«Μα γιατί ρε παιδί μου είναι τόσο σκοτεινή αυτή η ταινία;» Λογικά θα το έχετε ακούσει και εσείς ή θα το έχετε πει. Είναι πλέον μία από τις πιο συνηθισμένες φράσεις που ακούγεται κατά την διάρκεια παρακολούθησης μιας ταινίας ή μίας σειράς. Θα μπορούσαμε να πούμε πως, ίσως, εμφανίστηκε έντονα για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της τελευταίας σεζόν του Game of Thrones και πιο συγκεκριμένα στο επικό 3o επεισόδιο. Όλοι ανυπομονούσαν για να δουν αυτή τη μάχη, μεταξύ ζωντανών και νεκρών, αλλά στο τέλος όλοι απογοητεύτηκαν γιατί (υποτίθεται) πως δεν κατάφεραν να δουν τίποτα. «Πίσσα σκοτάδι» σχολιάσανε αρκετοί τότε.
Βέβαια, αυτή η αίσθηση του «μαύρη μαυρίλα πλάκωσε» σε εκείνο το επεισόδιο του GoT, δεν ήταν αποτέλεσμα μικρού budget και δυσκολιών κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, αλλά μία αισθητική επιλογή των σκηνοθετών της σειράς προκειμένου να υπηρετήσουν όσο είναι δυνατόν την ατμόσφαιρα που ήθελαν να αποδώσουν. Ο βασικός σκηνοθετικός άξονας του επεισοδίου “Long Night” ήταν η πρώτη ταινία Alien.
«Δεν δείχνεις το τέρας πολλές φορές επειδή θα το συνηθίσουν και δεν θες ποτέ να τον συνηθίσουν – ποτέ. Αυτή ήταν πάντα η άποψη μου. Το καλύτερο δωμάτιο ελέγχου στον κόσμο, είναι ο χώρος ανάμεσα στα αυτιά, όπου βρίσκεται ο εγκέφαλός. Αφήστε τον εγκέφαλο να κάνει την περισσότερη δουλειά. Τότε είναι που τρυπώνεις στις ανησυχίες των ανθρώπων», είχε δηλώσει ο Ridley Scott, σκηνοθέτης του Alien.
Και αυτός ακριβώς έγινε στη «Μάχη του Winterfell». Δεν είδαμε ποτέ τους White Walkers, και όσα διαδραματίστηκαν έγιναν μέσα στο σκοτάδι.
Οι τεχνολογικές δυνατότητες
Έκτοτε, μια πληθώρα εξηγήσεων και απόψεων για διάφορες «σκοτεινές» παραγωγές έχουν κατακλύσει τις συζητήσεις γύρω από τη νέα τάση των κινηματογραφιστών, μερικές από τις οποίες είναι ακριβείς, όπως το ότι το streaming ρίχνει την ποιότητα και ταυτόχρονα δεν έχουν όλες οι τηλεοράσεις το κατάλληλο κοντράστ και τις τεχνικές προδιαγραφές για HD εικόνα, ενώ άλλες κυμαίνονται στην σφαίρα του απροσδιόριστου και της γενικευμένης ευκολίας, όπως η ατάκα «έτσι κρύβουν τα κακά CGI».
Οι πλατφόρμες streaming, όπως το Netflix, είναι ο σύγχρονος τρόπος διανομής ταινιών/σειρών και η βιομηχανία του κινηματογράφου ξέρει πως οι συνδρομητές θα παρακολουθήσουν κάποιο έργο σε αμφιβόλου ποιότητας συνθήκες, ανεξάρτητα από την πρόθεση του σκηνοθέτη να «φωτίσει» ή να «ρίξει μαύρο». Οφείλουν οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι του κινηματογράφου, να προσαρμοστούν στην τηλεόραση του κύριου Μπάμπη στο Γουδί; Όχι, ευτυχώς.
Θα πρέπει να ξεχάσουμε λοιπόν τις όποιες συζητήσεις γίνονται γύρω από την τεχνολογία, είτε αυτήν που διαθέτει ο θεατής είτε ο δημιουργός, γιατί η βάση της κινηματογράφησης είναι η οπτική γλώσσα που θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης, η οποία δεν βασίζεται απαραίτητα σε τεχνολογικά εργαλεία. Φυσικά αυτά, οι υπερσύγχρονες κάμερες δηλαδή, είναι το μέσο δημιουργίας μιας εικόνας, αλλά στο τέλος, κάθε συστατικό είναι εξίσου σημαντικό και, ίσως, το πιο σημαντικό είναι ο τρόπος που θα χρησιμοποιηθεί το φως.
Αναζητώντας την αλήθεια και την απάντηση στο ερώτημα του τίτλου, δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε έναν μόνο παράγοντα (π.χ. τεχνολογία), ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο που αγνοούμε είναι η επιλογή των σκηνοθετών να αποδώσουν μία σκοτεινή ατμόσφαιρα -όπως στην περίπτωση του GoT που αναφέραμε.
Οι αντιδράσεις για το Peter Pan & Wendy
Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο teaser της ταινίας Peter Pan & Wendy, που σκηνοθέτησε ο David Lowery του The Green Knight, στο Twitter δημιουργήθηκε ολόκληρη συζήτηση σχετικά με τα σκοτεινά πλάνα που δόθηκαν στην δημοσιότητα. Η αλήθεια είναι πως και εδώ, στο Olafaq, όταν ανεβάσαμε την είδηση στο Newspaper του site, προβληματίστηκα με την φωτογραφία της ταινίας όπως αυτή φαίνεται στο YouTube. Βέβαια, το τρέιλερ από το Disney+ έχει σημαντικά καλύτερη και φωτεινότερη εικόνα, αλλά εξακολουθεί η συγκεκριμένη επικείμενη κυκλοφορία να επιβεβαιώνει την σύγχρονη «σκοτεινή» τάση κινηματογράφησης.
Το στυλ του David Lowery, καθώς και το πού εντάσσεται το έργο του ως συνέχεια των κινηματογραφικών τάσεων, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα πώς προέκυψε αυτό.
Το «ουρλιαχτό» του Wes Craven
Μια βασική έννοια που πρέπει να κατανοήσουμε είναι το «υποκινούμενο» φως. Οι υποκινούμενες πηγές φωτός είναι αυτές που έχουν μια ξακάθαρη λογική μέσα στον κόσμο μιας συγκεκριμένης σκηνής, όπως για παράδειγμα το φως του ήλιου που εισέρχεται σε ένα δωμάτιο μέσα από ένα παράθυρο ή η ζεστή ατμόσφαιρα που δημιουργεί ένα φωτιστικό γραφείου. Τα μη υποκινούμενα φώτα είναι ακριβώς το αντίθετο: φωτισμός που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη αισθητική ατμόσφαιρα, η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει κάποια πραγματική βάση στο πλαίσιο μιας σκηνής και στο κάδρο ενός πλάνου.
Η πρώτη ταινία Scream του Wes Craven, το 1996, είναι διάσημη για το πόσο καλά φωτισμένα είναι τα πάντα ανά πάσα στιγμή. Σε μια χαρακτηριστική και αξέχαστη σκηνή, η πρωταγωνίστρια Sidney Prescott (Neve Campbell) αγκαλιάζει τον φίλο της Billy Loomis (Skeet Ulirch) μετά από μια ξαφνική εισβολή του στο δωμάτιό της. Ο Craven περνάει σε ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο του Billy αφού η Sidney τον αγκαλιάσει, το οποίο φωτίζεται από ένα σκληρό, δυσοίωνο, παγωμένο-ψυχρό φως που σκιαγραφεί τις δολοφονικές προθέσεις του.
Αλλά από πού προέρχεται αυτό το φως; Στην κρεβατοκάμαρά τους δεν υπάρχουν αναμμένα φώτα, ούτε το φεγγάρι στον ουρανό θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτές τις σκιές στο δωμάτιο της Sidney. Τα μόνα παράθυρα του χώρου είναι ακριβώς πίσω από τον Billy και το φως της σκηνής είναι πολύ πιο έντονο από αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει στην πραγματικότητα. Οπότε, τι ακριβώς είναι αυτό το φως;
Η απάντηση είναι εύκολη: «ψεύτικο». Ο Craven δεν ένιωθε πως έπρεπε να δικαιολογήσει στον θεατή την ύπαρξη ή την απουσία του φωτός σε κάθε πλάνο, οπότε αποφάσισε να παίξει με την αισθητική της κάθε στιγμής. Όπως στην σκηνή του δωματίου της Sidney, χρησιμοποίησε το φως για να δημιουργήσει αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία και τις προθέσεις του Billy στο μυαλό των θεατών. Αυτή ήταν μια πολύ καλά σχεδιασμένη σκηνοθετική επιλογή, η οποία ταιριάζει απόλυτα με το γενικότερο μελοδραματικό, μυστήριο και σκοτεινό ύφος της ταινίας.
Το indie φως
Το υπερφωτισμένο στυλ ήταν ένα βασικό στοιχείο των αμερικανικών ταινιών κατά τη δεκαετία του 1990, και όπως όλες οι τάσεις, τελικά ξεθώριασε -στην προκειμένη περίπτωση, λίγα χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας Scream στις αίθουσες. Οι κινηματογραφιστές αγκάλιασαν πιο σκιερά στυλ φωτισμού στη δεκαετία του 2000, με συγκεκριμένες κατευθύνσεις, προκαλώντας μια πιο ζεστή, πιο «γειωμένη» αισθητική, διατηρώντας παράλληλα τον χρωματισμό και την αίσθηση της κλασικής χολιγουντιανής λάμψης. Μια άλλη σημαντική αλλαγή στο στυλ κινηματογράφησης σημειώθηκε στη δεκαετία του 2010, αυτή τη φορά προς τον υπερ-νατουραλισμό. Ακόμη και blockbusters μεγάλου προϋπολογισμού, όπως το Harry Potter and the Deathly Hallows – Part 1, υιοθέτησαν μια αισθητική indie ταινιών. Τα φώτα σε αυτή την ταινία όχι μόνο έχουν πάντα κάποιο κίνητρο, αλλά είναι και ρεαλιστικά.
Ενώ προηγούμενες ταινίες μπορεί να χρησιμοποιούσαν την παρουσία του φεγγαριού ή ενός φωτιστικού για να δικαιολογήσουν κάποιον φωτισμό, ταινίες όπως το Deathly Hallows του David Yates, το Interstellar του Christopher Nollan και το Dawn of the Planet of the Apes του Matt Reeves, απλώς αφήνουν το φως να αποδώσει την λάμψη που του αντιστοιχεί.
Η φυσικότητα
Όλο και περισσότεροι σκηνοθέτες ταινιών μεγάλου budget άρχισαν να αναζητούν φυσικό φως για να φωτίσουν μια σκηνή -ή, τουλάχιστον, εξοπλισμό φωτισμού που θα μπορούσε να μιμηθεί με ακρίβεια την υφή και την ποιότητά του. Ενώ, μέχρι πρότινος, οι ανεξάρτητες ταινίες χρησιμοποιούσαν το φυσικό φως για εξοικονόμηση χρημάτων, τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο άρχισαν να το αγκαλιάζουν για την αίσθηση της αμεσότητας και της φυσικότητας. Όλα και όλοι έχουν την αίσθηση του πραγματικού, είναι μέρος μιας πραγματικότητας, την οποία μπορούμε να την συναντήσουμε σε ένα café, σε μία βιβλιοθήκη, σε ένα σαλόνι, ακόμα και στο διάστημα (έτσι όπως μπορούμε να το φανταστούμε).
Καταξιωμένοι κινηματογραφιστές, όπως ο Emmanuel “Chivo” Lubezki και ο Roger Deakins, άρχισαν να αγκαλιάζουν όλο και περισσότερο αυτό το στυλ, με αποτέλεσμα να αποσπάσουν την αναγνώριση των κριτικών για ταινίες όπως το Birdman, Prisoners και Skyfall. Ο Lubezki, ειδικότερα, αναγνωρίστηκε παγκοσμίως για τη δουλειά του στην ταινία The Revenant με πρωταγωνιστή τον Leonardo DiCaprio, στην οποία γύρισε το απίστευτα περίπλοκο, τεχνικά, έπος στην καναδικήύπαιθρο με σχεδόν μηδενικό εξοπλισμό φωτισμού. Όλη η ταινία στηρίχθηκε στο φως του ήλιου, της φωτιάς και στις δυνατότητες χαμηλού φωτισμού που μπορούσαν να τραβήξουν οι κάμερες Arri Alexa.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό με έναν πολύ σύγχρονο τρόπο. Το The Revenant ήταν μια καθοριστική εμπειρία για πολλούς κινηματογραφιστές, οι οποίοι συνειδητοποίησαν πως μπορούν και αυτοί να «παίξουν» με το φυσικό φως.
Κάπως έτσι φτάνουμε στη σημερινή γενιά κινηματογραφιστών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον David Lowery των Peter Pan & Wendy, The Old Man & the Gun, The Yellow Birds, A Ghost Story και The Green Knight. Εκτός από τις σουρεαλιστικές ονειρικές σεκάνς, είναι δύσκολο να βρεις έστω και έναν φωτισμό στη δουλειά του που να μην είναι απόλυτα ριζωμένο στην πραγματική λογική του χώρου στον οποίο διαδραματίζεται η σκηνή.
Το αποτέλεσμα σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και σε παρόμοιες, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί. Οι ταινίες του Lowery είναι ήπιες σαν ζωγραφιά και μελαγχολικές. Στην Ελλάδα, κάτι αντίστοιχο υπηρετεί -πολλά χρόνια τώρα- στις δουλειές του ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης. Η κινηματογράφησή του, άλλωστε, ήταν και το μεγαλύτερο «όπλο» που διέθετε η πρώτη σεζόν του Maestro και γι’ αυτό κατέληξε στο Netflix.
Αυτή η τάση δημιουργεί σκηνές όπου μοιάζουν περισσότερο με αναμνήσεις που ζει ο θεατής παρά με τον υπερτονισμένο και υπερφωτισμένο κόσμο του Χόλιγουντ, έτσι όπως τον είχαμε συνηθίσει παλαιότερα. Οι νέες τεχνικές που παίζουν με τον φωτισμό μετατρέπουν τις μυθιστορηματικές και φανταστικές ιστορίες να μοιάζουν με πραγματικές και ανθρώπινες. Εικόνα δημιουργημένη από άνθρωπο, για τον άνθρωπο -έτσι φαίνεται τουλάχιστον.
Οι περιορισμοί
Ωστόσο, αυτή η νέα τάση στις ταινίες και τις σειρές έχει μεγάλους περιορισμούς. Ενώ οι προηγούμενες γενιές κινηματογραφιστών βασιζόντουσαν στον τεχνολογικό εξοπλισμό, παράγοντας για παράδειγμα ένα μπλε-λευκό φως για να δώσουν την αίσθηση του φωτός από το φεγγάρι, η σύγχρονη γενιά παλεύει με τον νατουραλισμό σε σημείο που βυθίζονται ολόκληρες σκηνές στο σκοτάδι.
Ποιες είναι οι λύσεις; Από τη μία είναι η αποφυγή -υπάρχουν περιπτώσεις σκηνοθετών που αποφεύγουν εξ αρχής τα υποφωτισμένα περιβάλλοντα- και από την άλλη η προσπάθεια αναπαράστασης της αληθινής, αλλά ενισχυμένης, αίσθησης του φυσικού φωτούς. Ωστόσο, καμία λύση δεν ταιριάζει απόλυτα στα «θέλω» των κινηματογραφιστών και καμία τάση δεν τους δεσμεύει να δημιουργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αν κάποιος σκηνοθέτης υιοθετήσει ένα οποιδήποτε στυλ, απλά και μόνο για να ακολουθήσει την τάση της εποχής, το πιο πιθανό είναι να πέσει σε πολλές παγίδες και το αποτέλεσμα να μην ικανοποιήσει ούτε τον ίδιο αλλά ούτε και τους θεατές.
Είναι τελικά οι καινούργιες ταινίες τόσο σκοτεινές όσο λένε;
Θα μπορούσαμε να πούμε πως, ναι, είναι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο νατουραλισμός και η «οργανική» αισθητική δημιουργεί απαραίτητα σκοτάδι. Ίσως κιόλας με αυτόν τον τρόπο η βιομηχανία του κινηματογράφου και του streaming, να απαιτούν από τους θεατές να σεβαστούν το έργο και να τους ωθήσουν να το παρακολουθήσουν με τον κατάλληλο τρόπο: σε μία κινηματογραφική αίθουσα ή σε μία καλή σύγχρονη τηλεόραση και όχι στο laptop ή στο κινητό μέσω κάποιου site, τύπου βίντεο κλαμπ, που έχει online διαθέσιμες ταινίες και σειρές.