Υπάρχει μια (μόνο μια; πολλές είναι. Αλλά χάριν συντομίας, θα πούμε απλώς «μια») συγκεκριμένη σκηνή στις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» όπου ο Στίβεν Σπίλμπεργκ κάνει τον θεατή του να μένει με ανοικτό το στόμα από την εξυπνάδα της κάμεράς του.
Ένας ινδός άνδρας στέκεται στην κορυφή ενός λόφου, εκτελώντας χρέη μεταφραστή για έναν γάλλο επιστήμονα, και απευθύνεται στο πλήθος που βρίσκεται συγκεντρωμένο από κάτω του. Τούς ρωτάει όλους αν «ακούνε φωνές».
«Ναι», απαντάνε σύσσωμοι, ψέλνοντας ταυτόχρονα μια μελωδία με πέντε χαρακτηριστικές νότες. «Από πού ακούγονται αυτές οι φωνές;», τους ξαναρωτάει.
Και τότε μια συστάδα από εκατοντάδες χέρια εμφανίζεται στην οθόνη μας, δείχνοντας τον ουρανό.
Με μια και μόνο σκηνή (χωρίς, ας πούμε, να παραβλέπουμε την εξίσου μεγαλοφυή σύλληψη της σκηνής της απαγωγής του πιτσιρικά από το σπίτι του, μπροστά στα μάτια της έντρομης μητέρας του ή εκείνη όπου ο πρωταγωνιστής Ρίτσαρντ Ντρέιφους «λούζεται» για πρώτη φορά από το φως της εμφάνισης ενός UFO την ώρα που βρίσκεται σταματημένος με το τζιπ της δουλειάς του σε ένα ερημικό σταυροδρόμι στη μέση του πουθενά) ο Σπίλμπεργκ μάς έκανε όλους να κοιτάξουμε, έστω για μια στιγμή, προς τον ουρανό αναζητώντας πιθανές μορφές διασύνδεσής μας όχι με τα «επίγεια», τα γνωστά, τα συνηθισμένα, αλλά με τα «υπέργεια», τα άγνωστα, τα πτερόεντα.
Μια παραβολικά παγκόσμια αλήθεια για την μορφή που ενδεχομένως μπορεί να έχει ο «καλός τε καγαθός» άλλος, ακόμη και αν αυτός έρχεται από «άλλους κόσμους», σε μια Αμερική ήδη πολωμένη από τα πολιτικοοικονομικά «μπουγαδόνερα» του τέλους του πολέμου του Βιετνάμ (εκεί όπου οι ΗΠΑ παραδέχτηκαν ότι νίκησαν οι «άλλοι») και το σκάνδαλο του Γουότεργκέιτ που «έριξε» για πρώτη φορά έναν πρόεδρο από τον θώκο του.
Το 1975, αμέσως μετά τα «Σαγόνια του Καρχαρία», το νέο «wunderkind» του Χόλιγουντ, ο Σπίλμπεργκ, ο οποίος τότε δεν είχε κλείσει καν τα 30 του χρόνια, δέχτηκε έντονη πίεση από τα κινηματογραφικά στούντιο να παραδώσει, ως τροφαντή «κότα» που ήταν, ένα ακόμη «χρυσό αυγό».
Και αυτός μετέφερε το ενδιαφέρον του από τις θάλασσες στους ουρανούς. Και «Από τη Γη στη Σελήνη», όπως ήταν ο τίτλος του αγαπημένου του βιβλίου, αυτό του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν, το οποίο διάβαζε φανατικά ξανά και ξανά, μεγαλώνοντας.
Άρχισε λοιπόν να διαβάζει τα βιβλία του Jacques Vallée, ενός γάλλου επιστήμονα που ζούσε μόνιμα στις ΗΠΑ και που, τότε, θεωρούταν παγκοσμίως ως ο πιο διαπρεπής «ουφολόγος». «Μελετητής των ΑΤΙΑ», κατά το επιστημονικώς και ακαδημαϊκώς ευπρεπέστερο.
Και βασισμένος πάνω σε αυτά, έγραψε το πρώτο draft των «Στενών Επαφών». Το draft πέρασε από τους διεξοδικούς ελέγχους των κινηματογραφικών στούντιο, τα οποία τότε – και είναι προς τιμήν τους αυτό – όχι μόνο πόνταραν πάνω στην κινηματογραφική ευθυκρισία του «αλόγου» με το όνομα Σπίλμπεργκ, αλλά είχαν τα «κοχόνες» να ρίξουν και τα (πολλά) χρήματά τους σε μια ταινία αμιγώς sci-fi – να υπενθυμίσουμε ότι μέχρι το 1975-76, το αμερικανικό σινεμά είναι κυρίως πολιτικό και κοινωνικό, ασχολούμενο με φλέγοντα ζητήματα όπως η θέση των πολιτών μέσα σε ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, η ακεραιότητα της αστυνομίας, της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ ή η ορατή απειλή του πυρηνικού ολέθρου, με την απαρχή της νέας sci-fi κινηματογραφικής εποχής να ξεκινάει αμέσως μετά την προβολή του Star Wars, το καλοκαίρι του 1977.
Κοινώς, ναι μεν οι «Στενές Επαφές» συνέπεσαν με το «Νέο Κύμα» της επιστημονικής φαντασίας στο αμερικανικό σινεμά, αλλά την εποχή της δημουργίας και των γυρισμάτων τους, το κατά πόσο θα είχαν επιτυχία στο box office ήταν ένα στοίχημα που πολλοί – εντός και εκτός του στούντιο της Columbia Pictures, η οποία εν τέλει αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ταινία – αμφισβητούσαν ανοικτά ότι θα κερδηθεί.
Ο Σπίλμπεργκ αρχικά – και μιλάμε για την διετία 1974-75 τώρα – φέρεται να ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ ή μια ταινία μεγάλου μήκους (αλλά σχετικά χαμηλού προϋπολογισμού) επικεντρωμένη πάνω στην ιστορία κάποιων ανθρώπων που πίστευαν στα UFO και (ισχυρίζονταν ότι) είχαν κάποιες εμπειρίες ή «επαφές», στενές ή μη, με ΑΤΙΑ. Το αρχικό όνομα αυτού του πρότζεκτ ήταν «Watch the Skies», δηλαδή «Κοίτα τους Ουρανούς», το οποίο είχε κουτσο-γράψει από το 1973 κιόλας.
Προσέλαβε τον (τότε άγνωστο, αλλά μετέπειτα σπουδαίο) σεναριογράφο Paul Schrader για να γράψει το σενάριο, με την ελπίδα να ξεκινήσει τα πρώτα γυρίσματα στα τέλη του 1974, αλλά στην πορεία ο Σπίλμπεργκ έκλεισε το συμβόλαιο για το «Jaws», οπότε άφησε για λίγο τα ΑΤΙΑ στην άκρη, προκειμένου να ασχοληθεί με τον «Bruce», τον μηχανικό του καρχαρία και βασικό πρωταγωνιστή του επερχόμενου έργου του.
Εντωμεταξύ, ο Σρέιντερ, ταυτόχρονα με τα γυρίσματα των «Σαγονιών», έγραψε το σενάριό του και το παρέδωσε στον Σπίλμπεργκ, αλλά αλλαγμένο ριζικά: είχε αλλάξει μέχρι και τον τίτλο, μετονομάζοντάς το σε «Kingdom Come», οπότε ο Σπίλμπεργκ ξενέρωσε εντελώς μαζί του και έδωσε το «Watch the Skies» σε τέσσερις ακόμη σεναριογράφους: οι John Hill, David Giler, Hal Barwood και Matthew Robbins απέτυχαν και αυτοί από την πλευρά τους να ικανοποιήσουν τον Σπίλμπεργκ, ο οποίος είδε και απόειδε και κατάλαβε ότι θα έγραφε ένα ικανοποιητικό σενάριο μόνο αν ασχολιόταν σοβαρά ο ίδιος με αυτό.
Και το έκανε. Απλά τού άλλαξε τον τίτλο: το ονόμασε «Close Encounters of the Third Kind» γιατί του άρεσε πολύ η συστοιχία των λέξεων, αραδιασμένη η μία δίπλα στην άλλη.
Στην πορεία, ο Σπίλμπεργκ ευτύχησε να συνεργαστεί με ένα all-star cast και εξίσου ταλαντούχους συνεργάτες, οι οποίοι πείστηκαν από το όραμά του: π.χ. ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους, με τον οποίο ο Σπίλμπεργκ δούλεψε στο «Jaws», έκανε πραγματική… εκστρατεία πειθαναγκασμού του σκηνοθέτη προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός τον ρόλο ενός εργάτη που, όπως και τόσοι άλλοι, έχει πάθει μια πραγματική εμμονή με αυτό που είχε δει (και ακούσει) στους ουρανούς. Ένα ξεκάθαρο μήνυμα είτε με την μορφή ενός περίεργου σχήματος που έμοιαζε με βουνό είτε με την μορφή μια μελωδίας αποτελούμενης από πέντε νότες – αμφότερα, τα «μηνύματα» των εξηγήινων προς τους επιστήμονες και τους ανθρώπους, προκειμένου να συνεννοηθούν ως προς το σημείο της τελικής τους συνάντησης.
Μετά, ο Σπίλμπεργκ έπεισε τον τεράστιο σκηνοθέτη και «μάστορα» επί των ειδικών εφέ, τον Douglas Trumbull [υπεύθυνου για το «2001, ο Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ] να αναλάβει όλα τα ειδικά εφέ της ταινίας. Πήρε τον καλύτερο κινηματογραφιστή της αγοράς, όπως αντίστοιχα κατάφερε και είχε στην ομάδα του ένας από τους σπουδαιότερους διευθυντές φωτογραφίας εκείνης της εποχής, τον Ούγγρο Vilmos Zsigmond. Πήρε ξανά μαζί του, για την σύνθεση του μουσικού soundtrack, τον John Williams, ενώ τον ρόλο του μοντέρ τον έδωσε στον υπερταλαντούχο Michael Kahn, με τον οποίο θα συνεργαζόταν σε κάθε του ταινία για τα επόμενα 30 χρόνια -λογικό, γιατί, όπως είπε κατόπιν και ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ, «μόνο για την τελική σκηνή της συνάντησης στο βουνό χρειάστηκαν περισσότερες ώρες μοντάζ σε σχέση με τα ίδια τα γυρίσματα». Οπότε καταλαβαίνουμε τι τιτάνιο έργο είχε να επιτελέσει ο Kahn.
Και κατόπιν, έριξε στην Columbia και τον «άσο» που έκρυβε στο μανίκι του: «στην ταινία μου θα πρωταγωνιστήσει και ένας γνωστός σκηνοθέτης».
Όταν ο Σπίλπεργκ προσέγγισε αρχικά τον François Truffaut, ο οποίος θα υποδυόταν, τιμητικά, τον Jacques Vallée, ο γάλλος auteur φυσικά και τον άκουσε με μεγάλη προσοχή. Αλλά είχε τις αρχικές ενστάσεις του.
«Κύριε Σπίλμπεργκ, έχω παρακολουθήσει την κινηματογραφική σας διαδρομή», τού είπε στο τηλέφωνο, «και ειλικρινά θαυμάζω το ταλέντο και το όραμά σας, αλλά, ξέρετε, παρόλο που έχω εμφανιστεί σε 1-2 ταινίες στην ζωή μου, δεν είμαι πραγματικά ηθοποιός. Μόνο τον εαυτό μου μπορώ να υποδυθώ».
«Και αυτό θέλω να κάνετε, κύριε Τριφό. Τον εαυτό σας θέλω να υποδυθείτε», τού αντίτεινε ο Σπίλμπεργκ. Οι όποιες ενστάσεις του Τριφό κάμφθηκαν και ο γάλλος σκηνοθέτης έδωσε και αυτός, με την παρουσία του στην ταινία ως ο επιστήμονας «Lacombe», μια ακόμη έξωθεν καλή μαρτυρία για το όλο πρότζεκτ.
Φυσικά, όπως θυμάται σήμερα ο Σπίλμπεργκ, ήταν «απολύτως τρομακτικό για την αυτοπεποίθησή μου ως νεαρού σκηνοθέτη να γυρνάω την ταινία και δίπλα μου να έχω τον Τριφό να τσεκάρει τα πλάνα που είχα τραβήξει», αλλά εν τέλει, όπως είπε μετά «[στον Τριφό] τού αρέσει να είναι ο εαυτός του. Δεν του αρέσει να υποδύεται κάποιον άλλον. Αλλά αυτό είναι το μόνο που ήθελα απ’ αυτόν. Μια μέρα τού έδειξα τι θα ήθελα από αυτόν, ως ηθοποιό. Ο Τριφό αντέγραψε όντως κάθε κίνηση που του έδειξα, αλλά με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Δεν ήταν ηθοποιός ο άνθρωπος. Και χαίρομαι που δεν τον χρησιμοποίησα ως κάτι τέτοιο».
Τελικά, η ταινία – η οποία κυκλοφόρησε στο σινεμά στις 16 Νοεμβρίου του 1977 – είναι αυτή που είναι μέχρι σήμερα ΚΑΙ ελέω Τριφό: «Υπήρξαν μέχρι το τέλος της ταινίας πολλά πράγματα στα οποία ο Τριφό μού έκανε κάποιες εισηγήσεις ή προτάσεις που τελικά όντως αξιολόγησα και χρησιμοποίησα. Μικρές, αλλά χρήσιμες “πινελιές” από εδώ και από εκεί», καταλήγει ο Σπίλμπεργκ.
Εντωμεταξύ, υπάρχει και ένα ανεκδοτολογικού περιεχομένου αστείο ως προς τα γυρίσματα, με τον Ντρέιφους να ντρέπεται – κοτζάμ 30χρονος ηθοποιός – να προσεγγίσει τον Τριφό και να του πει πόσο πολύ τον θαυμάζει και πόσο πολύ λάτρευε τις ταινίες του. Λέγεται ότι του πήρε κανά μήνα μέχρι να καταφέρει να του ψελλίσει ένα υποτυπώδες «καλησπέρα, παίζω και εγώ μαζί σας σε αυτή την ταινία και ήθελα να σας πω πόσο σπουδαίος σκηνοθέτης είστε».
Το ίδιο δέος που επέδειξε ο Ντρέιφους απέναντι στον Τριφό βγαίνει σχεδόν αβίαστα από τον θεατή των «Στενών Επαφών», είτε είναι η πρώτη, είτε η νιοστή φορά που θα δει αυτό το εκπληκτικό, διάρκειας δυο ωρών και 15 λεπτών, κινηματογραφικό δημιούργημα, σίγουρα μια από τις 5-10 σπουδαιότερες sci-fi ταινίες όλων των εποχών.
Όπως επίσης και το ίδιο δέος που συνοδεύει μια (πρώτη) συνάντησή μας με μια άγνωστη μεν, συναρπαστική δε, νέα γνωριμία μας.