όσο κι αν το αρνείται ο μεγάλος μας πρωταγωνιστής.
Σε αυτόν επενδύει ο Σκοτ σε μία συνεργασία που περίμενε για χρόνια. Με το ερμηνευτικό του εκτόπισμα ο Χοακίν Φίνιξ δίνει το δικαίωμα ανάδειξης ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικότητας του Ναπολέοντα. Δίνεται ένα ψυχολογικό υπόβαθρο στον ήρωα – τύραννο, που πίστεψε πως δε θα ηττηθεί ποτέ, μεθυσμένος από το νέκταρ των διαδοχικών επικρατήσεων κι οδηγήθηκε στην απόλυτη ματαιότητα και την τρέλα μετά την κομβικής σημασίας ήττα στην ιστορική πόλη του Βελγίου. Οι παραλληλισμοί με ηγέτες της σημερινής εποχής μπορεί να γίνουν στο μυαλό αρκετών. Πιθανώς είναι μία ακόμα διάσταση που θέλει να δώσει στο έργο του ο Σκοτ σε μία εποχή γενικότερης αποσταθεροποίησης σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο λαϊκισμός που χρησιμοποίησε ως τακτική ο μεγάλος, λαοπλάνος ηγέτης για να σύρει μαζί του σε πολεμικές επιδρομές τον λαό είναι χαρακτηριστικό που και σήμερα απασχολεί πολιτικούς κι όχι μόνο επιστήμονες. Η ματιά του Φίνιξ διαπερνά μονομιάς τον χρόνο και δημιουργεί την απαιτούμενη γέφυρα, ώστε να γίνουν οι συνειρμοί. Ουδείς παραμένει αλώβητος στον χρόνο. Αυτή είναι άλλη μία φιλοσοφική διάσταση που διακρίνουμε σε αυτήν την πολυαναμενόμενη ταινία για το 2023 που θέτει ως στόχο της τις υποψηφιότητες για Όσκαρ. Το τρίτο και τελευταίο μέρος κατά κάποιον τρόπο διακωμωδεί με νότες χιούμορ τον μεγάλο χαμένο, χωρίς όμως να υπάρχει μία ξεκάθαρη αίσθηση ολοκλήρωσης του φιλμ.
Μέσα από τη διαδρομή του Ναπολέοντα διακρίνουμε με έμμεσο τρόπο και την αντίστοιχη της ίδιας της Γαλλίας. Δίνεται το έναυσμα να αναζητήσουμε ακόμα περισσότερα ιστορικά στοιχεία για την κρίσιμη αυτή εποχή. Η αίσθησή μας ωστόσο είναι πως μέσα από αυτή την μεγάλη παραγωγή βγαίνει ένα μήνυμα αγάπης και βαθιάς σχέσης των ανθρώπων που έρχεται ως δευτερεύον φαινομενικά, αλλά ανάγεται σε πρωτεύον και επιβεβαιώνει πως πίσω από έναν ισχυρό άντρα κρύβεται πάντα μία γυναίκα που του δίνει τη σιγουριά να προχωρήσει και να υλοποιήσει όσα σχεδιάζει.
Μαεστρία του δημιουργού, έμπνευση του πρωταγωνιστή που μας έχει συνηθίσει να αυτοσχεδιάζει στα όρια του σεναρίου και η φωτογραφία του Ντάριους Βόλσκι μας ταξιδεύουν διαφορετικά σύμπαντα και μαγνητίζουν το μυαλό και τις αισθήσεις μας για περίπου τρεις ώρες. Το ζήτημα είναι πως εξερχόμενοι από τον κινηματογράφο και σκεπτόμενοι το συνολικό αποτέλεσμα νιώθουμε πως κάτι λείπει. Ανάλογο έλλειμμα δεν προέκυπτε μετά την πρόσφατη “Tελευταία Μονομαχία” κι αυτό είναι κάτι που φυσικά πρέπει να απασχολήσει τον έμπειρο σκηνοθέτη που ήδη μας έχει προϊδεάσει για δύο ακόμα του έργα προσεχώς …