1994. O.J. Simpson. Ένα μαύρος αθλητής με ζωή λευκού αποτέλεσε -εν αγνοία του- πηγή έμπνευσης για τον κόσμο των τηλεοπτικών ριάλιτι. Η πολύκροτη δίκη για τη δολοφονία της γυναίκας του και η live κάλυψη της καταδίωξης του από την Αστυνομία μαγνήτισαν το αμερικάνικο κοινό που για πρώτη φορά παρακολουθούσε μέσα από τις τηλεοράσεις του κάτι πραγματικά ζωντανό, όχι μυθοπλαστικό αλλά εξίσου συναρπαστικό, κάτι που του έδινε την ψευδαίσθηση ότι παίρνει το ίδιο μέρος. Αυτό ίσως αποτέλεσε το σημείο μηδέν για το τηλεοπτικό είδος που έμελλε να σημαδέψει πολιτισμικά λίγα χρόνια αργότερα τον 21ο αιώνα (για την ιστορία ένας από τους δικηγόρους του κατηγορούμενου λεγόταν Robert Kardashian με μία κόρη, τότε στην εφηβεία, το όνομα της οποίας ήταν Kim…).
2001. Ελλάδα. Καφετέριες, γραφεία, αμφιθέατρα, γυμναστήρια, δεν υπάρχει γωνιά της Ελλάδας που να μην ακούς συζητήσεις για τους νέους πρωταγωνιστές της καθημερινότητας, τον Τσάκα, τον Πρόδρομο, τη Δώρα και άλλα 9 νεαρά άτομα, τα οποία κλεισμένα για 3 μήνες σε ένα σπίτι με κάμερες, διαγωνίζονται για το ποιος θα παραμείνει μέχρι τέλους. Κάθε βδομάδα, το κοινό ψηφίζει και αποφασίζει ποιος θα αποχωρήσει. To έπαθλο για τους νικητές είναι είτε άμεσο (χρηματικό) είτε έμμεσο (είσοδος σε τηλεοπτικά ή μη σαλόνια με μια επίγευση σελέμπριτι δόξας). Κάπως έτσι εγκαινιάστηκε και στην Ελλάδα το τηλεοπτικό πείραμα του Big Brother (κατά τον Μεγάλο Αδερφό του Orwell στο “1984”), μια εκπομπή που είχε ξεκινήσει 4 χρόνια πριν στην (πάντα προχωρημένη) Ολλανδία. Στην πράξη οι παίκτες δεν έκαναν κάτι ουσιαστικά. Κουτσομπολιά, πισώπλατα μαχαιρώματα, συνομωσίες, ερωτικά παιχνίδια και προσωπικές εξομολογήσεις on camera ήταν κάποια από τα τερτίπια που κρατούσαν τον κόσμο ‘βιδωμένο’ στους δέκτες του. Αργότερα ακολούθησαν ριάλιτι με πιο ‘στοχευμένο’ concept και τους παίκτες να διαγωνίζονται είτε στο τραγούδι (fame story), είτε στη μαγειρική (master chef) είτε στην επιβίωση στη φύση (survivor) βγάζοντας τα επόμενα ονόματα στις πίστες, στα glam εστιατόρια και τα τηλεοπτικά πλατό. Με τα χρόνια τα ριάλιτι έγιναν η εύκολη και δοκιμασμένη συνταγή για τα κανάλια, αντικαθιστώντας καταξιωμένους (βλ. ακριβούς) καλλιτέχνες με ‘κοινούς θνητούς’ και τα εξωτερικά γυρίσματα με τηλεοπτικά πλατό.
Φυσικά δε θα μπορούσε η έβδομη τέχνη να μην απεικονίσει σε κάδρο τον κόσμο του ρεάλιτι, αρκετά χρόνια μάλιστα προτού αυτός εισχωρήσει στα κανάλια. Τολμώντας ουκ ολίγες φορές να τον διανθίσει με μπόλικα στοιχεία μυθοπλασίας (αν και πλέον, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η φαντασία με την πραγματικότητα ενώνονται με μια πολύ λεπτή κλωστή). Η αρχή έγινε με το Death Watch το 1980 από τον Γάλλο Bertrand Tavernier. Βασισμένο στη νουβέλα The Unsleeping Eye του David G. Compton, το φιλμ μας μεταφέρει σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον, όπου ο θάνατος από ασθένειες είναι σπάνιος. Όταν μια γυναίκα διαγιγνώσκεται με μια ανίατη ασθένεια, γίνεται το επίκεντρο του κόσμου κι ένας τηλεοπτικός παραγωγός της προσφέρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προκειμένου να κινηματογραφήσει τις τελευταίες μέρες της ζωής για ένα τηλεοπτικό show. Η ίδια προσπαθεί να εξαφανιστεί μέχρι που συναντά κι εμπιστεύεται έναν τύπο, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός έχει εμφυτεύματα κάμερας πίσω από τα μάτια του. Γυρισμένο στη Σκωτία με πρωταγωνιστές τη θρυλική Romy Schneider, τον υποτιμημένο Harvey Keitel και τον ακόμα πιο υποτιμημένο Harry Dean Stanton (του αριστουργηματικού Paris, Texas του Wim Wenders), τέθηκε υποψήφιο για Χρυσή Άρκτο και βραβείο Σεζάρ.
To στοιχείο του τηλεοπτικού ανταγωνισμού παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1987 με το The Running Man («Ο Άτρωτος» όπως είχε αποδοθεί στα Ελληνικά), βασισμένο στη νουβέλα ενός «άγνωστου» συγγραφέα με το όνομα Richard Bachman και πρωταγωνιστή τον Αυστριακό μάτσο action hero της εποχής Arnold Schwarzenegger. Στο μέλλον κατάδικοι αγωνίζονται να κερδίσουν την ελευθερία τους περνώντας μέσα από βίαιες –προφητικές για τα fatalities του Mortal Kombat- δοκιμασίες με αιμοβόρους μονομάχους, ενώ το τηλεοπτικό κοινό, διψασμένο για «άρτο και θέαμα», τους παρακολουθεί. Η ρωμαϊκή αρένα μιας δυστοπικής κοινωνίας με b-movie αισθητική από ένα συγγραφέα που τελικά δεν ήταν τόσο άγνωστος, καθώς Richard Bachman ήταν το παρατσούκλι που χρησιμοποιούσε για κάποια χρόνια ο… Stephen King, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο μπροστά ήταν από την εποχή του.
Περίπου μια δεκαετία αργότερα, το 1998, κι ενώ το ριάλιτι έχει μπει ήδη στο τηλεοπτικό τοπίο, ο Αυστραλός Peter Weir παρουσιάζει έναν εύθυμο ήρωα που έχει μια (εκνευριστικά) ευχάριστη καθημερινότητα, όπου όλα φαίνονται να λειτουργούν ρολόι. Μέχρι που εκείνος αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και τελικά ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή -κυριολεκτικά από τη μέρα που γεννήθηκε- αποτελεί το περιεχόμενο μιας live τηλεοπτικής εκπομπής, το Truman Show. Το απότομο έναυσμα μιας υπαρξιακής αναζήτησης και η επιθυμία για μια πραγματική -κι ας μην είναι ιδανική- ζωή αναδεικνύονται εύστοχα από τον Jim Carrey στον πρώτο του μη κωμικό ρόλο και χαρίζουν στο φιλμ τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ. Τα πρώτα κινηματογραφικά ερωτηματικά περί ηθικής της τηλεοπτικής κλειδαρότρυπας γεννιούνται.
Ένα χρόνο μετά, το 1999, κυκλοφορεί το EDtv (αμερικάνικο remake του γαλλικού «Louis XIX, Le Roi des Ondes» του 1994), όπου ένας μικροαστός υπάλληλος βιντεοκλάμπ δέχεται να κοινοποιήσει κάθε στιγμή της καθημερινότητάς του στους τηλεθεατές ενός μικρού καναλιού που αμέσως γιγαντώνεται. Κι ενώ αρχικά γεύεται με ενθουσιασμό τη γλυκιά γεύση της αναγνωρισιμότητας, σταδιακά αντιλαμβάνεται ότι είναι παγιδευμένος στο βωμό της υψηλής τηλεθέασης. Όχι πετυχημένο εισπρακτικά παρά τα δυνατά ονόματα που πλαισιώνουν τους Matthew McConaughey & Woody Harrelson (πολλά χρόνια πριν από το θρίαμβό τους στο True Detective) και μέτριο καλλιτεχνικά, αλλά αξιοσημείωτο μιας και υπήρξε η πρώτη απόπειρα σάτιρας του είδους.
Σε πολύ διαφορετικό ύφος, το 2011, κυκλοφορεί το Cabin in the Woods ένα φιλμ που έκλεισε το μάτι περιπαικτικά στο κοινό, αφού αυτό δεν είχε αντιληφθεί τις τελικές του προθέσεις του σεναρίου. Η υπόθεση φαινομενικά ακολουθεί το κλασικό teen thriller μοτίβο, όπου μια παρέα ανέμελων φοιτητών πηγαίνει εκδρομή το Σαββατοκύριακο σ’ ένα μικρό σπίτι κάπου στο δάσος κι εκεί αρχίζουν τα απρόοπτα ξεκινώντας από απλές εξαφανίσεις και καταλήγοντας σε σπλάτερ φόνους αγγίζοντας ακόμα και τα όρια του torture porn. Είναι, όμως, το εκπληκτικά ανατρεπτικό φινάλε αυτό που θα βάλει τρικλοποδιά στα κλισέ των ταινιών τρόμου και θα κατατάξει το φιλμ σε περίοπτη θέση στη λίστα του παρόντος αφιερώματος. Σε παραγωγή και σενάριο του Joss Whedon (δημοφιλέστατου στους σινε-nerd και όχι μόνο κύκλους λόγω Buffy the Vampire Slayer & Firefly), ταινία που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης ακόμα και για escape rooms.
2012 κι έχουμε το πρώτο mainstream φιλμ στο είδος, το The Hunger Games, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Suzanne Collins που κυκλοφόρησε το 2008. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην πρωτεύουσα Κάπιτολ της μετα-αποκαλυπτικής χώρας Πάνεμ στη Βόρεια Αμερική, όπου 12 αγόρια και 12 κορίτσια ηλικίας 12 έως 18 ετών πρέπει να συμμετάσχουν στους Αγώνες Πείνας- ένα τηλεοπτικό ετήσιο γεγονός στο οποίο οι συμμετέχοντες είναι αναγκασμένοι να αγωνιστούν μέχρι θανάτου μέχρι να υπάρξει ένας εναπομείναντας νικητής. Αρκετά πιο εύπεπτο από το σοκαριστικό ιαπωνικο Battle Royale του 2000 (στο οποίο 42 μαθητές ενός λυκείου μεταφέρονται εν αγνοία τους σε ένα απομονωμένο νησί για να συμμετάσχουν υποχρεωτικά σε ένα παιχνίδι, όπου μέσα σε 3 μέρες πρέπει να μείνει μόνο ένας ζωντανός) καθιερώνει την Jennifer Lawrence –στο ρόλο ενός σύγχρονου Θησέα- στο χολιγουντιανό star system και αποτελεί τη βάση για ένα από τα πιο εμπορικά franchises όλων των εποχών. Επίσης, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την πρώτη ξενόγλωσση παραγωγή του Netflix από τη Βραζιλία, το 3%.
Περνώντας στον «κινηματογράφο του σήμερα» δηλαδή τις τηλεοπτικές σειρές συναντάμε το δεύτερο επεισόδιο του βρετανικού Black Mirror με τίτλο Fifteen Million Merits που προβλήθηκε το 2011 (προτού δηλαδή η σειρά μετακομίσει στο Netflix και πάρει μια ελαφρώς λιγότερο εφιαλτική μορφή). Εκεί βλέπουμε μια ομάδα ανθρώπων να περνάει σχεδόν όλη μέρα κάνοντας στατικό ποδήλατο γυμναστικής συλλέγοντας merits (κάτι σαν τα bitcoins) σε ευθεία παραβολή με τα χάμστερ που γυρίζουν συνεχώς έναν τροχό. O Bing (που τον ενσαρκώνει ο Daniel Kaluuya γνωστός από το Get Out) γνωρίζει την Abi (η Jessica Rose Brown Findlay από το Downton Abbey) και αποφασίζει να της δώσει 15 εκατομμύρια merits για να λάβει μέρος σε ένα talent show. Κάτι που αποδεικνύεται ότι δεν είναι η πιο σωστή επιλογή
Εν μέσω πανδημίας, το 2021, το Netflix μας χάρισε μία μίνι σειρά που παρόλο που δεν έχει πολυακουστεί, αποτελεί ιδανική επιλογή για binge-watching. Ένας οικογενειάρχης αγνοείται και ξαφνικά εμφανίζεται σε ένα viral διαδικτυακό βίντεο, κρατώντας ένα πλακάτ που γράφει ότι κακοποιεί γυναίκες και ότι θα πεθάνει αν το βίντεο φτάσει τα 5 εκατομμύρια views. Με κάθε επεισόδιο επικεντρωμένο σε διαφορετικό χαρακτήρα, το σενάριο διαπλέκει περίτεχνα το whodunnit, το cancel culture και το metoo.
Φυσικά η κυρίαρχη τα τελευταία χρόνια Κορεάτικη Pop (γνωστή και ως K-Pop) δε θα μπορούσε να μην εισβάλει και στο χώρο του τηλεοπτικού streaming με τη σειρά φαινόμενο του 2021 Squid Game. 456 υπερχρεωμένοι -για διαφορετικούς λόγους- άνθρωποι καλούνται να συμμετάσχουν σε μια σειρά από παιδικά παιχνίδια με έπαθλο ένα τεράστιο χρηματικό ποσό το οποίο αυξάνεται όσο αυξάνονται οι θάνατοι των συμμετεχόντων. Αυτή τη φορά το κοινό δεν απαρτίζεται από το μέσο τηλεθεατή αλλά από μια ολιγομελή ελίτ εκατομμυριούχων που διασκεδάζει με το να τζογάρει στον ανθρώπινο θάνατο. Το παιδικό παιχνίδι παίρνει μορφή ενήλικης διαστροφής και το ‘ο θάνατος σου η ζωή μου’ επισκιάζει οποιαδήποτε μορφή αλληλεγγύης. Το contrast ανάμεσα στα παστέλ (βγαλμένα από παλέτα του Wes Anderson) χρώματα των τοίχων και τα μακάβρια κρεματόρια που καίγονται ανθρώπινες σάρκες, τα αθώα πρόσωπα πίσω από τις απειλητικές μάσκες και το εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων ως η απόλυτη λαθροθηρία που δεν αφήνει τίποτε ανεκμετάλλευτο λειτουργούν σημειολογικά για την απεικόνιση μιας απρόσωπης ανταγωνιστικής καπιταλιστικής κοινωνίας έτοιμη να κατασπαράξει τα οικονομικά της «παράσιτα».
Αξίζει πάντως να αναφερθούμε και σε κάποιες φιλμικές δημιουργίες που μπορεί να μην είχαν ήρωες ως αντικείμενα τηλεθέασης, θα μπορούσαν όμως κάλλιστα να αποτελέσουν το concept ενός ρεάλιτι τηλεπαιχνιδιού. Την πρώτη νύξη άλλωστε για τη διαδραστική σχέση μεταξύ τηλεόρασης και θεατή, όχι μέσω της παρακολούθησης ανταγωνισμού παικτών, αλλά με την ηδονοβλεψία ως εργαλείο πλύσης εγκεφάλου ακόμα και σωματικού πόνου έκανε με το Videodrome το 1983 ο διαχρονικά προκλητικός David Cronenberg. Η δημιουργία του σπουδαίου Καναδού μπορεί να μη γνώρισε εμπορική επιτυχία στην εποχή της αλλά με τα χρόνια αποδείχθηκε ένα cult classic. Cult φήμη απέκτησε και το Cube του 1997 που αφηγείται τις δραματικές στιγμές 6 αγνώστων που ξυπνούν κι ανακαλύπτουν ότι είναι εγκλωβισμένοι σ’ έναν τεράστιο λαβύρινθο από κυβικά δωμάτια, συνδεδεμένα μεταξύ τους με θανατηφόρες παγίδες.
Ακολούθησε το 2001, το γερμανικό Das Experiment που βασίζεται στο μυθιστόρημα Black Box του Mario Giordano και πραγματεύεται ένα κοινωνικό πείραμα που μοιάζει με το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ που διεξήχθη από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή ψυχολογίας του Philip Zimbardo το 1971. Σε αυτό παρακολουθούμε είκοσι απλούς πολίτες πρόθυμους να γίνουν πειραματόζωα για 2 βδομάδες με αντάλλαγμα 2.000 δολλάρια. Οι εθελοντές, χωρίζονται σε δύο ομάδες: οκτώ άτομα αναλαμβάνουν το ρόλο των δεσμοφυλάκων ενώ τα υπόλοιπα δώδεκα θα υποδυθούν τους φυλακισμένους. Σύντομα, όμως, η εγγενής (;) ανθρώπινη τάση για κατάχρηση εξουσίας θα επικρατήσει (παραπέμποντας κατά κάποιο τρόπο στην Κοινοτοπία του Κακού της Χάνα Άρεντ) και τα πράγματα θα πάρουν μια ανεξέλεγκτη τροχιά. Αρκετά υποδεέστερο καλλιτεχνικά, αλλά όχι εμπορικά μιας και αποτέλεσε κινηματογραφικό franchise, ήταν το Purge του 2013, το οποίο προέβλεπε το … 2022 μια κοινωνία χωρίς έγκλημα και ανεργία, όπου για μία και μόνο μέρα του χρόνου και για δώδεκα ώρες, μπορεί κανείς να σκοτώσει όποιους και όσους θέλει μένοντας ατιμώρητος. Όλα αυτά για να δοθεί η δυνατότητα στον κόσμο να διοχετεύσει έστω και μια μέρα τη συσσωρευμένη οργή του. Τέλος σειρά που βασίστηκε στην ομώνυμη ταινία του 1973 και συνεχίζεται για 4η σαιζόν στο HBO είναι το Westworld των Jonathan Nolan (Memento, Dark Knight, Interstellar) & Lisa Joy (Pushing Daisies, Burn Notice). Η πλοκή εκτυλίσσεται σε ένα θεματικό πάρκο όπου πλούσιοι πελάτες μπορούν να περιπλανηθούν σε μια πόλη-προσομοίωση της Άγριας Δύσης και να συναστραφούν με ανθρωπόμορφα cyborgs. Τα πράγματα αλλάζουν όταν τα τελευταία αρχίζουν να αποκτούν συνείδηση και θέλουν να αποδράσουν στον πραγματικό κόσμο.
Σε μια κοινωνία, όπου τα reality shows κυριαρχούν στο τηλεοπτικό prime time και οι παίκτες τους αντιμετωπίζονται συχνά ως είδωλα με υποδοχή ηρώων από το κοινό, δε θα απορούσαμε αν κάποια μέρα βλέπαμε πρόεδρο το νικητή ενός από αυτά. Κι αν αυτό φαντάζει απίθανο, ας σκεφτούμε πόσο απίθανο φάνταζε κάποτε να αναλάβει την προεδρία των Η.Π.Α. ένας μέτριος ηθοποιός. Σε έναν κόσμο χωρίς έγνοιες όπως τον εικονικό του Truman Show, αυτό ίσως φάνταζε ευχάριστο. Στο πραγματικό, όμως, ίσως φαντάζει επικίνδυνο. Όπως και να χει, είναι στο χέρι μας να καθορίσουμε την εξέλιξη και να μην επιτρέψουμε στη δυστοπική φαντασία να γίνει πράξη. Ακόμα κι αν δεν το έχουμε ήδη συνειδητοποιήσει…