Σε πολλές περιπτώσεις μια ταινία κρίνεται ως πετυχημένη αν προκαλέσει σάλο, διχάσει «κοινό και κριτικούς», όπως συνηθίζουμε να λέμε, και δημιουργήσει -εφήμερες ή μη- εντυπώσεις. Όλα βέβαια εξαρτώνται από τους στόχους που θέτει το κινηματογραφικό στούντιο και από τον σκοπό του δημιουργού, αλλά πολλές φορές το τοπίο είναι τόσο θολό που δυσκολευόμαστε να βγάλουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα με την πρώτη παρακολούθηση και χρειάζεται προσπάθεια για να βρεθεί η απάντηση στο ερώτημα «Τι θέλει να πει το έργο;»
Όλα τα παραπάνω, μαζί με μερικά πράγματα ακόμα που θα αναφέρουμε παρακάτω, αφορούν την ταινία “Saltburn” της Emerald Fennell που έκανε πρεμιέρα στις 23 Δεκεμβρίου στο Amazon Prime. Από εκείνη την ημέρα το TikTok, η πλατφόρμα που πλέον υπολογίζεται ως βαρόμετρο για τις αντιδράσεις του κόσμου σε κάποιο γεγονός, κατακλύστηκε από διάφορα βίντεο στα οποία οι δημιουργοί τους είτε αναφερόντουσαν στο άβολο της παρακολούθησης της ταινίας μαζί με γονείς (ναι, να το αποφύγετε) είτε στις γυμνές σκηνές του πρωταγωνιστή Barry Keoghan -δεν ξέρω αν έχω διαβάσει στο ίντερνετ περισσότερα σχόλια για το “αμφιλεγόμενο” μέγεθος ενός πέους.
Η αλήθεια είναι πως απέφυγα να προετοιμαστώ διαβάζοντας όσα έχουν γραφτεί για το “Saltburn” πριν πατήσω το play, καθότι δεν ήθελα επηρεαστώ, αλλά αφού τελείωσε η ταινία ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο στο να αντισταθώ. Ξεκινώντας από τον Guardian, που είχε τον τίτλο «Είναι το Saltburn η πιο διχαστική ταινία της χρονιάς;», και μέχρι να φτάσω στις κριτικές του IMDb, τύπου «Μια έντεχνη απογοήτευση» και «Ηθοποιοί πάνω από την ουσία», το μυαλό μου είχε μπερδευτεί ακόμα περισσότερο και πλέον αμφέβαλλα για τη γνώμη που είχα σχηματίσει όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους της ταινίας:
Στο “Saltburn” γίνεται μια εξαιρετικά εξωφρενική απεικόνιση των ηδονών, ένας κλιμακούμενος και αποκρουστικός ερεθισμός.
Ήταν όμως έτσι; Ναι.
Προσοχή! Ακολουθούν spoiler!
Λίγα λόγια για την πλοκή
«Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί του. Ξέρω ότι όλοι νόμιζαν ότι ήμουν. Αλλά δεν ήμουν. Τον αγαπούσα, φυσικά. Ήταν αδύνατο να μην αγαπώ τον Felix. Και αυτό ήταν μέρος του προβλήματος. Όλοι τον αγαπούσαν. Όλοι ήθελαν να είναι κοντά του. Αυτό τον εξαντλούσε. Οι άνθρωποι δεν τον άφηναν ήσυχο. Ειδικά τα κορίτσια, Χριστέ μου, τα κορίτσια! Ήταν ντροπιαστικό, πραγματικά, το πόσο όλοι τον κοίταζαν. Νομίζω ότι ειλικρινά γι’ αυτό του άρεσα τόσο πολύ. Τον προστάτευα. Ήμουν ειλικρινής μαζί του. Τον καταλάβαινα. Τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα, αλλά ήμουν ερωτευμένος μαζί του;»
Το 2006, ο Oliver Quick (Barry Keoghan), ένας νέος που είναι κλειστός στον εαυτό του, φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και νιώθει ότι δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους φοιτητές που προέρχονται, κυρίως, από πλούσιες οικογένειες. Αρχικά τον πλησιάζει ένας άλλος φοιτητής, ο Michael Gavey (Ewan Mitchell), ο οποίος είναι λίγο αδέξιος και αρκετά απωθητικός ως προς τη συμπεριφορά του, και επίσης η επαφή του με έναν συμφοιτητή, τον Farleigh Start (Archie Madekewe), ξεκινάει τελείως στραβά όταν συναντιούνται σε ένα κοινό τους μάθημα. Μια μέρα ο Oliver, καθώς επιστρέφει στο δωμάτιό του, συναντάει “τυχαία” τον Felix Catton (Jacob Elordi) -τον πιο ωραίο τύπο του πανεπιστημίου- με το ποδήλατό του, αφού του έσκασε το λάστιχο, και του προσφέρει το ποδήλατό του για να μπορέσει να φτάσει εγκαίρως στο μάθημα, κάτι που κάνει τον Felix να νιώθει ευγνώμων απέναντι στον Oliver.
Ο Oliver αυτόματα αρχίζει να περνάει περισσότερο χρόνο με τον Felix, ο οποίος τον συμπαθεί πολύ, ενώ κάνει στην άκρη τον Michael, ο οποίος του λέει ότι ο Felix «θα τον βαρεθεί κάποια στιγμή». Σταδιακά ο Oliver γίνεται μέρος της παρέας του Felix, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει την αποδοχή των υπολοίπων, και εμμονικά προσπαθεί με κάθε τρόπο να γίνει -και αργότερα να παραμείνει- μέρος της ζωής του Felix. Στο τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς, ο Felix τον προσκαλεί στο σπίτι του -αν μπορεί να θεωρηθεί ένα κάστρο «σπίτι»- για να περάσουν μαζί με την οικογένειά του το καλοκαίρι και ο Oliver, φυσικά, αρπάζει την ευκαιρία της ζωής του. «Μπορείς να φύγεις όποτε θες», του λέει ο Felix, αλλά ο Oliver δεν έχει τέτοιους σκοπούς…
Η ξενάγηση στο Saltburn, το κάστρο της οικογένειας Catton, είναι επεισοδιακή εξ αρχής για τον Oliver και εμείς παρατηρούμε τον απολαυστικό “παραλογισμό” των ανθρώπων που συναντά εκεί. Ωστόσο, αυτό που τερματίζει το παράλογο είναι ο τρόπος που ο Oliver, «σαν σκώρος» όπως του λέει χαρακτηριστικά η αδερφή του Felix, Venetia (Alison Oliver), μπλέκεται με όλους τους χαρακτήρες και επιδίδεται σε μια εκνευριστική (για τον θεατή) παραπλάνηση των πάντων.
Όσο η ταινία προχωράει βυθίζεσαι όλο και περισσότερο σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον που έχει πινελιές Λάνθιμου και Kubrick, ενώ τα μάτια σου δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από την ερμηνεία του καστ. Η κορύφωση, όμως, (για την ταινία) έρχεται προς το τέλος. Όχι απαραίτητα δηλαδή στην τελευταία σκηνή, αλλά από τη σημείο που τα πράγματα ξεκινούν να ανατρέπονται στο παιχνίδι που παίζει ο Oliver.
Προς τι ο διχασμός
Ώρες μετά την παρακολούθησή του, συνεχίζω να απορώ για ποιους λόγους ο κόσμος και οι κριτικοί διχάστηκαν -πέρα από το πέος του Keoghan. Ποιο είναι αυτό το στοιχείο δηλαδή που δημιουργήσε δύο “στρατόπεδα”; Το σενάριο της Fennell μπορεί να μην είναι αριστουργηματικό, παρ’ όλα αυτά είναι δεμένο στον βαθμό που χρειάζεται για να αναπτύξει τη συγκεκριμένη ιστορία -χρησιμοποιεί άκρως επιτυχημένα ατάκες και κινησιολογία για να μας συστήσει και να εξελίξει τους χαρακτήρες της ταινίας. Από την άλλη, η σκηνοθεσία είναι απολαυστική με έξυπνες λήψεις, δυναμική χωρίς να κουράζει, έχει καταπληκτικά “κάδρα”, ενώ η φωτογραφία χαρίζει, αυτό που λέμε, «πλανάρες». Το οσκαρικό καστ, με τους Rosamund Pike, Richard E. Grant και Carey Mulligan, δεν λειτουργεί μόνο συμπληρωματικά στους χαρακτήρες που αναφέραμε προηγούμενως, αλλά προσφέρει θεατρικότητα σε ένα κινηματογραφικό τοπίο που θα μπορούσε να είχε φιλοξενήσει τον “Δράκουλα” του Francis Ford Coppola, την “Λάμψη” του Stanley Kubrick, (σχεδόν) τα άπαντα του Γιώργου Λάνθιμου, τον “Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ” του Anthony Minghella και πολλές άλλες ταινίες.
Το “Saltburn” δεν αφήνει υπονοούμενα για τις ταξικές διαφορές μεταξύ των οικογενειών ή τα ψυχικά τραύματα των πρωταγωνιστούν που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις συμπεριφορές τους, ούτε μεταφέρει woke μηνύματα για να χρησιμοποιηθεί σε αντίστοιχη κινηματογραφική ατζέντα. Αντιθέτως παίζει ακομπλεξάριστα -ίσως γιατί η ιστορία διαδραματίζεται στο 2006- με έννοιες και καταστάσεις που φέρνουν κάποιους θεατές σε άβολη θέση. Όμως αν κάποιος έχει θαυμάσει τον στίχο «Θέλω να σε δω, Να μ’ εκδικηθείς, Να πιω νερό κρυφά, Εκεί που θα πλυθείς» της Λίνας Νικολακοπούλου, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η επική σκηνή του Oliver στην μπανιέρα, όπου γλύφει και ρουφάει τα απόνερα του μπάνιου που έκανε ο Felix αφού αυνανίστηκε και όλα τα υγρά έχουν γίνει ένα, δημιουργεί αηδία. Ναι, OK, δεν είναι μια συνήθεια που την υιοθετείς, ούτε κάτι που λες «Θα το δοκιμάσω και ό,τι γίνει», παρ’ όλα αυτά είναι μια κινηματογραφική σκηνή – ωδή στο κρυφό και αρρωστημένο πάθος. Όπως και η αιματοβαμμένη σκηνή στον κήπου του Saltburn, το βράδυ που η Venetia, αδερφή του Felix, “κάλεσε” τον Oliver να την ακολουθήσει στο βραδινό και ομιχλώδες σκηνικό. Η ίδια -φαινομενικά- μπορεί να μην περίμενε ότι ο Oliver θα ήθελε να την ικανοποιήσει με τα δάχτυλα και τη γλώσσα του ενώ αυτή βρισκόταν στις «δύσκολες μέρες του μήνα», αλλά το κοντινό πλάνο στον λαιμό της Alison Oliver (κινηματογραφικό ντεμπούτο) μας υποδεικνύει ακριβώς αυτή την επιθυμία της, και αργότερα η βύθιση του Oliver στην μπανιέρα για να πλυθεί, με το στόμα του να θυμίζει βρυκόλακα από τα αίματα, είναι αξεπέραστη. Επίσης, κάτι που δύσκολα θα ξεχαστεί, είναι η διείσδυση του γυμνού Oliver στο χώμα που καλύπτει το φέρετρο του Felix. Τέλος, ο τρόπος που μας αποχαιρετά ο Oliver χορεύοντας γυμνός το “Murder On The Dancefloor” της Sophie Ellis-Bextor είναι άξιος (πολλαπλών) αναφορών στο μέλλον, όπως και το soundtrack του “Saltburn” που είναι από τα καλύτερα που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια.
Μη διστάσετε να δείτε το “Saltburn” και αφεθείτε ελεύθεροι στο ηδονικό σύμπαν του.
Σε πολλές περιπτώσεις μια ταινία κρίνεται ως πετυχημένη αν προκαλέσει σάλο, διχάσει «κοινό και κριτικούς», όπως συνηθίζουμε να λέμε, και δημιουργήσει -εφήμερες ή μη- εντυπώσεις. Όλα βέβαια εξαρτώνται από τους στόχους που θέτει το κινηματογραφικό στούντιο και από τον σκοπό του δημιουργού, αλλά πολλές φορές το τοπίο είναι τόσο θολό που δυσκολευόμαστε να βγάλουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα με την πρώτη παρακολούθηση και χρειάζεται προσπάθεια για να βρεθεί η απάντηση στο ερώτημα «Τι θέλει να πει το έργο;»
Όλα τα παραπάνω, μαζί με μερικά πράγματα ακόμα που θα αναφέρουμε παρακάτω, αφορούν την ταινία “Saltburn” της Emerald Fennell που έκανε πρεμιέρα στις 23 Δεκεμβρίου στο Amazon Prime. Από εκείνη την ημέρα το TikTok, η πλατφόρμα που πλέον υπολογίζεται ως βαρόμετρο για τις αντιδράσεις του κόσμου σε κάποιο γεγονός, κατακλύστηκε από διάφορα βίντεο στα οποία οι δημιουργοί τους είτε αναφερόντουσαν στο άβολο της παρακολούθησης της ταινίας μαζί με γονείς (ναι, να το αποφύγετε) είτε στις γυμνές σκηνές του πρωταγωνιστή Barry Keoghan -δεν ξέρω αν έχω διαβάσει στο ίντερνετ περισσότερα σχόλια για το “αμφιλεγόμενο” μέγεθος ενός πέους.
Η αλήθεια είναι πως απέφυγα να προετοιμαστώ διαβάζοντας όσα έχουν γραφτεί για το “Saltburn” πριν πατήσω το play, καθότι δεν ήθελα επηρεαστώ, αλλά αφού τελείωσε η ταινία ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο στο να αντισταθώ. Ξεκινώντας από τον Guardian, που είχε τον τίτλο «Είναι το Saltburn η πιο διχαστική ταινία της χρονιάς;», και μέχρι να φτάσω στις κριτικές του IMDb, τύπου «Μια έντεχνη απογοήτευση» και «Ηθοποιοί πάνω από την ουσία», το μυαλό μου είχε μπερδευτεί ακόμα περισσότερο και πλέον αμφέβαλλα για τη γνώμη που είχα σχηματίσει όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους της ταινίας:
Στο “Saltburn” γίνεται μια εξαιρετικά εξωφρενική απεικόνιση των ηδονών, ένας κλιμακούμενος και αποκρουστικός ερεθισμός.
Ήταν όμως έτσι; Ναι.
Προσοχή! Ακολουθούν spoiler!
Λίγα λόγια για την πλοκή
«Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί του. Ξέρω ότι όλοι νόμιζαν ότι ήμουν. Αλλά δεν ήμουν. Τον αγαπούσα, φυσικά. Ήταν αδύνατο να μην αγαπώ τον Felix. Και αυτό ήταν μέρος του προβλήματος. Όλοι τον αγαπούσαν. Όλοι ήθελαν να είναι κοντά του. Αυτό τον εξαντλούσε. Οι άνθρωποι δεν τον άφηναν ήσυχο. Ειδικά τα κορίτσια, Χριστέ μου, τα κορίτσια! Ήταν ντροπιαστικό, πραγματικά, το πόσο όλοι τον κοίταζαν. Νομίζω ότι ειλικρινά γι’ αυτό του άρεσα τόσο πολύ. Τον προστάτευα. Ήμουν ειλικρινής μαζί του. Τον καταλάβαινα. Τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα, αλλά ήμουν ερωτευμένος μαζί του;»
Το 2006, ο Oliver Quick (Barry Keoghan), ένας νέος που είναι κλειστός στον εαυτό του, φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και νιώθει ότι δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους φοιτητές που προέρχονται, κυρίως, από πλούσιες οικογένειες. Αρχικά τον πλησιάζει ένας άλλος φοιτητής, ο Michael Gavey (Ewan Mitchell), ο οποίος είναι λίγο αδέξιος και αρκετά απωθητικός ως προς τη συμπεριφορά του, και επίσης η επαφή του με έναν συμφοιτητή, τον Farleigh Start (Archie Madekewe), ξεκινάει τελείως στραβά όταν συναντιούνται σε ένα κοινό τους μάθημα. Μια μέρα ο Oliver, καθώς επιστρέφει στο δωμάτιό του, συναντάει “τυχαία” τον Felix Catton (Jacob Elordi) -τον πιο ωραίο τύπο του πανεπιστημίου- με το ποδήλατό του, αφού του έσκασε το λάστιχο, και του προσφέρει το ποδήλατό του για να μπορέσει να φτάσει εγκαίρως στο μάθημα, κάτι που κάνει τον Felix να νιώθει ευγνώμων απέναντι στον Oliver.
Ο Oliver αυτόματα αρχίζει να περνάει περισσότερο χρόνο με τον Felix, ο οποίος τον συμπαθεί πολύ, ενώ κάνει στην άκρη τον Michael, ο οποίος του λέει ότι ο Felix «θα τον βαρεθεί κάποια στιγμή». Σταδιακά ο Oliver γίνεται μέρος της παρέας του Felix, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει την αποδοχή των υπολοίπων, και εμμονικά προσπαθεί με κάθε τρόπο να γίνει -και αργότερα να παραμείνει- μέρος της ζωής του Felix. Στο τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς, ο Felix τον προσκαλεί στο σπίτι του -αν μπορεί να θεωρηθεί ένα κάστρο «σπίτι»- για να περάσουν μαζί με την οικογένειά του το καλοκαίρι και ο Oliver, φυσικά, αρπάζει την ευκαιρία της ζωής του. «Μπορείς να φύγεις όποτε θες», του λέει ο Felix, αλλά ο Oliver δεν έχει τέτοιους σκοπούς…
Η ξενάγηση στο Saltburn, το κάστρο της οικογένειας Catton, είναι επεισοδιακή εξ αρχής για τον Oliver και εμείς παρατηρούμε τον απολαυστικό “παραλογισμό” των ανθρώπων που συναντά εκεί. Ωστόσο, αυτό που τερματίζει το παράλογο είναι ο τρόπος που ο Oliver, «σαν σκώρος» όπως του λέει χαρακτηριστικά η αδερφή του Felix, Venetia (Alison Oliver), μπλέκεται με όλους τους χαρακτήρες και επιδίδεται σε μια εκνευριστική (για τον θεατή) παραπλάνηση των πάντων.
Όσο η ταινία προχωράει βυθίζεσαι όλο και περισσότερο σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον που έχει πινελιές Λάνθιμου και Kubrick, ενώ τα μάτια σου δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από την ερμηνεία του καστ. Η κορύφωση, όμως, (για την ταινία) έρχεται προς το τέλος. Όχι απαραίτητα δηλαδή στην τελευταία σκηνή, αλλά από τη σημείο που τα πράγματα ξεκινούν να ανατρέπονται στο παιχνίδι που παίζει ο Oliver.
Προς τι ο διχασμός
Ώρες μετά την παρακολούθησή του, συνεχίζω να απορώ για ποιους λόγους ο κόσμος και οι κριτικοί διχάστηκαν -πέρα από το πέος του Keoghan. Ποιο είναι αυτό το στοιχείο δηλαδή που δημιουργήσε δύο “στρατόπεδα”; Το σενάριο της Fennell μπορεί να μην είναι αριστουργηματικό, παρ’ όλα αυτά είναι δεμένο στον βαθμό που χρειάζεται για να αναπτύξει τη συγκεκριμένη ιστορία -χρησιμοποιεί άκρως επιτυχημένα ατάκες και κινησιολογία για να μας συστήσει και να εξελίξει τους χαρακτήρες της ταινίας. Από την άλλη, η σκηνοθεσία είναι απολαυστική με έξυπνες λήψεις, δυναμική χωρίς να κουράζει, έχει καταπληκτικά “κάδρα”, ενώ η φωτογραφία χαρίζει, αυτό που λέμε, «πλανάρες». Το οσκαρικό καστ, με τους Rosamund Pike, Richard E. Grant και Carey Mulligan, δεν λειτουργεί μόνο συμπληρωματικά στους χαρακτήρες που αναφέραμε προηγούμενως, αλλά προσφέρει θεατρικότητα σε ένα κινηματογραφικό τοπίο που θα μπορούσε να είχε φιλοξενήσει τον “Δράκουλα” του Francis Ford Coppola, την “Λάμψη” του Stanley Kubrick, (σχεδόν) τα άπαντα του Γιώργου Λάνθιμου, τον “Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ” του Anthony Minghella και πολλές άλλες ταινίες.
Το “Saltburn” δεν αφήνει υπονοούμενα για τις ταξικές διαφορές μεταξύ των οικογενειών ή τα ψυχικά τραύματα των πρωταγωνιστούν που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις συμπεριφορές τους, ούτε μεταφέρει woke μηνύματα για να χρησιμοποιηθεί σε αντίστοιχη κινηματογραφική ατζέντα. Αντιθέτως παίζει ακομπλεξάριστα -ίσως γιατί η ιστορία διαδραματίζεται στο 2006- με έννοιες και καταστάσεις που φέρνουν κάποιους θεατές σε άβολη θέση. Όμως αν κάποιος έχει θαυμάσει τον στίχο «Θέλω να σε δω, Να μ’ εκδικηθείς, Να πιω νερό κρυφά, Εκεί που θα πλυθείς» της Λίνας Νικολακοπούλου, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η επική σκηνή του Oliver στην μπανιέρα, όπου γλύφει και ρουφάει τα απόνερα του μπάνιου που έκανε ο Felix αφού αυνανίστηκε και όλα τα υγρά έχουν γίνει ένα, δημιουργεί αηδία. Ναι, OK, δεν είναι μια συνήθεια που την υιοθετείς, ούτε κάτι που λες «Θα το δοκιμάσω και ό,τι γίνει», παρ’ όλα αυτά είναι μια κινηματογραφική σκηνή – ωδή στο κρυφό και αρρωστημένο πάθος. Όπως και η αιματοβαμμένη σκηνή στον κήπου του Saltburn, το βράδυ που η Venetia, αδερφή του Felix, “κάλεσε” τον Oliver να την ακολουθήσει στο βραδινό και ομιχλώδες σκηνικό. Η ίδια -φαινομενικά- μπορεί να μην περίμενε ότι ο Oliver θα ήθελε να την ικανοποιήσει με τα δάχτυλα και τη γλώσσα του ενώ αυτή βρισκόταν στις «δύσκολες μέρες του μήνα», αλλά το κοντινό πλάνο στον λαιμό της Alison Oliver (κινηματογραφικό ντεμπούτο) μας υποδεικνύει ακριβώς αυτή την επιθυμία της, και αργότερα η βύθιση του Oliver στην μπανιέρα για να πλυθεί, με το στόμα του να θυμίζει βρυκόλακα από τα αίματα, είναι αξεπέραστη. Επίσης, κάτι που δύσκολα θα ξεχαστεί, είναι η διείσδυση του γυμνού Oliver στο χώμα που καλύπτει το φέρετρο του Felix. Τέλος, ο τρόπος που μας αποχαιρετά ο Oliver χορεύοντας γυμνός το “Murder On The Dancefloor” της Sophie Ellis-Bextor είναι άξιος (πολλαπλών) αναφορών στο μέλλον, όπως και το soundtrack του “Saltburn” που είναι από τα καλύτερα που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια.
Μη διστάσετε να δείτε το “Saltburn” και αφεθείτε ελεύθεροι στο ηδονικό σύμπαν του.