Να δούμε τη νέα ταινία του Λάνθιμου; Αυτή είναι η ερώτηση που κυριαρχεί. Στον δρόμο, σε SMS, στο messenger, σε άλλες εφαρμογές μέσων κοινωνικής δικτύωσης έρχεται ένα καταιγισμός σχετικών ερωτήσεων. Η απάντησή μας είναι ΝΑΙ. Αξίζει να βασανιστείς σε ένα σύμπαν που δε δίνει εύκολες απαντήσεις και δεν έχει στρωτή πλοκή. Ο Γιώργος Λάνθιμος μετά την παγκόσμια αναγνώριση (“The Favourite”, “Poor Things”) επιστρέφει θα λέγαμε εκεί που ανήκει και συναντάει τον Ευθύμη Φιλίππου. Μαζί δημιουργούν ένα άβολο σεναριακό περιβάλλον που ακροβατεί μεταξύ ακραίου ρεαλισμού και μαύρης κωμωδίας. Τρεις σπονδυλωτές ιστορίες συνολικής διάρκειας 2 ωρών και 44 λεπτών δίνουν μία αντι-οσκαρική παραγωγή, που έκανε την πρεμιέρα της στις Κάννες πριν λίγες ημέρες και ο Τζέσι Πλέμονς βραβεύτηκε για την ερμηνεία του.

Είναι πιο κοντά στον “Κυνόδοντα”, στον “Αστακό”, στον “Θάνατο του Ιερού Ελαφιού”; Με έναν μοναδικό τρόπο αγγίζει και διατρέχει και τις τρεις ταινίες. Με την επιλογή κορυφαίων συνεργατών παραδίδει ένα άρτιο οπτικοακουστικό θέαμα. Σαρκάζει, στηλιτεύει και ταυτόχρονα αυτοσαρκάζεται. Ο Λάνθιμος ,όμως, στην όγδοη σκηνοθετική του απόπειρα καταφέρνει να δημιουργήσει ένα υπαρξιακό πορτραίτο και διερωτάται δυνατά έχουμε φτάσει στο απώτατο σημείο της ανθρωπότητας που μόνο θαύματα μπορούν να μας σώσουν από την απελπισία που κατακλύζει τις ζωές μας;

Δεν πρέπει να αναλύσουμε τα επεισόδια της πλοκής. Αυτά πρέπει να τα ανακαλύψει ο θεατής. Ο καθένας από τη δική του οπτική γωνία. Ο σκηνοθέτης δίνει απλά το ερέθισμα. Ειδικά αυτή η ταινία μοιάζει με ένα λογοτεχνικό έργο που ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως. Πολύ δύσκολα θα συμφωνήσουν οι κριτικοί ή θα δουν κοινά στοιχεία στην ανάγνωσή τους. Παρ΄ ότι η ταινία γυρίζεται στη Νέα Ορλεάνη, τα δύο πρώτα της κομμάτια θυμίζουν έναν ευρωπαϊκό κινηματογράφο που λατρεύει ως φιλοσοφία το Φεστιβάλ των Καννών. Θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφέρω πως είδα στοιχεία που αγγίζουν τον Έστλουντ (“Τρίγωνο”, “Τετράγωνο”) και την Ντικουρνό (“Titane”). O Λάνθιμος όμως αν και το κάνει πολύ περίτεχνα κάνει κυρίως κοινωνικό σινεμά. Επιλέγει έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο από τον Κεν Λόουτς, τους αδελφούς Νταρντέν, τον Φαραντί, τον Κόρε Έντα κοιτούν όμως όλοι τους στον ίδιο στόχο κι ας ταξιδεύουν με διαφορετικές πυξίδες.

Ένοχα μυστικά, πλάνα αφ΄υψηλού που δίνουν μία ψευδαίσθηση επιτυχίας που έρχεται να διαλύσει η ίδια η αφηγηματική αλληλουχία. Η ευτυχία δεν αγοράζεται, ούτε χαρίζεται. Οι σχέσεις εξουσίας, αλληλεξάρτησης και υποτέλειας αναπτύσσονται πολυεπίπεδα. Διπλοί ρόλοι, παιχνίδι υποκρισίας, προσπάθεια εξιλέωσης και λύτρωσης, ονειρικό στοιχείο ως όχημα επεξήγησης. Οικολογικό πρόσημο, τα σκυλιά στην πρώτη γραμμή μέσα στα αδιέξοδα της πραγματικότητας. Χαράσσεται ένας δρόμος προς πάσης φύσεως ελευθερία που χάνεται μέρα με την μέρα στον σύγχρονο κόσμο. Μπορεί όχι στον βαθμό του “Poor Things”, αλλά κι αυτή τη φορά η σεξουαλική απελευθέρωση γίνεται μέρος της λύσης μέσα στο γενικευμένο αδιέξοδο των σύγχρονων κοινωνιών ή μήπως όχι;

Ο Jesse Plemons (“Εξουσία του Σκύλου”), ο Willem Dafoe, η μούσα του Λάνθιμου, Emma Stone, η Margaret Qualley και οι Ηong Chau, Mamoudou Athie, Joe Alwyn και Ηunter Schafer αλλάζουν συνεχώς ρόλους. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τους ηθοποιούς έτσι γίνεται και στην ίδια την καθημερινότητα. Τέχνη και πραγματικότητα συμπλέκονται σε αυτό το επίπεδο. Για να γίνει ακόμα πιο δυνατό το μήνυμα έρχεται η φωτογραφία του Robbie Ryan να εγκλωβίσει όσους παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα μέχρι το φινάλε.

Η επιστροφή δεν αποτελεί πισωγύρισμα – ακόμα κι αν αρκετοί το χαρακτηρίσουν με αυτόν τον τρόπο. Οι “Lanthimos Hooligans” θα λατρέψουν κι αυτήν την απόπειρα. Το mainstream κοινό μίας ποπ κουλτούρας που συνάντησε τον σκηνοθέτη στις δύο τελευταίες του ταινίες θα προβληματιστεί εκ νέου και πιθανότατα η εμπιστοσύνη του θα κλονιστεί. Η έννοια της θυσίας έχει εξέχουσα θέση σε αυτή τη δημιουργία. Το δεδομένο είναι πως οι μεγάλοι σκηνοθέτες βασανίζονται από έναν προβληματισμό και πάνω σε αυτόν γυρνούν ξανά και ξανά την ίδια ταινία. Ο Λάνθιμος το κάνει, αλλά εμείς είναι πολύ δύσκολο να το κατανοήσουμε με τους μανδύες που χρησιμοποιεί κάθε φορά. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε αυτόν τον κόσμο που τελικά μετά από μία εσωτερική διαδικασία θα αντικατοπτρίζει τον δικό μας και θα μας κάνει καλύτερους.