Το 1992, ο Kris Kristofferson παρουσίασε τη Sinéad O’Connor στη σκηνή μιας συναυλίας για τα τριάντα χρόνια του Bob Dylan. «Είμαι πολύ περήφανη που θα παρουσιάσω την επόμενη καλλιτέχνιδα», δήλωσε. «Μια καλλιτέχνιδα συνώνυμη με το θάρρος και την ακεραιότητα». Εκείνη ανέβηκε αργά στη σκηνή, ενώ το πλήθος ξέσπασε σε ένα συγκλονιστικό και αλλόκοτο μείγμα ζητωκραυγών και αποδοκιμασιών. «Ήταν ο πιο γαμημένα περίεργος θόρυβος που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου», λέει η Ο’ Κόνορ, ενώ μιλάει στο νέο ντοκιμαντέρ για τη ζωή της, το Nothing Compares. «Με έκανε να θέλω να ξεράσω».
Το γεγονός αυτό ήρθε μόλις 13 ημέρες μετά την περιβόητη εμφάνισή της στο Saturday Night Live, στην οποία έσκισε μια φωτογραφία του Πάπα πάνω από μια παθιασμένη και αυτοσχέδια εκδοχή του War του Bob Marley, δηλώνοντας «πολεμήστε τον πραγματικό εχθρό» σε ένα κοινό γεμάτο ανθρώπους που έμειναν εμβρόντητοι. Αυτή η στιγμή διαμαρτυρίας, ως απάντηση στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στην Καθολική Εκκλησία, αποτελεί κορυφαία στιγμή της ταινίας, η οποία καλύπτει την εξαετία 1987-1993, τη ραγδαία άνοδο της νεαρής γυναίκας από το Δουβλίνο σε ποπ σταρ και ακτιβίστρια, την καταξίωσή της σε μεγαθήριο που γρήγορα όμως κατασυκοφαντήθηκε και εξορίστηκε.
Η σκηνοθέτις, Κάθριν Φέργκιουσον, μίλησε στο AnOther μετά την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στην Κοπεγχάγη. «Η O’Connor αντιπροσώπευε τη θετικότητα καθώς μεγάλωνα. Ήμουν φανατική θαυμάστρια», λέει. «Λάτρευα τα πάντα πάνω της, αυτό που εξέπεμπε, την εμφάνισή της, τους στίχους της, την τόλμη της και τι σήμαινε για ένα νεαρό κορίτσι που μεγάλωνε στο Μπέλφαστ της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Τα πράγματα ήταν λίγο ζοφερά εκεί, για να πούμε απλά, με τις ταραχές να συνεχίζουν να μαίνονται στο Βορρά και την Καθολική Εκκλησία να εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή στο Νότο, εκείνη αντιπροσώπευε την ελπίδα. Όλοι το χρειαζόμασταν αυτό».
Στο πλαίσιο των σύγχρονων μουσικών δρώμενων όπου οι πολιτικές δηλώσεις είναι σχετικά συνηθισμένες -συχνά σε σημείο ανειλικρίνειας ή μιας μορφής χειραγώγησης του μάρκετινγκ- η ταινία ζωγραφίζει ένα πολύ διαφορετικό τοπίο μέσω της μουσικής βιομηχανίας της δεκαετίας του 1990. Ένα περιβάλλον γεμάτο ψυχρότητα, εχθρότητα, ανεξέλεγκτο σεξισμό και μια σκληρή περιφρόνηση της ψυχικής υγείας -μια εποχή στην οποία το να μιλάς για τέτοια φρικτά, αποδεδειγμένα αληθινά, περιστατικά δεν ήταν απαραίτητα ευπρόσδεκτο ως γενναίο ή σημαντικό, αλλά συχνά υποτιμημένο. «Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πάντα με παρουσίαζαν ως τρελή», λέει η O’Connor στην ταινία.
Στον απόηχο της στιγμής του Saturday Night Live, ο Frank Sinatra και ο ηθοποιός Joe Pesci απείλησαν αμφότεροι με σωματική βία εναντίον της, την κορόιδευαν σε κωμικά σκετς της prime time, μεταξύ άλλων, δυστυχώς, και η Madonna, ενώ οι δίσκοι της πατήθηκαν και καταστράφηκαν στα κεντρικά γραφεία της Chrysalis Records στο Rockefeller Centre στη Νέα Υόρκη. Το μίσος για εκείνη ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο ώστε ένας Αμερικανός τηλεπαρουσιαστής φώναξε κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης: «Στην περίπτωση της Sinéad O’Connor, η κακοποίηση των παιδιών ήταν δικαιολογημένη».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η ουσία της ταινίας είναι η βαθιά ασταθής φύση της φήμης και της διασημότητας, καθώς και η σεξιστική νοοτροπία «κάτσε στα αυγά σου», η οποία διέπει ένα μεγάλο μέρος της. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, η Ο’Κόνορ από την πιο καυτή ερμηνεύτρια των βραβείων Grammy του 1989 έγινε αντικείμενο χλευασμού και κατακεραύνωσης από μέρος του ίδιου κοινού. Όλος ο κόσμος είχε ερωτευτεί μια γυναίκα που έχυσε ένα δάκρυ στο βίντεο για την παγκόσμια επιτυχία Nothing Compares 2 U, αλλά αδιαφορούσε πλήρως για τους λόγους που το προκάλεσαν.
Όλα αυτά ακολουθούν μια εξαιρετικά δύσκολη ζωή που η Ο’Κόνορ είχε ήδη ζήσει. Η φωνή της έγινε δεκανίκι για την ίδια από μικρή ηλικία, όταν υπέστη κακοποίηση από τη μητέρα της στο σπίτι. «Μπορούσα να την ηρεμήσω με τη φωνή μου», λέει η O’Connor. «Μπορούσα να κάνω τον διάβολο να κοιμηθεί». Όταν μιλάει, εν συντομία, για το τραγούδι Troy, που γράφτηκε για τις εμπειρίες που είχε ως παιδί, όταν κλειδωνόταν έξω από το σπίτι και την ανάγκαζαν να κοιμάται στον κήπο για εβδομάδες, το περιγράφει ως «όχι τραγούδι, είναι μια γαμημένη διαθήκη».
Η ταινία διερευνά πόσο βαθιά και πολύπλευρη ήταν η εμπειρία τραύματος της O’Connor από την παιδική της ηλικία, γεγονός που έκανε το ταξίδι της προς το αστέρι της ποπ μια ακόμη πιο δύσκολη και συχνά αινιγματική εμπειρία. «Ο λόγος που ασχολήθηκα με τη μουσική ήταν η θεραπεία», λέει η ίδια. «Γι’ αυτό και ήταν μεγάλο σοκ για μένα να γίνω ποπ σταρ. Δεν ήταν αυτό που ήθελα. Ήθελα απλώς να ουρλιάζω».
Τα πράγματα δεν έγιναν απαραιτήτως ευκολότερα καθώς η Ο’Κόνορ κατέκτησε την επιτυχία. Οι δίσκοι της απαγορεύτηκαν από τους αμερικανικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς όταν πήρε θέση ενάντια στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου σε μια συναυλία το 1990. Όταν έμεινε έγκυος στα 20 της χρόνια, η εταιρεία της ενθάρρυνε την έκτρωση και αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε φωτογραφία στον Τύπου που να δείχνει ότι ήταν έγκυος. «Δεν υπάρχει περίπτωση να κλείσω το στόμα μου», δήλωσε η ίδια. «Είμαι ένα κακοποιημένο παιδί και όλος ο καταραμένος κόσμος θα το μάθει. Όπως θα μάθουν και για κάθε άλλο κακοποιημένο παιδί. Δεν πρόκειται να μπορέσουν να μας κλείσουν το στόμα επειδή δεν θέλουν να ακούσουν γι’ αυτό».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η ακλόνητη πεποίθηση της O’Connor για τις πεποιθήσεις της και το συχνά κακόβουλο τοπίο που έπρεπε να πολεμήσει, είχε τεράστιο κόστος για την ίδια, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, και η σκηνοθέτις, η Ferguson, το είδε από κοντά. «Δεν ταλαντεύτηκε ποτέ», λέει. «Έχουμε παρακολουθήσει εκατοντάδες ώρες υλικού και είναι ένας από τους πιο συνεπείς ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ. Είναι ακλόνητη».
Από το ξυρισμένο κεφάλι μέχρι την ιδιαίτερη αίσθηση της μόδας και τα θέματα για τα οποία μίλησε με τόσο πάθος, από την κακοποίηση των παιδιών μέχρι τα δικαιώματα στην άμβλωση, η ταινία παρουσιάζει την Ο’Κόνορ ως πρότυπο για την ποπ κουλτούρα. Καλλιτέχνιδα ως ακτιβίστρια άνοιξε το δρόμο για τις μελλοντικές γενιές νέων γυναικών. Συντελεστές όπως η Kathleen Hanna των Bikini Kill, η Peaches και η Skin των Skunk Anansie την αναγνωρίζουν ως πρωτοπόρο και απόλυτη έμπνευση.
«Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της», λέει η Ferguson. «Και μια μοναχική φωνή -σίγουρα μια φωνή χωρίς υποστήριξη. Λες και έπρεπε, με κάθε τρόπο, απλώς να το βουλώσει και να τραγουδήσει. Από τη μία ήταν η σούπερ σταρ που φαινομενικά είχε τα πάντα -το ταλέντο, την εμφάνιση, την επιτυχία- αλλά από την άλλη, είχε επίσης μια πολύ ισχυρή άποψη και ήθελε να ακουστεί η φωνή της μιλώντας για δυσάρεστα θέματα κάτι που φάνηκε ως μία επιθυμία υπερβολική για κάποιους». Η πιο οδυνηρή ατάκα της ταινίας προέρχεται από την ίδια την Ο’Κόνορ, η οποία δηλώνει απαλά αλλά περήφανα: «Προσπάθησαν να με θάψουν. Δεν κατάλαβαν ότι ήμουν σπόρος».
«Ένιωσα πολύ αποθαρρυμένη ως έφηβη όταν είδα πώς της συμπεριφέρθηκαν» λέει η σκηνοθέτις. «Νομίζω ότι αυτό το συναίσθημα έσπειρε τον σπόρο για αυτή την ταινία. Ένιωθα ότι το λάθος έγινε το 1992 και εξακολουθούσα να νιώθω τον απόηχο αυτού του γεγονότος όταν αρχίσαμε να γράφουμε την ταινία το 2018. Είμαι ακόμα έξαλλη, ελπίζω ότι και το κοινό αισθάνεται το ίδιο».
Η ταινία Nothing Compares θα κάνει πρεμιέρα στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ 24-27 Ιουνίου 2022.
*Με στοιχεία από το anothermag.com