Η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών κινηματογράφου συμφωνεί ότι η 61η Απονομή Βραβείων Όσκαρ του 1989 είναι η χειρότερη όλων των εποχών. Για την ακρίβεια, ήταν τόσο κακή που κατέστρεψε την καριέρα ενός παραγωγού για πάντα. Οι ειδικοί επισημαίνουν πολλά λάθη, αλλά η ουσία της κριτικής επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην αριστουργηματικά κακή, 12λεπτη έναρξη, όπου ο Rob Lowe εμφανίζεται μαζί με μια άγνωστη τότε ηθοποιό, ντυμένη Χιονάτη.

Η ευθύνη και η άμεση αντίδραση για την καταστροφική τελετή έπεσαν πάνω στον Allan Carr, έναν ασύστολα επιδεικτικό παραγωγό, ο οποίος μεσουρανούσε στο Χόλιγουντ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, φιλοξενώντας εξωφρενικά γκαλά στην έπαυλη Hilhaven Lodge. Η βίλλα ήταν κάποτε το σπίτι της Ingrid Bergman και σήμερα ανήκει στον Brett Ratner.

Ο Carr έγινε γνωστός το 1978 με την παραγωγή της ταινίας Grease, ένα από τα κορυφαία και πιο κερδοφόρα μιούζικαλ όλων των εποχών. Το 1989, ωστόσο, μετά από μια σειρά από οικονομικές αποτυχίες, χρειαζόταν επειγόντως μια νέα πηγή εσόδων.

To 1989 ακούγεται πρώτη φορά η ατάκα «And the Oscar goes to…»

Ο Carr αποφάσισε ότι η παραγωγή των Όσκαρ –παρόλο που τότε δεν απέφερε σχεδόν καθόλου κέρδη– θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ξαναμπεί στο προσκήνιο του Χόλιγουντ. Σύμφωνα με τον επιδεικτικό χαρακτήρα του, ο παραγωγός ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει μια βραδιά που συνδύαζε τη λάμψη του Μπρόντγουεϊ με τη γοητεία του Χόλιγουντ. Τα Βραβεία Όσκαρ, προέβλεψε, θα ήταν μια αξέχαστη βραδιά.

Καλώς και κακώς, η πρόβλεψή του θα αποδεικνυόταν προφητική. Ο Carr εισήγαγε μια σειρά από στοιχεία στην τελετή των Όσκαρ που θεωρούνται πλέον κομμάτι της παράδοσης. Μερικές από τις επιτυχημένες καινοτομίες του περιλαμβάνουν τις κάμερες στο κόκκινο χαλί, τις μεμονωμένες παρουσιάσεις των υποψηφίων για την καλύτερη ταινία και τη διάσημη ατάκα, «And the Oscar goes to…».

Αλλά αυτές οι καινοτομίες δεν κατάφερν να σώσουν τη βραδιά και σε αυτό ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η απόφαση του Carr να αντικαταστήσει το πόστο του κεντρικού οικοδεσπότη-παρουσιαστή και στη θέση του να βάλει διάσημα ζευγάρια. Το εγχείρημα ήταν καταδικασμένο εξαρχής.

Τα 12 λεπτά που κατέστρεψαν την καριέρα του

Ας επιστρέψουμε όμως στην έναρξη της τελετής. Βγαίνει, λοιπόν, στη σκηνή η 22χρονη Eileen Bowman ντυμένη Χιονάτη, μιλώντας με μια τσιριχτή, cringe φωνή. Μετά από λίγο βγαίνει και ο Rob και ξεκινούν ένα φάλτσο ντουέτο. Η έναρξη έμεινε στην ιστορία ως τα 12 (περίπου) λεπτά που κατέστρεψαν την καριέρα του Allan Carr. Δεν είναι ότι το θέαμα είναι απαραίτητα κακό (είναι), αλλά μοιάζει με fever dream μετά από κατανάλωση γενναίας ποσότητας μεσκαλίνης. 

Ο Carr παρακολουθούσε το θέαμα, φορώντας ένα μαύρο μπουφάν με παγιέτες – το οποίο μέχρι το τέλος της βραδιάς θα γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Στην αρχή το κοινό υποδέχτηκε θερμά το ντουέτο στη σκηνή. Σύντομα όμως το cringe κέρδισε και μια άβολη αύρα απλώθηκε γρήγορα σε όλο το θέατρο.

Μόλις λίγες ώρες μετά τη λήξη της τελετής, η εφημερίδα The San Francisco Examiner έγραψε μια διθυραμβική κριτική. Ωστόσο, οι υπόλοιποι αρθρογράφοι δεν ήταν τόσο γενναιόδωροι. Οι LA Times είπαν ότι τα βραβεία ήταν «χλιαρά». Οι New York Times το πήγαν ένα βήμα παραπέρα, αναφέροντας: «Η 61η τελετή των βραβείων Όσκαρ ξεκίνησε δημιουργώντας την εντύπωση ότι δεν θα υπάρξει ποτέ 62η. Το εναρκτήριο νούμερο της βραδιάς, που αξίζει μια μόνιμη θέση στα χρονικά των πιο αμήχανων στιγμών των Όσκαρ, ήταν πράγματι τόσο κακή… Η Χιονάτη, που έπαιζε σαν χαζοβιόλα, ερμήνευσε το «Proud Mary» σε ένα ντουέτο με τον Rob Lowe, ο οποίος καλά θα έκανε να περιορίσει όλες τις μελλοντικές μουσικές δραστηριότητές του στο ντους». Άουτς!

Fun fact: Πριν από κάποια χρόνια ο Rob Lowe εμφανίστηκε στο podcast του Joe Rogan και ανέφερε ότι μετά την έναρξη πήγε στα παρασκήνια, όπου τον υποδέχτηκε η αείμνηστη κωμικός, Lucille Ball. Του έδωσε συγχαρητήρια για την ερμηνεία του και έκατσαν μαζί να παρακολουθήσουν το υπόλοιπο της βραδιάς, κρατώντας του το χέρι.

Κατά ειρωνικό τρόπο, η τηλεθέαση για τα Όσκαρ του 1989 δεν ήταν απλώς καλή. Ήταν εξαιρετική, αντιστρέφοντας μια πενταετή πτώση. Την τηλεοπτική μετάδοση είδαν τουλάχιστον 42 εκατομμύρια άτομα.

Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό ώστε να «ξελασπώσει» τη βραδιά. Μόλις άρχισαν να κυκλοφορούν οι αρνητικές κριτικές, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Richard Kahn, έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Frank Wells, τον πρόεδρο της Disney. Ο Wells του εξήξησε ότι η εμφάνιση της Χιονάτης δεν είχε εγκριθεί από το House of Mouse. Μάλιστα, κανείς από την Ακαδημία δεν είχε ζητήσει καν άδεια.

Εντός ολίγων ημερών, η Disney τράβηξε μια ωραιότατη αγωγή στην Ακαδημία, με την κατηγορία ότι είχαν καταχραστεί και βλάψει τον χαρακτήρα της Χιονάτης. Για τον λόγο αυτό, ζητήθηκε απροσδιόριστη αποζημίωση για «παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων και αθέμιτο ανταγωνισμό».

Την επόμενη εβδομάδα, νέα προβλήματα ήρθαν στην επιφάνεια με τη μορφή μιας επιστολής, υπογεγραμμένης από 17 από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες του Χόλιγουντ, συμπεριλαμβανομένων των Julie Andrews, Billy Wilder, Sidney Lumet, Joe Mankiewicz, and Paul Newman.

«Η 61η παράσταση των βραβείων Όσκαρ ήταν μια ντροπή τόσο για την Ακαδημία όσο και για ολόκληρη τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Δεν αρμόζει και δε μπορεί να είναι αποδεκτό να αναγνωρίζεται η καλύτερη δουλειά σε κινηματογραφικές ταινίες με τόσο υποτιμητικό τρόπο. Προτρέπουμε τον πρόεδρο και τους διοικητές της Ακαδημίας να διασφαλίσουν ότι οι μελλοντικές παρουσιάσεις των βραβείων θα αντικατοπτρίζουν το ίδιο πρότυπο αριστείας με αυτό που ορίζεται από τις ταινίες και τους δημιουργούς που τιμούν». Αυτό το γράμμα, πιστεύεται, ότι ήταν η ταφόπλακα στην καριέρα του Allan Carr. 

Ένας θάνατος και ένα sex tape έκαναν τα πράγματα ακόμη χειρότερα

Και μετά, και μετά; Μετά συνέβησαν δύο πράγματα που έκαναν τον κόσμο να μισήσει ακόμη περισσότερο εκείνα τα Όσκαρ. Πρώτον, λιγότερο από έναν μήνα μετά την απονομή, η Lucille Ball πέθανε. Η τελευταία της δημόσια εμφάνιση ήταν στα Βραβεία, όπου το κοινό τη χειροκρότησε όρθιο – το «ύστατο χαίρε» που άξιζε στη Βασίλισσα της Κωμωδίας. Το αστείο που επικρατούσε στο Χόλιγουντ ήταν ότι η τελετή ήταν τόσο χάλια που… την πέθανε! Το δεύτερο γεγονός ήταν ένα σεξουαλικό σκάνδαλο. Μόλις 6 βδομάδες μετά τα βραβεία κυκλοφόρσε ένα ροζ βίντεο με τον Rob Lowe κι άλλα δύο κορίτσια, εκ των οποίων η μια ήταν ανήλικη. Επειδή το βίντεο κυκλοφόρησε τόσο κοντά στα βραβεία, μέχρι και σήμερα αρκετοί μπερδεύονται και πιστεύουν ότι η παραγωγή γνώριζε γιαυτό και παρόλαυτα του επέτρεψαν να βρεθεί στη σκηνή.

Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Allan Carr σταμάτησε να μιλάει στον Τύπο. Έγινε ερημίτης και κλείστηκε στην έπαυλη Hilhaven Lodge. Σύντομα αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό, οπότε επέλεξε να φύγει από τη χώρα. Αρχικά ταξίδεψε στο Μεξικό κι αργότερα στα Φίτζι. Η βαλίτσα του ήταν πάντα γεμάτη με φάρμακα, τα οποία κατέβαζε με σαμπάνια.

Ο Carr δεν ξαναέκανε ποτέ άλλη ταινία ή θεατρική παράσταση. Πέθανε από καρκίνο του ήπατος στις 29 Ιουνίου 1999, σε ηλικία 62 ετών, στοιχειωμένος από την ιδέα ότι μια μόνο, καλοπροαίρετη αλλά τελικά καταστροφική νύχτα, θα καθόριζε όλη την καριέρα του.