Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το «Doctor Strange in the Multiverse of Madness» του Σαμ Ράιμι κάνει τα ταμεία παγκοσμίως να ζούνε στιγμές προ-πανδημίας, με νούμερα που επιβεβαιώνουν την πρωτοκαθεδρία της Marvel στο εμπορικό κινηματογραφικό σκηνικό, ειδικά τώρα που κάθε επόμενη ταινία συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη – ή και το αντίθετο, αφού τα πολυσύμπαντα των υπερηρώων της μπλέκονται με τρόπους που ακόμη δεν έχουμε φανταστεί.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η δεύτερη ταινία του Doctor Strange «μάζεψε όλο το χαρτί» (όπως αναφέρει η χαρακτηριστική αγοραία έκφραση) με το άνοιγμά της, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της θερινής περιόδου – με το όχι και τόσο δειλό άνοιγμα των θερινών ήδη πριν καλά καλά μπούμε στα μισά του Μάη και με μια γενική ευφορία – εν όψει του «τέλους» των περιορισμών λόγω της πανδημίας – πως όλα θα πάνε καλά.
Περίπου καλά. Αφού οι πρώτες καλές «καλοκαιρινές», μεγαλύτερες και μικρότερες, ταινίες που δοκιμάστηκαν χωρίς ανταπόκριση στο καλλιτεχνικό κύκλωμα και όσες αίθουσες δεν έπαιζαν την ταινία του Σαμ Ράιμι, είδαν τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς να τους «ψελλίζει δυο λογάκια» για το ποιος έχει τη δύναμη.
Τρεις σκέψεις – σαν πολυσύμπαντα κι αυτές – μπλέκονται η μία μέσα στην άλλη.
Σκέψη #1: Είναι η επιτυχία του δεύτερου «Doctor Strange» και μια επιβεβαίωση πως το σινεμά στην αίθουσα θα επιβιώσει;
Σκέψη #2: Μήπως οι μόνες ταινίες που θα φέρνουν κόσμο στο σινεμά θα είναι αυτοί που ζουν στις πολλαπλές διαστάσεις της Marvel, άντε και μερικά ακόμη μεγαθήρια που χωράνε ενδιάμεσα;
Σκέψη #3: Το σινεμά στο σπίτι που τόσο έγινε συνήθεια εν μέσω πανδημίας, μήπως πήρε οριστικά κεφάλι από το σινεμά στην αίθουσα;
Δεν έχει περάσει αρκετός καιρός από τις μεταοσκαρικές μέρες, όταν διανομείς και αιθουσάρχες προσπαθούσαν να αποκωδικοποιήσουν το γεγονός πως το φετινό Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας πήγε σε μια ταινία που δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες και που, στην Ελλάδα τουλάχιστον, είδαν λιγότεροι κι από όσοι έχουν συγκρατήσει τον τίτλο «Coda» – πόσο μάλλον το γεγονός ότι η ταινία ήταν, είναι και θα είναι εσαεί διαθέσιμη στο Apple TV+, και με ελληνικούς υπότιτλους.
H εναρξη της θερινής περιόδου φέρνει στην Ελλάδα τρεις «νέες κυκλοφορίες» στο home entertainment. Εφερε ήδη τη συνδρομητική πλατφόρμα του ANT1 (και) με πρωτότυπο περιεχόμενο, με το όνομα ANT1+. Εχει ήδη στρώσει κόκκινο χαλί για τον ερχομό του HBO Max (είναι η συνδρομητική πλατφόρμα της Warner – εκεί όπου έκανε πρεμιέρα ταυτόχρονα με την έξοδό του στις αίθουσες το «Dune» του Ντενί Βιλνέβ). Και περιμένει ως μάννα εξ ουρανού το Disney+, την παντοδύναμη πλατφόρμα της Disney με τις σειρές του σύμπαντος της Marvel και του Star Wars να μονοπωλούν διεθνώς.
Αν συμπληρώσει κανείς τις ήδη κραταιές Cosmote TV (πρώτη από τις ελληνικές – με περίσσότερους από 600.000 συνδρομητές και περισσότερους από 300.000 στο streaming κομμάτι της) και την υπό ανανέωση NOVA – EON, αλλά και τη Vodafone TV και τη WIND, το Cinobo (την ελληνική πλατφόρμα για το καλλιτεχνικό και ελληνικό σινεμά με τους ήδη φανατικούς συνδρομητές), το Netflix (με περισσότερους από 1 εκατομμύριο θεατές) αλλά και τα όχι τόσο δημοφιλή, αλλά με το μερίδιο τους στην αγορά, Amazon Prime και Apple TV+, η προσφορά εντός συνόρων μοιάζει πλέον να ξεπερνά τη ζήτηση.
Μέχρι και το 2019, μιλώντας πάντα για τις χώρες που το σινεμά αποτελεί μια από τις βασικές εξόδους διασκέδασης (η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς αυτή η χώρα), το streaming δεν είχε πείσει όσους συνέχιζαν να υποστηρίζουν πως, σε κάθε περίπτωση, προτιμούν να δουν μια καινούρια ταινία στην αίθουσα.
Η πανδημία και τα απανωτά lockdowns επιτάχυναν την εδραίωση της οικιακής ψυχαχωγίας (πως αλλιώς να γινόταν;), ταινίες μικρού και μεσαίου μεγέθους άρχισαν να μην βρίσκουν θέση στους κινηματογράφους, ενώ εν μέσω περιορισμών και του φόβου των μεγαλύτερων ηλικιών για τους κλειστούς χώρους, οι μόνες ταινίες που κατάφεραν να φέρουν κόσμο πίσω στις αίθουσες ήταν μεγάλα blockbusters που απευθύνονται στον σκληρό πυρήνα των 18 -25. Η ταυτόχρονη έξοδος ταινιών σε αίθουσες και πλατφόρμες (όπως έκανε κατά τη διάρκεια της πανδημίας το HBO Max και το Disney+), τρόμαξε πολλούς, αλλά αυτή τουλάχιστον μοιάζει ήδη μάλλον μια λύση ανάγκης που δεν θα επαναληφθεί μαζικά – και που σίγουρα εκτός Αμερικής θα συνεχίσουν να ισχύουν εξαιρέσεις με προτεραιότητα υπέρ των αιθουσών.
Η επιστροφή είναι αδύνατη – ακόμη και για χώρες όπως η Γαλλία που συνεχίζει να προστατεύει τα σινεμά της με κάθε πιθανό τρόπο. Το μέλλον μοιάζει αβέβαιο, αλλά σίγουρα πολύ μακριά από το τέλος του σινεμά, όπως συνεχίζουν να «προβλέπουν» όσοι βρίσκουν πάντα κάτι που φταίει για το ότι ο κόσμος δεν πηγαίνει σινεμά (ειδικά στην Ελλάδα), χωρίς ωστόσο να αναλαμβάνουν σοβαρά μέτρα για να αντιστρέψουν την κατάσταση.
Ήταν 2013, όταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και ο Τζορτζ Λουκάς συμφώνησαν σε μια δημόσια ομιλία τους στη Σχολή Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια ότι στο μέλλον η εμπειρία «βλέπω σινεμά» θα είναι διαφορετική.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ προέβλεψε πως ο κόσμος θα κουραστεί από τα blockbusters, αυτά θα κοστίζουν ολοένα και περισσότερο και αργά η γρήγορα θα πέσουν στο κενό.
«Θα υπάρξει τελικά μια κατάρρευση. Τρεις ή τέσσερις ή ίσως ακόμη και μισή ντουζίνα από τις ταινίες – μεγαθήρια θα πέσουν στο κενό και αυτό θα αλλάξει πάλι το χάρτη.»
Αμέσως μετά από αυτή τη «συντέλεια», ο Τζορτζ Λούκας, πιο πραγματιστής, είχε δει πως το σινεμά στην αίθουσα θα είναι ένα event, κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα αξίζει πραγματικά να πληρώσεις για να δεις και που δεν θα μπορείς να βρεις στο σπίτι.
«Η ερώτηση θα είναι», έλεγε τότε ο Λούκας, «Θέλεις να κάνεις κάτι για να το δει ο κόσμος ή θέλεις να κάνεις κάτι για να το δει ο κόσμος στη μεγάλη οθόνη;»
«Θα καταλήξουμε με λιγότερες αίθουσες, μεγαλύτερες αίθουσες…», συνέχιζε. «Το να πας σινεμά θα κοστίζει 100 ή 150 δολάρια, όπως το να πας σε μια παράσταση στο Μπρόντγουεϊ. Θα είναι κάτι ακριβό. Οι ταινίες θα μένουν στις αίθουσες για ένα χρόνο… Και αυτό θα ονομάζεται “movie business”.»
Μια δεκαετία μετά, σε μια αγορά που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, το μέλλον που πρόβλεψαν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και ο Τζορτζ Λουκάς δεν έχει έρθει (εντελώς) ακόμη.
Αντίθετα, το Netflix είδε για πρώτη φορά στην παντοδύναμη ιστορία των τελευταίων χρόνων του απώλειες στους συνδρομητές του και ελεύθερη πτώση της μετοχής του, αλλά μην γελαστεί κανείς: αυτό ήταν μόνο ένα μικρό καμπανάκι για το πόσο εύκολα η ιστορία ξαναγράφεται μόνη της, πριν αφήσει τις σελίδες της ξανά να γεμίζουν από τους ισχυρούς.
Αυτό που μπορεί κανείς να δει ολοκάθαρα είναι πως το σινεμά και οι πλατφόρμες θα διαφοροποιηθούν σε επίπεδο περιεχομένου και ταυτόχρονα – όπως γίνεται ήδη σε πολλές χώρες, πλην της Ελλάδος όπου οι πλατφόρμες δεν φορολογούνται ακόμη και δεν έχουν γραφεία διαχείρισης και παραγωγής εντός συνόρων – τα δύο αυτά μέσα, που μοιάζουν τώρα να βρίσκονται σε έναν ανοιχτό πόλεμο, θα λειτουργήσουν σαν πολυσύμπαντα.
Οι πλατφόρμες θα χρηματοδοτούν το σινεμά, το σινεμά θα παράγει (και αποκλειστικό) προϊόν για τις πλατφόρμες και μπαινοβγαίνοντας από το ένα στο άλλο, ο θεατής θα έχει την ολοκληρωμένη εμπειρία που θεωρητικά του έχουν υποσχεθεί. Ο Doctor Strange θα συμφωνούσε αμαχητί.