Ο Ροντρίγκο Μορένο δημιούργησε ένα έργο που διαρκεί πάνω από 180΄. Αυτό από μόνο του θα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα, ώστε να βρεθεί κάποιος μπροστά στην μεγάλη οθόνη και να το παρακολουθήσει. Κι όμως καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να σε κρατήσει, να σε ταξιδέψει και κυρίως να σε κάνει να σκεφτείς. Αν φέρουμε στο μυαλό μας το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο για μία χώρα που τρεις φορές χρεοκόπησε και πρόσφατα εξέλεξε ως πρόεδρό της τον Χαβιέρ Μιλέι, η ταινία αποκτά πολυσήμαντο χαρακτήρα και μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα γράμμα αφύπνισης προς ολόκληρο τον κόσμο.
Η δυναμική εκκίνηση δεν αφήνει περιθώρια για αμφισημίες. Ένας τραπεζικός υπάλληλος αποφασίζει να αφήσει την ασφάλεια της εργασίας του και να ρισκάρει τα πάντα με στόχο να “ελευθερωθεί” από τα δεσμά που τον πνίγουν. Όσο κι αν κάνει πράξεις στον υπολογιστή για τη δουλειά και το μέλλον του, τα νούμερα δε βγαίνουν. Αρνείται να συμβιβαστεί και επαναστατεί με τον δικό του τρόπο. Μπορεί όμως αυτός να είναι αποδεκτός; Εδώ τίθεται το πρώτο μεγάλο ερώτημα υπαρξιακής φύσης. Σε μία εποχή που η κοινωνία έχει συνηθίσει να δικάζει άτυπα και να “καταδικάζει” με τον δικό της τρόπο, o καθένας οφείλει να αναλογιστεί τις ευθύνες του.
Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό μέσα από μία πολυεπίπεδη ιστορία οικοδομείται ένα σχόλιο για το αδυσώπητο σύστημα και τον νεοφιλελευθερισμό που επελαύνει και εξαντλεί τους ανθρώπους. Η ελεύθερη αγορά με τους δικούς της όρους εντείνει τις ανισότητες και οδηγεί την μεγάλη πλειοψηφία αντιμέτωπη με την ματαιότητα όσων ονειρεύτηκε και βλέπει να παραμένουν μακρινά στο πέρασμα του χρόνου. Οι περισσότεροι συμφιλιώνονται με την ιδέα και αποτελούν γρανάζια της μηχανής, ελάχιστοι όμως είναι ικανοί να ρισκάρουν για να αποδράσουν. Νιώθουν ότι το σκοτάδι καλύπτει τις ζωές τους και αναζητούν επίμονα το φως που θα φέρει ξανά λάμψη και ελπίδα στην καθημερινότητά τους.
Μία φαινομενικά περιπέτεια με μία πρώτη ανάγνωση, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αστυνομικό θρίλερ, ταξιδεύει σε αχαρτογράφητα νερά και ακροβατεί μεταξύ ενός ιδιαίτερου love story και ενός ψυχολογικού θρίλερ, καθώς ο αντίκτυπος της ολοένα εντεινόμενης κρίσης φαίνεται καθαρά στα πρόσωπα και την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών. Αναζητούν την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, τη διαφυγή από τα προβλήματα, την αποκέντρωση, την επανένωση με τη φύση. Ένστικτα και συναισθήματα κυριαρχούν της λογικής και της πολιτικής ορθότητας. Καθετί υλικό έχει πάψει να τους αγγίζει. Έχουν περάσει από την άλλη πλευρά του ποταμού και έχουν ξανά το δικαίωμα να κάνουν σχέδια για μία επανεκκίνηση.
Σε αυτήν την κατεύθυνση ο Μορένο αφήνει τον έρωτα να γίνει πυξίδα και ανάγει την αγάπη ως το υπέρτατο αγαθό. Το “μεγάλο κόλπο” δεν έχει γίνει για την μεγάλη ζωή, αλλά για τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Ο θεατής βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα σε ηθικά διλήμματα και ο δημιουργός τον καλεί επίμονα, δίχως να το εκβιάζει να αποφασίσει και να διαλέξει πλευρά. Το να μείνει σιωπηλός είναι όσο περνάει ο χρόνος όλο και πιο δύσκολο. Μοράν, Ρομάν, Νόρμα, Μόρνα. Καθόλου τυχαίος αυτός αναγραμματισμός. Η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά και ταυτόχρονα υπάρχουν τόσα πολλά απλά, μικρά ικανά να ενώσουν τους ανθρώπους.
Η υποψηφιότητα της Αργεντινής για το Όσκαρ Διεθνούς ταινίας, έκανε το πέρασμά της από το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης κι από σήμερα την παρακολουθούμε στις αίθουσες. Μία σκηνοθετική απόπειρα που έχει στόχο να μας θυμίσει από που ερχόμαστε και να μας κάνει να σκεφτούμε που θέλουμε να πάμε. Σε ένα ταξίδι πάντα πρέπει να υπάρχει ο τελικός προορισμός, η Ιθάκη όπως έγραφε ο Κωνσταντίνος Καβάφης. «Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν»…