Κάθε φορά που κλείνει μια κινηματογραφική αίθουσα στα κοινωνικά δίκτυα στήνεται μια πρωτοφανής τελετή αποχαιρετισμού.

Φωτογραφίες ανασύρονται από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας. Εξομολογήσεις συμπληρώνουν η μία την άλλη συνδέοντας την αίθουσα με πρώτα βήματα, πρώτες ταινίες, πρώτα ραντεβού, πρώτες εφηβικές «ακατάλληλες για ανηλίκους» εμπειρίες. Αρχεία εμφανίζονται από το πουθενά για να μαρτυρήσουν την ιστορικότητα του κινηματογράφου, ειδικά αν είναι άρρηκτα δεμένη με σημαντικές στιγμές της ελληνικής και νεοελληνικής πραγματικότητας. Συζητήσεις επί συζητήσεων ανοίγουν με κλισέ αφετηρία το «κάθε φορά που κλείνει μια αίθουσα, γινόμαστε πιο φτωχοί» με θέμα το κράτος που δεν προστατεύει τις αίθουσες, το πόσο λίγο ενδιαφέρεται αυτή η χώρα για τον πολιτισμό της, το δαίμονα που λέγεται Netflix και για μια νέα εποχή «αντιπαροχής» που μετατρέπει τη χώρα σε παράδεισο για τους τουρίστες και κόλαση για τους κατοίκους της.

Πριν κλείσει μια κινηματογραφική αίθουσα, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που «θρηνούν» κάθε φορά σαν να έχασαν κάτι δικό τους, είναι σίγουρο ότι δεν θυμούνται καν ποια ήταν η τελευταία φορά που πήγαν σινεμά και ακόμη πιο σίγουρο ότι σε λιγότερες από 24 ώρες το timeline τους θα έχει για κεντρική συζήτηση ένα άλλο θέμα.

Το ίδιο συνέβη και με το Embassy στο Κολωνάκι, αναπόφευκτα μυθικό σινεμά για το θυμικό κάθε Αθηναίου, όταν πριν λίγες ημέρες ανακοινώθηκε η οριστική αλλαγή χρήσης του, μετά από παρατεταμένη μη λειτουργία του από την πρώτη καραντίνα του 2020. Ολοι θυμήθηκαν τουλάχιστον μια σημαδιακή φορά που είχαν κατέβει μόνοι ή με παρέα τα σκαλιά της Πατριάρχου Ιωακείμ, η θρυλική φωτογραφία με τις φωτιές, τους σταυρούς και τις μολότοφ από την προβολή του «Τελευταίου Πειρασμού» πίσω στον Οκτώβριο του 1988 έκανε το γύρο του διαδικτύου και το τελευταίο αντίο σε ένα τοπόσημο του κέντρου της Αθήνας συνοδεύτηκε δίκαια από την κατάχρηση του επιθέτου «κομψό».

Διασχίζοντας την Αθήνα αλλά και πόλεις και χωριά και νησιά σε όλη την Ελλάδα μπορείς να δεις γύρω σου αίθουσες που δεν υπάρχουν πια, αίθουσες με κατεβασμένα τα ρολά, αίθουσες που επέλεξαν να μην ανοίξουν την προηγούμενη αλλά και αυτή τη σεζόν, αίθουσες που σύντομα θα γίνουν ξενοδοχεία, καφέ, σούπερ μάρκετ – σίγουρα κάτι που έχει ολοένα και να κάνει λιγότερο με τη βιομηχανία των ονείρων. Μόνο το τελευταίο διάστημα έκλεισαν δύο πολυκινηματογράφοι, σε Κομοτηνή και Φάληρο, το επίσης μυθικό για την οδό Αχαρνών και την πάλαι πότε δραστήρια κινηματογραφικά περιοχή των Κάτω Πατησίων ΟΣΚΑΡ, η Ααβόρα στην οδό Ιπποκράτους παραμένει κλειστή παρά το άνοιγμα των κινηματογράφων μετά τα lockdowns, ενώ πολλές χειμερινές αίθουσες σε Αθήνα και εκτός ετοιμάζονται να σταματήσουν προβολές πριν το Πάσχα.

Με την προσέλευση στις αίθουσες να μειώνεται δραματικά τα τελευταία χρόνια – και πριν από την πανδημία, αλλά σίγουρα εν μέσω και μετά από αυτήν, κλειστές δεν είναι μόνο οι αίθουσες που αλλάζουν χρήση αλλά κι αυτές που παίζουν κάθε βράδυ με ελάχιστους ή και καθόλου θεατές. Κλειστές είναι και οι αίθουσες που βλέπουν τις προσδοκίες για μια καλύτερη κάθε φορά κινηματογραφική εβδομάδα να υποχωρεί κάτω από το βάρος του φόβου των μεγαλύτερων ηλικιών να εμπιστευτούν ξανά τη σκοτεινή αίθουσα μετά τη σαρωτική επέλαση της πανδημίας, κάτω από το βάρος της πλήρους αδιαφορίας της νεότερης γενιάς για ένα σινεμά που δεν είναι το «The Batman», κάτω από το βάρος της απαξίας που το σινεμά άργησε να συνειδητοποιήσει ώστε να μπορέσει να αντιδράσει έγκαιρα, αποφασιστικά και με σχέδιο.

Κλειστές είναι και οι αίθουσες που μέχρι να κλείσουν δεν ενδιαφέρουν κανέναν και όταν κλείσουν αφορούν (για λίγο) όλους.

Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που το σινεμά δεν έγινε ποτέ συνείδηση πολιτισμού, διασκέδασης και κουλτούρας γενικότερα, δεν είναι παράλογο που ξαφνικά βλέπουμε το τέλος της κινηματογραφικής αίθουσας όπως την ξέραμε, ενώ έπρεπε εδώ και πολλά χρόνια να είχαμε δει την αλλαγή στη λογική όλου του μηχανισμού που απλώνεται γύρω από την κινηματογραφική έξοδο.

Συνηθίζουμε, όταν συνοψίζουμε τις αιτίες που οδηγούν στο κλείσιμο των αιθουσών, να ρίχνουμε το φως μόνο σε εξωγενείς παράγοντες όπως η κρίση και η πανδημία και φυσικά, όπως κάποτε αναθεματίζαμε τους πολυκινηματογράφους που θα έκλειναν τις μονές παραδοσιακές αίθουσες, να ρίχνουμε το ανάθεμα στις πλατφόρμες, με επικεφαλής το Netflix, που απομάκρυναν τους θεατές από τα σινεμά προσφέροντας το ίδιο προϊόν στο σπίτι.

Αποφεύγουμε να στρέψουμε το βλέμμα στους ίδιους τους αιθουσάρχες και τους διανομείς που, σε ένα αέναο πάρε-δώσε μεταξύ τους και σε συνθήκες μόνιμου και (συχνά δικαιολογημένου) πανικού λόγω των κατά καιρούς συνθηκών, βοήθησαν κι αυτοί στο να μετατρέψουν τους μονούς, παραδοσιακούς κινηματογράφους σε αποκλειστικά κινηματογράφους Α’ προβολής, με πλήθος αναίτιων κινηματογραφικών εξόδων ταινιών κάθε νέα κινηματογραφική εβδομάδα. (Κάποιοι από τους κινηματογράφους που έκλεισαν τα τελευταία χρόνια, δεν έκλεισαν μόνο επειδή δεν είχαν θεατές.)

Και σίγουρα δεν τολμάμε να κατηγορήσουμε εμάς τους ίδιους, τους θεατές δηλαδή, που μας αρέσει το σινεμά και αγαπάμε τις κινηματογραφικές αίθουσες μόνο όταν κάποιος μας υπενθυμίζει ότι και τα δύο απειλούνται (είναι το σύνδρομο του «εκτιμάς κάτι μόνο όταν το χάσεις»), κάπως σαν να θέλουμε να υπάρχουν κινηματογράφοι και να παίζουν ταινίες κάπου δίπλα μας χωρίς εμείς να πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.

Το θέμα «κινηματογραφική αίθουσα» είναι μέρος ενός μηχανισμού που ξεκινάει από τη θέση που έχει το σινεμά μέσα σε μια κοινωνία, από τον τρόπο που αυτό είναι μέρος της (ποπ) κουλτούρας της κάθε χώρας, από την αυταπόδεικτη ανάγκη το σινεμά να αποτελεί μέρος του εκπαιδευτικού σχολικού προγράμματος αλλά και πολύτιμο (όπως είναι) εκπαιδευτικό εργαλείο το ίδιο, από την καλλιέργεια της συνείδησης πως η έξοδος για σινεμά θα έπρεπε να είναι μια συνήθεια που ανοίγει μυαλά, ορίζοντες και θάλασσες ψυχαγωγίας.

Όταν αυτή η συνήθεια απειλείται, οι διορθωτικές κινήσεις πρέπει να είναι άμεσες.

Κρατική στήριξη και κίνητρα για τη συνεχή ενίσχυση των αιθουσών και την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας τους ακόμη και σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες όπως ήταν, για παράδειγμα, η πανδημία με τα απανωτά lockdowns που στοίχισαν όσο τίποτα στην κινηματογραφική διασκέδαση. Στήριξη που στην Ελλάδα παραμένει αποσπασματική, χωρίς να εντάσσεται σε μια σωστά δομημένη κρατική πολιτική με απλώς ενδεικτική την πρόσφατη συνεχιζόμενη σύγχυση γύρω από την ορθότητα των μέτρων για την πανδημία και την απόδοση τους, σήμερα, μήνες μετά την κανονική πλέον λειτουργία των αιθουσών.

Εκσυγχρονισμός των αιθουσών, τόσο τεχνικά όσο και σε επίπεδο προγραμματισμού. Τόσο στην κρίση όσο και στην περίοδο της πανδημίας, οι αίθουσες που επιβίωσαν ήταν αυτές που παρέχουν στο θεατή υψηλή ποιότητα προβολής και λειτουργούν ως μια κινηματογραφική κοινότητα με δημιουργικό προγραμματισμό, events και την αίσθηση πως το σινεμά παραμένει ένας χώρος για κάτι που μοιράζεσαι με τους άλλους και δεν μπορείς να το βρεις… στο σπίτι. Η πλειοψηφία των κινηματογραφικών αιθουσών ανά την Ελλάδα παρέμειναν πεισματικά προσκολλημένες στο «μπόρα είναι θα περάσει», χωρίς να προσπαθήσουν να προλάβουν τη νέα εποχή, με αποτέλεσμα μετά από πολλές μπόρες το καράβι να βυθιστεί.

Σε ένα κόσμο που οι μηχανισμοί του entertainment αλλάζουν πιο γρήγορα από όσο μπορεί κανείς να καταγράψει την εξέλιξή τους, οι κινηματογράφοι, ειδικά σε μια χώρα που βλέπει σινεμά αποσπασματικά, από trend και επειδή «έτυχε», δεν μπορούν να περιμένουν πως οι θεατές θα επιστρέψουν κάποια στιγμή στα σινεμά από μόνοι τους.

Εκτός από την κυριαρχία του Netflix και των ελληνικών συνδρομητικών πλατφορμών, το καλοκαίρι έρχονται στην Ελλάδα το Disney+ (με όλον τον κατάλογο της Marvel και του Star Wars, ανάμεσα σε άλλα) και το παντοδύναμο HBO Max. Το ίδιο συνέβη ήδη ή συμβαίνει και θα συμβεί και σε άλλες χώρες που, παρά την πρόκληση, διατηρούν και βρίσκουν διαρκώς τρόπους να διατηρήσουν ζωντανή τη διάκριση ανάμεσα «στο σπίτι» και «στο σινεμά», εκμεταλλευόμενες ταυτόχρονα τις διεθνείς πλατφόρμες για να αντλούν έσοδα που στη συνέχεια πηγαίνουν στην εθνική κινηματογραφική παραγωγή αλλά και στην εν γενεί ενίσχυση της κινηματογραφικής κοινότητας εν γενεί.

Αντί να περιμένουμε μοιρολατρικά το οριστικό τέλος της κινηματογραφικής αίθουσας, ας δούμε την υπόθεση «κινηματογραφική διασκέδαση» συνολικά και με σχέδιο – κρατικό και ιδιωτικό. Αντί να αναθεματίζουμε τις πλατφόρμες, ας βρίσκουμε λύσεις για να κρατάμε τους θεατές σε εγρήγορση. Αντί να θρηνούμε για τα σινεμά που έκλεισαν, ας πηγαίνουμε σινεμά σε όσα παραμένουν ανοιχτά.