Το “Στο Γραφείο Καθηγητών” του Ιλκέρ Κατάκ ανήκει στην κατηγορία των ταινιών που περιγράφονται καλύτερα ως «καθημερινά θρίλερ». Πρόκειται για μια ταινία στην οποία οι χαρακτήρες παλεύουν όχι μόνο για τη ζωή τους, αλλά για τον βιοπορισμό τους: πασχίζουν εναγωνίως να συντηρήσουν τις οικογένειές τους και να μην χάσουν τις δουλειές τους.
Το πρώτο πράγμα που σε κεντρίζει είναι η μουσική: μια αγωνιώδης, παλλόμενη ενιαία νότα. Βιολιά, υπερένταση και τεντωμένα νεύρα. Είναι μια πνιγηρή κρίση πανικού με μουσική υπόκρουση. Και είναι ένα αριστούργημα στη χρήση μιας απογυμνωμένης, μινιμαλιστικής προσέγγισης με συναρπαστικό αποτέλεσμα, που σε ακολουθεί σε όλο το καταπληκτικό δράμα που απέσπασε το φετινό βραβείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Το σκηνικό διαδραματίζεται σε ένα γερμανικό σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μια τοποθεσία από την οποία η ανήσυχη, πολύβουη κάμερα απομακρύνεται μόνο μια φορά. Ο Κατάκ ενισχύει αυτήν την καταπιεστική αίσθηση με τη λήψη σε στενή, κλειστή αναλογία των διαστάσεων: το κτίριο μπορεί να μοιάζει ευάερο και ανοιχτό, αλλά οι τοίχοι κλείνουν. Σε πλακώνουν. Όπως ενίοτε πλακώνει και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Στην ταινία, η τάξη, το προαύλιο, το σχολείο λειτουργεί ως μικρόκοσμος που πραγματεύεται ζητήματα φυλετικών και κοινωνικοοικονομικών διακρίσεων. Αλλά αυτό λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις, με μια κατοπτρική εικόνα της πολιτικής οικονομίας της παιδικής χαράς να αντανακλάται στους ελιγμούς των μικροαστικών καπρίτσιων που παίζονται στην αίθουσα προσωπικού. Η ταινία επικεντρώνεται στην ιδεαλίστρια και αλάνθαστη δασκάλα που, μέσω ενός παρορμητικού λάθους, ανατρέπει την ευαίσθητη ισορροπία του εργασιακού της χώρου.
Η Λέονι Μπένες είναι εξαιρετική εδώ ως Κάρλα Νόβακ, μια ιδεαλίστρια νεαρή δασκάλα που φοβάται το ίδιο της το θάρρος και καταβάλλεται από μια χιονοστιβάδα γεγονότων που η ίδια έχει πυροδοτήσει σε μια στιγμή εκνευρισμού της. Υποδύεται μία 30χρονη καθηγήτρια μαθηματικών στους πρωτοετείς μαθητές ενός γερμανικού γυμνασίου. Νεοφερμένη στο σχολείο ψάχνει τα πατήματά της – τόσο απέναντι στα ατίθασα, με τις ορμόνες τους να βράζουν 12χρονα, όσο κι ανάμεσα στους συναδέλφους της στο γραφείο καθηγητών, οι οποίοι μοιάζουν πιο συμβιβασμένοι, πιο συστημικοί, πιο βολεμένοι. Τουναντίον, η Κάρλα είναι ιδεαλίστρια, κουβαλά στο ελαφίσιο βλέμμα της αυτή την λαχτάρα να επιδράσει, να εμπνεύσει, να διδάξει, αλλά και να πριθαρχήσει. Στο γραφείο των καθηγητών κάθεται μακριά από τα πηγαδάκια, κοιτάει τη δουλειά της.
Απογοητευμένη από τον κακό χειρισμό μιας σειράς μικροκλοπών από τους συναδέλφους της, η Κάρλα παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, στήνοντας μια παγίδα και βιντεοσκοπώντας κρυφά τον δράστη επ’ αυτοφώρω.
Όμως ο κλέφτης αποδεικνύεται ότι είναι ένα πολύ αγαπητό μέλος της σχολικής κοινότητας και το βίντεο της Κάρλα αποτελεί πιθανή πράξη εγκληματικής ενέργειας, που παραβιάζει την πολιτική προσωπικών διδομένων. Η διευθύντρια εμπλέκει την αστυνομία και η δυσάρεστη κατάσταση παίρνει τρομερές διαστάσεις. Σύντομα η Κάρλα αντιμετωπίζει αντιδράσεις από μαθητές, προσωπικό και γονείς και κάθε φορά που ανοίγει το στόμα της φαίνεται να κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Με καστανόξανθα μαλλιά και χλωμό βλέμμα, η Μπένες μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στην αυστηρότητα και το άγχος. Στην αρχική σκηνή με μια ορχηστρική προθέρμανση ως soundtrack βλέπουμε την Κάρλα να προσπαθεί να πειθαρχήσε την φλύαρη τάξη της με ένα αυστηρό κούνημα των χεριών της. Η Κάρλα αρέσκεται στο να μεταβάλλει το απρόβλεπτο σε προβλεπτό, επιμένοντας ξανά και ξανά στις μαθηματικές αρχές της απόδειξης της απόδειξης. Θα έπρεπε να βρίσκεται στο στοιχείο της ανάμεσα στη γεωμετρική αρχιτεκτονική και τις ρυθμίσεις του σχολείου: τα ευθυγραμμισμένα ντουλάπια αρχειοθέτησης, τις παράλληλες σειρές θρανίων και το λουστραρισμένο δάπεδο της αίθουσας γυμναστικής. Όμως οι σφιγμένοι ώμοι της και η απότομη, υπερβολικά επαγγελματική συμπεριφορά της υποδηλώνουν ότι δεν αισθάνεται άνετα, ακόμα πολύ προτού το περιβάλλον αρχίσει να γίνεται εμφανώς εχθρικό.
Σίγουρα, κάτι φαίνεται σάπιο από την αρχή στην όλη υπόθεση.
Ένας δάσκαλος αναφέρει ότι μεγάλες ποσότητες μολυβιών λείπουν από την αποθήκη. Ένας άλλος κλέβει κρυφά τα ρέστα από το κουτί της αίθουσας προσωπικού. Δυο παιδιά φεύγουν από την τάξη για τσιγάρο – ή ίσως για κάτι πιο ύποπτο. Η πολιτική μηδενικής ανοχής του σχολείου επιβάλλεται από δύο καθηγητές που μοιάζουν σαν να βγήκαν από αστυνομική ταινία της δεκαετίας του ’70, που παριστάνουν τον καλό και κακό αστυνομικό. Δεν μοιάζει καθόλου τυχαίο ότι οι υποψίες τους πέφτουν πρώτα σε ένα παιδί μεταναστών («Ξέρετε ότι ο πατέρας του είναι οδηγός ταξί;», γνέφει ο ένας, λες και αυτό είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι είναι εγκληματίας). Η ίδια η Κάρλα γεννήθηκε στην Πολωνία και όπως είναι λογικό, θέλει να αποφύγει το ζήτημα της καταγωγής της.
Η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο εκνευριστική και παρανοϊκή, ένα αποτέλεσμα που ενισχύεται από την επιλογή του Κατάκ να τοποθετήσει ολόκληρη την ταινία μέσα στο χώρο του σχολείου. Η ταινία είναι πολύ καλή στο να ανακαλεί την παράδοξη κακία των παιδιών: φέρνει στο μυαλό την ταινία Η λευκή κορδέλα (2009) του Μίκαελ Χάνεκε, και την ταινία Playground (2022) της Λάουρα Γουάλεν, ταινίες που, όπως και η ταινία τού Κατάκ, θέτουν την τάξη ως ένα σημείο στο οποίο οι ενήλικες είναι λιγότεροι και εν τέλει αναποτελεσματικοί. Ίσως η πιο κοντινό παράδειγμα, ωστόσο, είναι το ντεμπούτο της Μάρεν Άντε Το Δέντρο Αντί Για Το Δάσος (2003). Το σημείο στο οποίο αυτές οι ταινίες πετυχαίνουν, ωστόσο, ενώ η ταινία του Κατάκ δεν πετυχαίνει, είναι ότι θέτουν ένα διακύβευμα. Και η ταινία του Κατάκ αδυνατεί να θέσει ένα διακύβευμα.
Για να μας ενδιαφέρει η μοίρα της Κάρλα, κάτι πρέπει να διακυβεύεται, και εδώ δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς είναι αυτό. Δεδομένου ότι το σχολείο είναι υποστελεχωμένο όπως είναι, ξέρουμε ότι δεν είναι πιθανό να χάσει τη δουλειά της- δεν υπάρχει πραγματική απειλή βίας- ενώ η προσωπική της ζωή παραμένει μυστήριο.
Υπάρχει η υπόνοια ότι η διαφθορά είναι γραφειοκρατική και βαθιά συστημική – αλλά η ταινία είναι τόσο απασχολημένη με το να διασύρει τα πάντα που γίνεται ασαφής. Μια κακοσχεδιασμένη σουρεαλιστική σεκάνς υπονομεύει μια κατά τα άλλα αυστηρά ρεαλιστική αισθητική, και το τελευταίο πλάνο είναι ένα ακατάλληλο πλάνο. Είναι πολύ πιθανό αυτά τα στοιχεία να αποσκοπούν σκόπιμα στο να υπονομεύσουν τη δέσμευση της ίδιας της Κάρλα να βάλει τάξη στο χάος, υπονοώντας ότι η ανθρωπιά βρίσκεται στο κλείσιμο του ματιού και στις παρατυπίες που παρακάμπτουν το νομοθετικό πλαίσιο και την τάξη. Ο θεατής ωστόσο, μένει με την αίσθηση της ανολοκλήρωτης υπόθεσης. Και καλείται να δώσει μόνος του τις απαντήσεις. Ή και να τις δοκιμάσει ο καθείς στον δικό του μικρόκοσμο.
Δείτε επίσης: Από το “Die Nibelungen” έως το “Dune 2”: 100 χρόνια επικού κινηματογράφου φαντασίας