“Zeevonk” όπως λέγεται στα φλαμανδικά η ταινία του Domien Huyghe , είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη λάμψη, το φως που συχνά παρουσιάζεται στην επιφάνεια του ωκεανού. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που ονομάζεται βιοφωτισμός και η επιφάνεια του νερού έχει λάμψεις σε μπλε και πράσινες αποχρώσεις που εκπέμπονται από διάφορους ζώντες οργανισμούς. Είναι σαν η θάλασσα να φωτίζεται στην επιφάνεια, σαν να πετάει σπίθες.
Το να δουν από κοντα αυτό το φαινόμενο είχε γίνει η αγαπημένη συνήθεια της Lena, της μικρής πρωταγωνίστριας της ομώνυμης ταινίας και του πατέρα της, με τον οποίο είχε αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση αγάπης και θαυμασμού. Η Lena είναι δώδεκα χρονών, λατρεύει τον ωκεανό όπως άλλωστε και ο μπαμπάς της. Της αρέσει το skateboard, ακούει Angèle και περνάει υπέροχα με την καλύτερή της φίλη. Απολαμβάνει μια χαρούμενη και ξέγνοιαστη παιδική ηλικία δίπλα στη θάλασσα, με τα πόδια της στο νερό και το κεφάλι της στα αστέρια. Παλεύοντας με τον άνεμο και τα κύματα στο ιστιοπλοϊκό της σκάφος, είναι τόσο παθιασμένη και ατρόμητη όσο ο πατέρας της στις αλιευτικές του αποστολές.
Αλλά μια μέρα, ο πατέρας της και το υπόλοιπο πλήρωμά του δεν επιστρέφουν. Μερικοί λένε ότι ήταν ατύχημα. άλλοι λένε ότι ήταν απερίσκεπτος στους χειρισμούς τους και ότι πήρε στο λαιμό του και τους υπόλοιπους καθώς αποφάσισε να βγει για ψάρεμα στην κακοκαιρία. Η Lena, που τον θαύμαζε και τον είχε ως πρότυπο, είναι σίγουρη ότι δεν θα μπορούσε να ήταν δικό του λάθος.
Ενώ οι φίλοι και οι συγγενείς προσπαθούν να επεξεργαστούν αυτές τις τραγικές απώλειες, η οργή της Λένα κρυσταλλώνεται σε μια ενιαία αποστολή: να κυνηγήσει ένα θαλάσσιο τέρας που πιστεύει ότι είναι υπεύθυνο για την καταστροφή. Τα σημάδια είναι παντού: από μια σκιά στο νερό, μέχρι ένα μεγάλο δόντι κολλημένο σε ένα κομμάτι παρασυρόμενου ξύλου. Μόνο αν μπορούσε να βρει αυτό το ένα, καθοριστικό αποδεικτικό στοιχείο, θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στην οικογένεια και τους φίλους της και να τους αποδείξει ότι όλοι κάνουν λάθος και ότι ο πατέρας της δεν ευθυνόταν. Έτσι ξεκινάει ένα ρέκβιεμ οργής και μια ιστορία εγκατάλειψης και απομόνωσης.
Το “Σπίθα στη θάλασσα” αποτελεί ένα πορτρέτο μιας εφήβου με φόντο τη θλίψη. Πραγματεύεται με ισορροπία και τρομακτική συναισθηματική αυτοσυγκράτηση το δύσκολο θέμα του πένθους, ειδικά όταν αυτό βιώνεται σε μικρή ηλικία.
Είχα την τύχη να συνομιλήσω τον σκηνοθέτη της ταινίας Domien Huyghe που βρέθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Για εκείνον η ταινία είναι βιωματική και ένας τρόπος να διοχετεύσει τα συναισθήματα που για χρόνια είχε καταπιέσει από τον θάνατο του δικού του πατέρα. Η διαχείριση και το θέμα του πένθους αποτελεί συχνά ταμπού και ο πόνος και η απώλεια καταπνίγονται δημιουργώντας τραυματικές εμπειρίες που κλονίζουν την ψυχική μας ισορροπία. Μέσα από τα μάτια του δωδεκάχρονου λοιπόν κοριτσιού, ο σκηνοθέτης, που έχασε τον πατέρα του, όταν ήταν δεκαπέντε, πλησιάζει το τραύμα και την πληγή που αφήνει η απώλεια στην οικογένεια.
«Η ολοκλήρωση της ταινίας διήρκησε 5 χρόνια, η συγγραφή του σεναρίου ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι και το γράψαμε η αδελφή μου και εγώ» εξηγεί. «Το πρώτο σενάριο ήταν πολύ πιο απομακρυσμένο από τη δική μας προσωπική ιστορία, όμως μετά από συζητήσεις με τον παραγωγό καταφέραμε να γράψουμε κάτι πολύ πιο προσωπικό. Χάσαμε τον πατέρα μου όταν ήμουν 15 χρονών, το βίωσα πολύ διαφορετικά. Δηλαδή δεν το συζητούσαμε με την οικογένειά μου για να μην συνειδητοποιήσουμε ότι έχει γίνει. Αλλά αυτό κλιμακώθηκε και μαζέυτηκαν πολλά συναισθήματα που δεν είχαμε εκφράσει. Έτσι δεν ήξερα ουσιαστικά ποιος ήταν ο πατέρας μου. Τον είχα χτίσει στη δική μου φαντασία.
Όταν λοιπόν αποφάσισα να ασχοληθώ με ταινίες και να δημιουργήσω και σενάρια, αποφάσισα ότι θα κάνω ένα ντοκιμαντέρ και θα βάλω τη μητέρα μου μπροστά από μία κάμερα και θα τη ρωτήσω ποιος ήταν ο πατέρας μου. Αυτό δε δούλεψε ουσιαστικά, γιατί η μητέρα μου, και όποιος άλλωστε χάνει ένα δικό του άτομο και μιλά γι αυτό, ήθελε να λέει μόνο καλά λόγια. Και έτσι άλλαξα σχέδιο. Την πήρα λοιπόν τηλέφωνο, την ηχογράφησα χωρίς να το γνωρίζει και είχαμε έναν πολύ ειλικρινή διάλογο μέσα από τον οποίο ανακουφίστηκα και υπήρξε αυτό το ειλικρινές συναίσθημα που ήθελα να περάσω και σήμερα σε αυτήν την ταινία. Αυτό με έκανε να καταλάβω τη δύναμη του κινηματογράφου και ήθελα μετά από την προβολή αυτής της ταινίας να βγει ο κόσμος έξω από την αίθουσα και να μπορεί να συζητήσει για την εμπειρία του πένθους, σαν έμπνευση για συζήτηση και μοίρασμα.»
Η ταινία υφαίνει ουσιαστικά ένα ψυχογράφημα μιας έφηβης που βιώνει όλα τα στάδια του πένθους, της ενοχής, της οργής. «Που είσαι? Πανάθεμά σε. Εμφανίσου. Δειλέ. Μαλάκα. Ελα τότε. Ξέρω ότι είσαι εδώ. Που είσαι? Δώστον πίσω!» φωνάζει η πρωταγωνίστρια σε ένα ξέσπασμά της στον ωκεανό.
«Αυτή η ταινία ήταν η ευκαιρία μου να καταφέρω να εκφράσω αυτό που πέρασα εγώ. Και αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον είναι η σκηνή στον ωκεανό που η Lena φωνάζει στα κύματα. Είναι μία σκηνή που με κάνε να ζηλεύω γιατί αποτελεί ένα συναίσθημα που δεν κατάφερα ποτέ να εκφράσω όταν βίωνα το πένθος. Αυτόν το θυμό, αυτά τα έντονα συναισθήματα. Το ξέσπασμα που δεν κατάφερα να έχω. Αυτό θέλαμε να κάνουμε όταν το βιώναμε και αυτή η ταινία είναι ουσιαστικά η δική μου κραυγή. Η κραυγή που έπρεπε να έχω τότε και βγαίνει μέσω αυτής της ταινίας. Το πένθος είναι μία δύσκολη θεματική, και όταν ζήσεις την απώλεια το βιώνεις σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου. Όμως πρέπει να το βιώσουμε με τη βοήθεια των δικών μας ανθρώπων, της οικογένειάς μας, και να μας αφήσει να νιώσουμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Ότι υπάρχει ζωή μετά από αυτό. »
Το Zeevonk που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη είναι “ένα τρυφερό ταξίδι διαχείρισης του πένθους και αποδοχής, με την έφηβη πρωταγωνίστρια να σε παρασύρει με την ερμηνεία της στην καταβύθιση σε μια δυνητικά απειλητική θάλασσα και μια τρικυμιώδη ψυχή που αναζητά άλογη λογική εξήγηση στην απώλεια”.
Η Lena κυνηγά το θαλάσσιο πλάσμα που βύθισε τη βάρκα του πατέρα της προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του. Σε μία εξόρμησή της με φίλους στη μέση του ωκεανού, ξεσπά από θυμό και βουτά στα σκοτεινά νερά για να το βρει και να το χτυπήσει με ένα καμάκι. Ξαφνικά πλοκάμια αναδύονται, μία σκιά από ένα πλάσμα με μικρές φωτεινές κηλίδες έρχεται αντιμέτωπη με το κορίτσι που μαίνεται εναντίον του. Όταν όμως βλέπει το τέρας αυτό, και κοιτάζονται η οργή ξεθυμαίνει. Το πρόσωπο της Lena ηρεμεί. Σαν να ίπταται στο νερό σε απόλυτη ηρεμία, κάτι που έρχεται κόντρα στην ένταση και τον τρόμο που δημιουργεί η θέαση του πλάσματος. Αναδύεται σχεδόν λιπόθυμη στο νερό που την περιμαζεύουν οι φίλοι της από την άλλη βάρκα.
Ήταν πραγματικότητα όλο αυτό; Το είδε όντως ή ήταν παιχνίδι της φαντασίας της; Δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω. Η αναζήτηση δικαίωσης που έφερε και την γαλήνη στην ψυχή της μας κράτησε σε ένα τεντωμένο σχοινί σε ολόκληρη την ταινία.
«Το θαλάσσιο πλάσμα ήταν το πιο δύσκολο θέμα σε ολόκληρο το φιλμ καθώς αυτό το κορίτσι περνάει 90 λεπτά κυνηγώντας το. Και θεώρησα ότι πρέπει να το δείξουμε. Ήταν μεγάλη πρόκληση το να αποφασίσουμε πως θα γίνει και τι μορφή θα έχει. Αποφάσισα ότι δεν θέλω να το δείξω ολόκληρο, μου άρεσε η ιδέα ο θεατής να έχει μία μικρή εικόνα και να μπορεί να φανταστεί το υπόλοιπο. Έτσι συνδυάσαμε μικρά στοιχεία από πολλά τέρατα, το Κράκεν, Alien και δημιουργήσαμε αυτό το αποτέλεσμα. Δεν ήθελα να υπάρχει καμία τεχνητή πηγή φωτός, έτσι σαν τις σπίθες του ωκεανού που αναζητούσε συνεχώς με τον πατέρα της, το τέρας από μόνο του είχε φυσικά φωτεινά στοιχεία. Ήταν ο συνδυασμός του πιο τρομακτικού πράγματος στον κόσμο μαζί με μία απαράμιλλη ομορφιά που έβγαινε και από το σχεδόν ανθρώπινο μάτι του τέρατος, που ήταν το μάτι του μπαμπά της. Αν το τέρας αποδεικνυόταν κακό, τότε θα χανόταν η μαγεία. Το αν είναι αληθινό τελικά ή όχι εξαρτάται από τον θεατή. Για μένα είναι αληθινό. Άλλοι θεωρούν ότι είναι η ανάγκη μέσα μας να βρούμε γαλήνη σε μία δύσκολη στιγμή. Είναι η μόνη που το βλέπει το πλάσμα αυτό. Έτσι βουτάει στα σκοτεινά νερά, το βλέπει, και τα υπόλοιπα, τα αφήνω σε εσάς.»
Η ταινία τελειώνει και σχεδόν όλο το κοινό βρίσκεται σε συναισθηματική φόρτιση.. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ταινία, όπου η πρώιμη θλίψη και τα πολλά στάδια της να προβάλλονται με τόσο αληθινό και όμορφο τρόπο, ώστε να μπορεί ο καθένας ανεξαρτήτως ηλικίας να συσχετιστεί. Τα στάδια του θυμού, της σύγχυσης, της διαπραγμάτευσης, ακόμη και της αποδοχής είναι πράγματα που όλοι θα νιώσουμε κάποια στιγμή στη ζωή και είναι τόσο αναζωογονητικό να βλέπουμε να αντιμετωπίζονται με απλότητα και ειλικρίνεια χωρίς υπερβολές και μελόδραμα.
«Οι ταινίες και η τέχνη είναι μία διήγηση ιστοριών και αποτυπώνει το ποιοι είμαστε» υποστήριξε ο σκηνοθέτης. «Θέλω μέσα από την τέχνη μου να μιλήσω για θέματα ταμπού που απασχολούν ιδιαίτερα τις μικρές κοινωνίες, όπου οι συζητήσεις δεν είναι πάντα εύκολες. Μιλάμε για την Οστένδη , μία πάρα πολύ μικρή πόλη. Έχουμε ταξιδέψει σε τόσα μέρη, έχουμε έρθει εδώ στη θεσσαλονίκη, μιλάμε για μεγάλο αποτύπωμα στο περιβάλλον και στον πλανήτη όλα αυτά τα ταξίδια. Θέλω λοιπόν όλα αυτά να αξίζει τον κόπο. Θέλω να αφήσουμε κάτι πίσω μας και να προσφέρουμε στο κοινό. Έμαθα πάρα πολλά δημιουργώντας ταινίες και αυτό θέλω να δώσω στους θεατές. Δεν έχει νόημα για μένα να υπάρχουν θέματα ταμπού.
Μπορούμε μέσα από τον κινηματογράφο να τα συζητήσουμε τα πάντα, καθώς διαπερνά όλα τα σύνορα. Μπορεί να νιώθουμε τα ίδια πράγματα και να αισθανόμαστε το ίδιο ακόμα και αν δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα.»
Η νεαρή πολλά υποσχόμενη Saar Rogiers προσεγγίζει καθηλωτικά έναν απείθαρχο πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια έντονη και συναρπαστική ιστορία που, παρά το θέμα, δεν βυθίζεται στην περιττή θλίψη ούτε εκβιάζει τον θεατή συναισθηματικά. Η ταινία αποτελεί ένα συναρπαστικό ταξίδι στην ενηλικίωση μέσα από σκαμπανεβάσματα που μόνο ο ψυχολογικός και συχνά απροσπέλαστος κόσμος ενός εφήβου μπορεί να βιώσει.
«Η συνεργασία με τα παιδιά ήταν πολύ όμορφη και δημιουργική» εξηγεί ο Huyghe. «Μιλήσαμε αρκετά και μοιράστηκα την εμπειρία που είχα βιώσει εγώ στην ηλικία τους. Δημιουργήσαμε μία σύνδεση. Δεν τους αντιμετώπισα ποτε ως παιδιά. Ήταν πραγματικά επαγγελματίες, μου έδιναν feedback, με ρωτούσαν και μοιραζόμασταν συνεχώς ιδέες και προτάσεις. Έτσι το θέμα του πένθους, που είναι εξαιρετικά δύσκολο το εξισορροπήσαμε και έγινε πιο εύκολη η διαχείρισή του. Τους έδωσα το περιθώριο να είναι ο εαυτός τους. Τους ρώτησα για την καθημερινότητά τους, τα χόμπι τους, τους φίλους τους. Όταν γυρίστηκε η ταινία, η Lena ήταν 11 χρονών και θεώρησα πολύ σημαντικό να ενσωματώσω μέσα στην ταινία τα χόμπι της, τη μουσική που της άρεσε, πως διασκέδαζε με τους φίλους της. Ήταν σημαντικό να νιώθουν άνετα, και έτσι είχαμε αυτό το αποτέλεσμα.
Ήταν η πρώτη της φορά που έπαιζε. Αναζητούσαμε ηθοποιούς αρχικά 12 με 14 ετών που έπρεπε να κάνουν skate, ιστιοπλοΐα, κατάδυση να μιλάνε και την τοπική διάλεκτο, πράγμα αρκετά δύσκολο. 100 αιτήσεις είχαμε, και η Λένα ήταν η 2η που είδαμε και κατευθείαν τα κατάφερε στην οντισιόν. Μετέπειτα έμαθε να τα κάνει όλα αυτά. Δούλεψε πάρα πολύ και προσπάθησε για το ρόλο για 6 μήνες, και ήταν μόλι; 11 χρονών. Είναι πολύ ταλαντούχα όμως δούλεψε καθημερινά για αυτό το αποτέλεσμα. Είχαμε 4 κασκαντέρ, αλλά δεν ήθελα να χρησιμοποιήσουμε κανέναν, ήθελε να καταφέρει να τα κάνει όλα μόνη της. Η ηθοποιός έδωσε ένα άλλο επίπεδο στην ερμηνεία γιατί το έκανε ολοκληρωτικά δικό της. Δεν της έδινα λεπτομερείς οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει και πως πρέπει να νιώσει. Της έδινα κάποιες βασικές οδηγίες, όμως από εκεί και πέρα εκείνη το υιοθέτησε και το ερμήνευσε προσωπικά.»