Βραβείο κοινού στη Ρώμη κι αντίστοιχα καλύτερη ταινία για τους Ιταλούς κριτικούς κινηματογράφους τη φετινή κινηματογραφική σεζόν. Συνήθως όταν η πλειοψηφία κι οι ειδικοί συμφωνούν τότε κάτι έχει πάει πολύ καλά. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωσή μας. Η Πάολα Κορτελέζι τα καταφέρνει περίφημα στον διπλό ρόλο, σηκώνοντας παράλληλα το βάρος της σκηνοθεσίας και της ερμηνείας ενός εκ των κεντρικών ρόλων. Για επτά συνεχόμενες εβδομάδες οι ιταλικές αίθουσες κατακλύζονται για λογαριασμό αυτού του παράτολμου εγχειρήματος που αγκαλιάστηκε και ξεπέρασε σε εισπράξεις τα παγκόσμιας εμβέλειας “Barbie” και “Oppenheimer” του 2023.

Στη μεταπολεμική Ιταλία η Ντέλια δουλεύει σκληρά. Είναι ένα πρότυπο γυναίκας που με αλτρουισμό φροντίζει την οικογένειά της τα δύσκολα χρόνια που η Δημοκρατία προσπαθεί να ανακάμψει, αλλά απέναντί της επιβιώνουν ακόμα στερεότυπα μίας σκοτεινής εποχής. Οι δυσκολίες που προκύπτουν από την καθημερινή τριβή αρκετές. Δε μεμψιμοιρεί, έχει μάθει να αντέχει και να υπομένει. Πράττει όμως το σωστό; Έχει την ικανότητα διαχείρισης μίας ποικιλόμορφης βίας που προκύπτει στο περιβάλλον; Οι μικρές “επαναστατικές” ανάσες γεμίζουν οξυγόνο τα πνευμόνια της. Γνωρίζει καλά όμως τον κίνδυνο που ελλοχεύει και τις επόμενες γενιές.

Το ασπρόμαυρο φόντο θολώνει τον χρόνο. Η πλοκή εκτυλίσσεται πολύ μακριά από το χρονικό παρόν, ωστόσο τα φαντάσματα του παρελθόντος στοιχειώνουν την εποχή μας. Μέσα από τη διέξοδο του χιούμορ, η δημιουργός έρχεται να διηγηθεί μία διόλου ευχάριστη ιστορία. Δεν είναι βολική η θέση της, ούτε αυτή της πρωταγωνίστριας, που πασχίζει βουβά να πείθει τον εαυτό της καθημερινά πως «πάντα υπάρχει αύριο» κι αυτό θα κρύβει πιθανότατα καλύτερες ημέρες. Η κλεψύδρα όμως αδειάζει κι όσο δυνατός κι αν νομίζει πως είναι κάποιος η φθορά είναι ζήτημα χρόνου.

Όπως άλλωστε έχει δηλώσει η ίδια, «το χιούμορ μπορεί να είναι ένα όχημα για να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία που διαφορετικά θα απωθούσε τον κόσμο. Θέλαμε οι άνθρωποι να γελούν όσο είναι στον κινηματογράφο και αργότερα να σκεφτούν μετανιωμένοι “Θεέ μου, δεν έπρεπε να χαμογελάσω με αυτό”!». Είναι αυτή ακριβώς η εσωτερική διεργασία που προκαλεί στον θεατή μία σπουδαία ταινία. Τον ταράζει και του αφήνει αμφιβολίες, προκειμένου να διερευνήσει νέες προσεγγίσεις πίσω από τα προφανή που συνέλαβε με την πρώτη ματιά.

Εξαιρετική είναι η χρήση του στοιχείου της λεπτής ειρωνείας. Η γυναικεία καταπίεση, οι εκφάνσεις της πατριαρχίας, η χειραφέτηση, ο δρόμος προς μία κοινωνία ισότητας δεν ήρθε ένα όμορφο ξημέρωμα. Υπήρξαν αγώνες που με πείσμα και θυσίες κερδήθηκαν. Κεκτημένα ετών δοκιμάζονται. Στη δική μας εποχή αντανακλάται ιδανικά μία ιστορία του 1946. Αυτό οφείλει να μας προβληματίσει. Γεννά σκέψεις και δημιουργεί συνθήκη περισυλλογής για τον δρόμο που έχει πάρει η Ιταλία και η Ευρώπη.

Η σκηνοθέτις επιμένει πως κανείς μας δεν πρέπει να αποκαλύψει στοιχεία για το τέλος. Πρόκειται για ένα φινάλε λογοτεχνικά γραμμένο θα λέγαμε. Μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά από τον καθένα κι από την “κρίση” που θα κάνει ο θεατής, θα λάβει το επίμυθιό του αποχωρώντας από το θερινό σινεμά. Πόση δύναμη μπορεί να έχει η εικόνα μίας γυναίκας να καπνίζει; Η Πάολο Κορτελέζι στο δικό τους ντεμπούτο στην καρέκλα του σκηνοθέτη πετυχαίνει τον στόχο της και ήδη το έργο της φιγουράρει στο Τοp10 των πιο επιτυχημένων ιταλικών ταινιών όλων των εποχών.

 

Διαβάστε επίσης: Η ταινία της εβδομάδας: Longlegs