Από το “Poor Things” του Γιώργου Λάνθιμου που έκανε επίσημα πρεμιέρα Πρωτοχρονιά μέχρι τα “Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά”, το “Bird” και το “Διπλανό Δωμάτιο” που ακόμα έχετε την τύχη να τα απολαύσετε στη μεγάλη οθόνη. Η σειρά που ακολουθεί είναι αξιολογική, προφανώς υποκειμενική και η κορυφαία ταινία βρίσκεται στη θέση νο1. Ξεκινάμε λοιπόν το ταξίδι μας …
“Τα παιδιά του Χειμώνα”, του Αλεξάντερ Πέιν
Ο πίνακας γράφει «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ». Δε συνηθίζεται κάτι τέτοιο σε διεθνείς παραγωγές. Αμέσως ο θεατής νιώθει οικείο το περιβάλλον. Αν λάβουμε υπόψιν τι θα ακολουθήσει αυτή η φράση λειτουργεί ως προοικονομία. Στο ταξίδι που ξεκινάει η αυτοκριτική και η ενδοσκόπηση έχουν κυρίαρχο ρόλο. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και το πνεύμα τους τείνει να κατακλύσει την ατμόσφαιρα. Ο στρυφνός καθηγητής Πωλ, που αρκετές φορ αγγίζει τα όρια του σαδιστή έχει δυσαρεστήσει τη διοίκηση («πλούσιος και ηλίθιος δημοφιλής συνδυασμός») κι ο κλήρος πέφτει σε αυτόν προκειμένου να περάσει αυτές τις ημέρες φυλάσσοντας τα παιδιά που οι οικογένειές τους έχουν αποφασίσει να αφήσουν στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στο πλευρό του έρχεται η μαγείρισσα Μαίρη κι από τους μαθητές τελικά παραμένει μόνο ο Άνγκους Τάλι. Όλα δείχνουν πως αυτή η συνύπαρξη θα είναι προβληματική. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Ένα ειρωνικό «happy holidays» ακούγεται καθώς αποχωρούν κι οι τελευταίοι συμμαθητές του πρωταγωνιστή μας. Τώρα πλέον τρεις εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες καλούνται να “ενώσουν” τη μοναξιά τους. Η μουσική έρχεται ως η απόλυτη συγκολλητική ουσία να εκφράσει τον ψυχισμό των ηρώων μας σε κάθε σκηνή. Η έμμεση επίκληση στο συναίσθημα («ακούω τον άνεμο, τον άνεμο της ψυχής μου») έχει απόλυτη επιτυχία όσον αφορά τον αντίκτυπό της στον θεατή, που γίνεται ενεργό μέλος υπόθεσης με την απόσταση μεταξύ οθόνης και αίθουσας να μηδενίζεται με ταχύτητα φωτός.
“Υπέροχες Ημέρες”, του Βιμ Βέντερς
O Bιμ Βέντερς έκανε μία ταινία που συναντά τα “Φτερά του Έρωτα” και αποτίει φόρος τιμής στον Γιασουχίρου Όζου μέσω της σύνδεσης με το “Φθινοπωρινό Απόγευμα”. Στην πραγματικότητα μπροστά στα μάτια του θεατή περνάει ένας στοχασμός για τον χρόνο και την αέναη μάχη μαζί του. Μέσα από την παρακολούθηση της ρουτίνας ενός καθαριστή ταξιδεύουμε στον κόσμο της εργασίας του σήμερα. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Χιραγιάμα αξιοποιεί τον ελεύθερό του χρόνο και δεν τον χαρίζει σε κανέναν. Φωτογραφίζει, αφουγκράζεται το μεγαλείο της φύσης και αναζητεί συντροφιά στις λέξεις των βιβλίων. Είναι φανερό πως ο Βέντερς κάνει μία προβολή δικών του αξιών και παθών στον ήρωά του. Με τη συνοδεία απαλής μουσικής που κλιμακώνεται και δίνει μία ένταση όσο προχωράμε προς το φινάλε και στίχους που σηματοδοτούν όσα δεν μπορεί να εκφράσει ο Χιραγιάμα ξετυλίγεται η πλοκή. Μία ρουτίνα που απέχει από τους δικούς μας ρυθμούς, των συμπατριωτών του και του μοντέλου του δυτικού κόσμου που συνεχώς δημιουργεί ανάγκες που πρέπει να αφιερώσουμε χρόνο ώστε να τις καλύψουμε. Η σημασία του απλού, η χρησιμότητα του άχρηστου γίνονται πυξίδα για σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή που συμπορεύονται στον δρόμο προς μία προσωπική λύτρωση μέσα από αυτό το έργο.
“Mικρά Πράγματα Σαν κι Αυτά”, του Τιμ Μίλαντς
Περίπου 40 χρόνια πίσω… Χριστούγεννα του 1985. Η μεταφορά του βιβλίου της Κλερ Κίγκαν (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) γίνεται ιδανικά στη μεγάλη οθόνη. «Για να μπορέσεις να επιβιώσεις σε αυτή τη ζωή πρέπει να κάνεις ότι δεν βλέπεις κάποια πράγματα». Αυτή η φράση που ακούγεται στην ταινία μας στοιχειώνει και μας απομακρύνει από την ιστορία. Μας φέρνει αντιμέτωπους με καθημερινά παραπτώματα μέχρι με εγκλήματα που πολέμου. Τα βλέπουμε, αλλά τα προσπερνάμε εθελοτυφλώντας. Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη αμαρτία στον σύγχρονο κόσμο κι αυτό που μας κάνει να «πέφτουμε» καθημερινά κι ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα. Με έναν δικό του τρόπο νιώθω πως ο Κίλιαν Μέρφι μετά τον Οσκαρικό θρίαμβο του “Οπενχάιμερ” επιστρέφει σε κάτι που μοιάζει ιδιαίτερα σε επίπεδο χρωμάτων, κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά και γεωγραφικά με το “Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι”. Τον Χρυσό Φοίνικα του Κεν Λόουτς που ανέδειξε τον σπουδαίο ηθοποιό. Μαζί του σε αυτήν την προσπάθεια έχει τον σκηνοθέτη του “Peaky Blinders”, Τιμ Μίλαντς που βάζει τη σφραγίδα του στην επιτυχία. Είναι ένα στοίχημα για τον πρωταγωνιστή η μεταφορά αυτού του βιβλίου στον κινηματογράφο.
“Το Διπλανό Δωμάτιο”, του Πέδρο Αλμοδόβαρ
Μία πολεμική ανταποκριτής που έχει ζήσει τον πόνο και τις συνέπειες των μετατραυματικών και του μεταπολεμικού σοκ για τα καλά, έρχεται αντιμέτωπη με το δικό της πορτραίτο. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, να αξιολογήσει, να ηρεμήσει όσο κι αν το θέλει. «Σε αυτόν τον πόλεμο η πένα μου δεν ανταποκρίνεται». Εξασθενεί, πονά, υποφέρει. Ελάχιστοι άνθρωποι είναι στο πλευρό της αυτές τις δύσκολες στιγμές. Αναλογίζεται το βάρος των επιλογών της και φυσικά τα λάθη της. Με διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμό έχει αποφασίσει να οδηγηθεί σε έναν ιδιότυπο εξαγνισμό των αμαρτιών της. Ακτινογραφείται υποδειγματικά ο ψυχικός κόσμος Μάρθα και Ινγκρίντ. Η Τίλντα Σουίντον σε μία καθηλωτική ερμηνεία συναντάει την Τζούλιαν Μουρ που μόλις έχει κυκλοφορήσει ένα επιτυχημένο βιβλίο σχετικά με τους φόβους της. Η μοίρα τη φέρνει αμέσως αντιμέτωπη με αυτούς. Σαν μία ανώτερη δύναμη να τη δοκιμάζει. Θα αποδεχτεί όμως με έναν εσωτερικό τρόπο την πρόκληση και θα ρισκάρει πάνω στα όριά της. Μικρή απόδραση θα αναζητήσει μονάχα στη γυμναστική, εκεί που τυχαία θα βρει μία υποστηρικτική «αγκαλιά». Ποτέ δε γνωρίζουμε από ποιον θα ακούσουμε μία κουβέντα που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη, την ώρα που τα πάντα φαντάζουν σκοτεινά και δημιουργούν συνθήκη αδιεξόδου.
“Dune: Μέρος Δεύτερο”, του Ντενί Βιλνέβ
Ο Ζιλ Βιλνέβ παντρεύει την ιστορία, την επιστημονική φαντασία και ρίχνει ματιές σε ένα μέλλον που κινδυνεύουμε να μας βρει σε μία εντελώς διαφορετική χωροχρονική συνθήκη από τη σημερινή. Η μηχανή του χρόνου του έχει ταξιδέψει άλλωστε χρόνια μπροστά. Στο μεταξύ φροντίζει με επιδερμικές αναφορές να δημιουργήσει γέφυρες με προηγούμενά του έργα, θέλοντας πιθανώς να συνοψίσει μία διαδρομή ζωής μέσα από το “Dune”. Το όχημα έχει αποφασίσει να οδηγήσει ο Τιμοτέ Σαλαμέ και μαζί του συναντάμε την απίστευτη Ζεντάγια που με το βλέμμα της μαγνητίζει τους πάντες, τον Χαβιέ Μπαρδέμ, τον Όστιν Μπάτλερ, τον Κρίστοφερ Γουόκεν, τη Λέα Σεϊντού κι άλλους ηθοποιούς που χρωματίζουν την εξέλιξη της πλοκής. Η σκηνογραφία είναι απίθανη, η μουσική επεμβαίνει όταν κρίνεται αναγκαίο ώστε να επιτείνει την αγωνία και να απογειώσει την αδρεναλίνη. Τεχνικά μιλάμε για ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα που θα μείνει στο πάνθεον. Το πρώτο μέρος αποδεικνύεται απλά ένα “ορεκτικό”. Το διαχρονικό παιχνίδι της εξουσίας υποβόσκει σε κάθε πτυχή των αναμετρήσεων. Αρκετοί μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται, αλλά το διακύβευμα είναι ποιος θα έχει τα ηνία του κόσμου κι εκεί δοκιμάζονται σχέσεις και γίνονται γάμοι- συμφωνίες που κρύβουν πίσω τους την προδοσία που πληγώνει τους ανθρώπους που πίστεψαν σε μεγάλα λόγια.
“Black Dog”, του Γκουάν Χον
Μεταφορά στο 2008 και την Ολυμπιάδα που για τους λίγους έγινε διαβατήριο ανέλιξης. «Ζήσε το όνειρο» ήταν το σύνθημα. Η πλειοψηφία όμως βγήκε λαβωμένη. Ιδιαίτερα στην επαρχία ακολουθείται μία επιχείρηση “σκούπα” για να καλύψει τα κακώς κείμενα. Η πειθαρχία του κινεζικού λαού αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα. Για τον Λανγκ όλα αυτά μοιάζουν ξένα. Μετά τον εγκλεισμό του, αναζητά σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δυσκολεύεται να συμβιβαστεί, να μπει σε καλούπια, να πει και πάλι… ναι, σκύβοντας το κεφάλι. Παράλληλα απειλείται η ζωή του, αλλά δε δείχνει να φοβάται. Το έχει δουλέψει και προχωρά περήφανα κοιτάζοντας μπροστά. Η αδυναμία επαφής και επανένταξης δεν τον πτοεί. Αναζητεί δρόμους και διεξόδους. Ψάχνει ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ. Ένας “αδέσποτος” άνθρωπος, όσο αδόκιμος κι αν μοιάζει ο όρος. Μία πόλη σε συνθήκη κατεδάφισης κάνει την προβολή της μέσα από τη ψυχοσύνθεση του Λανγκ που επιστρέφει, αλλά αδυνατεί να νιώσει το αίσθημα του ανήκειν. Ο Έντι Πενγκ σε μία ερμηνεία ζωής σωματικοποιεί σε απόλυτο βαθμό τον ρόλο του. Οι κινήσεις, οι παύσεις, οι σιωπές του είναι όλα μετρημένα εξαιρετικά, ώστε να αποδώσει το αδιέξοδο που ήσυχα χωρίς κραυγές και κορώνες βιώνει.
“Bird”, της Αντρέα Άρνολντ
Μία από τις κορυφαίες ταινίες της σεζόν με τους Φραντς Ρογκόφσκι και Μπάρι Κιόγκαν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και αποκάλυψη τη νεαρή Νικίγια Άνταμς. Τόσο ανθρώπινη, τόσο τρυφερή, τόσο αληθινή. Η 12 χρονη Μπέιλι ζει με τον πατέρα της και τον αδελφό της σε μία “κατάληψη”. Ο πατέρας προσπαθεί να κάνει μία νέα αρχή στη ζωή του κι αναπόφευκτα πέφτει σε διαδοχικά λάθη που δημιουργούν κενό επικοινωνίας. Το νεαρό κορίτσι όμως στα όρια της εφηβείας επιζητά το ενδιαφέρον. Σύντομα θα γνωρίσει κάποιον κι αυτή η συνάντηση κι όσα θα ακολουθήσουν είναι ικανά να αλλάξουν για πάντα τη ζωή και τις ισορροπίες της οικογένειας.
“Παρθενόπη”, του Πάολο Σορεντίνο
Ο σκηνοθέτης της “Τέλειας Ομορφιάς” μετά το αυτοβιογραφικό “Το Χέρι του Θεού” δημιουργεί ένα πορτραίτο για την αγαπημένη του Νάπολι. Σύμβολο για τον ίδιο, αφετηρία και πυρήνας στον οποίο με έναν τρόπο επιστρέφει. Σαν ένας σύγχρονος Φελίνι θέτει την κάμερά του μεταξύ πραγματικότητας και του ονειρικού στοιχείου. Κινηματογράφηση του απλού, του καθημερινού, με την ποίηση των εικόνων να κυριαρχεί.
“Poor Things”, του Γιώργου Λάνθιμου
Το πείραμα της Μπέλα μαρτυρά με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο πως ο εγκέφαλος “εξουσιάζει” τον άνθρωπο. Επομένως είναι πολύ σημαντικό να φροντίσουμε να τον εξελίξουμε. Δεν είναι τυχαίο πως η πρωταγωνίστριά μας μέχρι την τελευταία σκηνή κάτι διαβάζει, ενστερνιζόμενη τη δια βίου μάθηση. Ίσως αυτή είναι η στιγμή που έρχεται η απόλυτη ισορροπία μεταξύ σώματος και εγκέφαλου. Ως τότε όμως έχουμε γίνει ήδη μάρτυρες αφενός του κόσμου μας και αφετέρου μίας γενναίας διαδρομής χειραφέτησης. Από μία σύγχρονη φυλακή, την ίδια την μοναξιά, αναζητούνται δρόμοι διαφυγής προς την ηδονή και την απόλαυση κόντρα στον καθωσπρεπισμό. Διαδραματίζεται για κάτι παραπάνω από δύο ώρες ένα διπλό παιχνίδι αιχμαλωσίας. Αυτό της Μπέλα που οι επίδοξοι μνηστήρες την πολιορκούν με διαφορετικό τρόπο και το δικό μας από τον σκηνοθέτη. Ο χρόνος δε σταματάει στιγμή. Η φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν και το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη μετατρέπουν το ξετύλιγμα της πλοκής σε ένα ρυάκι που μας παρασέρνει. Στο πλευρό της Έμμα Στόουν που φαντάζει απίθανο να χάσει το Όσκαρ Γυναικείας Ερμηνείας οι εξαιρετικοί Γουίλεμ Νταφόου και Μαρκ Ράφαλο που διεκδικούν το Β΄ Ανδρικού. Υπάρχουν όμως και παρουσίες που αρκετές φορές περνούν στα ψιλά, αλλά αξίζουν αναφοράς. Η ελληνικής καταγωγής Κάθριν Χάντερ που λειτουργεί ενεργοποιώντας το μητρικό της φίλτρο προς της Μπέλα, η δυναμική επιστροφή της Χάνα Σίγκουλα και η αποκάλυψη της Σούζυ Μπεμπά.
“Emilia Perez”, του Ζακ Οντιάρ
O δημιουργός πλέκει ήδη όπως το δράμα, το μιούζικαλ, την (μαύρη) κωμωδία και το αποτέλεσμα τη στιγμή που πέφτουν οι τίτλοι τέλους αφήνει τον θεατή γεμάτο από κάθε άποψη. Αυτό από μόνο του συνιστά επιτυχία και τον κατατάσσει στους σπουδαίους δημιουργούς των τελευταίων ετών. Κάθε φύσης επαναπροσδιορισμός στη ζωή είναι μία διαδικασία με πολλά μονοπάτια, που όπως είναι φυσικό δεν είναι εύκολο να ολοκληρώσουμε. Η ταινία έλαβε 9λεπτo χειροκρότημα στο τέλος της προβολής της στο Φεστιβάλ Καννών 2024, καθιστώντας την τη δεύτερη μεγαλύτερη σε standing ovation ταινία του Ζακ Οντιάρ στις Κάννες, μετά την ταινία “De rouille et d’os” που είχε λάβει 10 λεπτά ovation το 2012. Αποτελεί την πρώτη ισπανόφωνη ταινία του και τον ενέπνευσε μια ιστορία από ένα μυθιστόρημα σχετικά με έναν έμπορο ναρκωτικών που επιθυμεί να αλλάξει την ταυτότητά του. Αξιοσημείωτο είναι πως η Ισπανίδα ηθοποιός Κάρλα Σοφία Γκασκόν είναι τρανς γυναίκα. Αυτή είναι η πρώτη ταινία στην οποία συμμετείχε ως ηθοποιός μετά την ανακοίνωση της μετάβασής της το 2018. Πριν από αυτό είχε μια μακρά καριέρα ως ηθοποιός στον ανδρικό ρόλο. O δυναμισμός που βγαίνει μέσα από την μουσική δίνει την πολυπόθητη διέξοδο στους ανθρώπους. Η ταινία αν το σκεφτεί καλύτερα κανείς αποτελεί έναν ύμνο και προς την ίδια τη μουσική. Πόνος και ταυτόχρονη αποφασιστικότητα. Στη ζωή κάτι αφήνουμε πάντα πίσω για να προχωρήσουμε. Ο σκηνοθέτης υπάρχουν στιγμές που προκαλεί, ωστόσο όλο αυτό γίνεται συνειδητά και δηλώνει εμφατικά τη δύναμη της Τέχνης.
Διαβάστε επίσης: Τα 10 καλύτερα θρίλερ τρόμου του 2024
Από το “Poor Things” του Γιώργου Λάνθιμου που έκανε επίσημα πρεμιέρα Πρωτοχρονιά μέχρι τα “Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά”, το “Bird” και το “Διπλανό Δωμάτιο” που ακόμα έχετε την τύχη να τα απολαύσετε στη μεγάλη οθόνη. Η σειρά που ακολουθεί είναι αξιολογική, προφανώς υποκειμενική και η κορυφαία ταινία βρίσκεται στη θέση νο1. Ξεκινάμε λοιπόν το ταξίδι μας …
“Τα παιδιά του Χειμώνα”, του Αλεξάντερ Πέιν
Ο πίνακας γράφει «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ». Δε συνηθίζεται κάτι τέτοιο σε διεθνείς παραγωγές. Αμέσως ο θεατής νιώθει οικείο το περιβάλλον. Αν λάβουμε υπόψιν τι θα ακολουθήσει αυτή η φράση λειτουργεί ως προοικονομία. Στο ταξίδι που ξεκινάει η αυτοκριτική και η ενδοσκόπηση έχουν κυρίαρχο ρόλο. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και το πνεύμα τους τείνει να κατακλύσει την ατμόσφαιρα. Ο στρυφνός καθηγητής Πωλ, που αρκετές φορ αγγίζει τα όρια του σαδιστή έχει δυσαρεστήσει τη διοίκηση («πλούσιος και ηλίθιος δημοφιλής συνδυασμός») κι ο κλήρος πέφτει σε αυτόν προκειμένου να περάσει αυτές τις ημέρες φυλάσσοντας τα παιδιά που οι οικογένειές τους έχουν αποφασίσει να αφήσουν στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στο πλευρό του έρχεται η μαγείρισσα Μαίρη κι από τους μαθητές τελικά παραμένει μόνο ο Άνγκους Τάλι. Όλα δείχνουν πως αυτή η συνύπαρξη θα είναι προβληματική. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Ένα ειρωνικό «happy holidays» ακούγεται καθώς αποχωρούν κι οι τελευταίοι συμμαθητές του πρωταγωνιστή μας. Τώρα πλέον τρεις εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες καλούνται να “ενώσουν” τη μοναξιά τους. Η μουσική έρχεται ως η απόλυτη συγκολλητική ουσία να εκφράσει τον ψυχισμό των ηρώων μας σε κάθε σκηνή. Η έμμεση επίκληση στο συναίσθημα («ακούω τον άνεμο, τον άνεμο της ψυχής μου») έχει απόλυτη επιτυχία όσον αφορά τον αντίκτυπό της στον θεατή, που γίνεται ενεργό μέλος υπόθεσης με την απόσταση μεταξύ οθόνης και αίθουσας να μηδενίζεται με ταχύτητα φωτός.
“Υπέροχες Ημέρες”, του Βιμ Βέντερς
O Bιμ Βέντερς έκανε μία ταινία που συναντά τα “Φτερά του Έρωτα” και αποτίει φόρος τιμής στον Γιασουχίρου Όζου μέσω της σύνδεσης με το “Φθινοπωρινό Απόγευμα”. Στην πραγματικότητα μπροστά στα μάτια του θεατή περνάει ένας στοχασμός για τον χρόνο και την αέναη μάχη μαζί του. Μέσα από την παρακολούθηση της ρουτίνας ενός καθαριστή ταξιδεύουμε στον κόσμο της εργασίας του σήμερα. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Χιραγιάμα αξιοποιεί τον ελεύθερό του χρόνο και δεν τον χαρίζει σε κανέναν. Φωτογραφίζει, αφουγκράζεται το μεγαλείο της φύσης και αναζητεί συντροφιά στις λέξεις των βιβλίων. Είναι φανερό πως ο Βέντερς κάνει μία προβολή δικών του αξιών και παθών στον ήρωά του. Με τη συνοδεία απαλής μουσικής που κλιμακώνεται και δίνει μία ένταση όσο προχωράμε προς το φινάλε και στίχους που σηματοδοτούν όσα δεν μπορεί να εκφράσει ο Χιραγιάμα ξετυλίγεται η πλοκή. Μία ρουτίνα που απέχει από τους δικούς μας ρυθμούς, των συμπατριωτών του και του μοντέλου του δυτικού κόσμου που συνεχώς δημιουργεί ανάγκες που πρέπει να αφιερώσουμε χρόνο ώστε να τις καλύψουμε. Η σημασία του απλού, η χρησιμότητα του άχρηστου γίνονται πυξίδα για σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή που συμπορεύονται στον δρόμο προς μία προσωπική λύτρωση μέσα από αυτό το έργο.
“Mικρά Πράγματα Σαν κι Αυτά”, του Τιμ Μίλαντς
Περίπου 40 χρόνια πίσω… Χριστούγεννα του 1985. Η μεταφορά του βιβλίου της Κλερ Κίγκαν (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) γίνεται ιδανικά στη μεγάλη οθόνη. «Για να μπορέσεις να επιβιώσεις σε αυτή τη ζωή πρέπει να κάνεις ότι δεν βλέπεις κάποια πράγματα». Αυτή η φράση που ακούγεται στην ταινία μας στοιχειώνει και μας απομακρύνει από την ιστορία. Μας φέρνει αντιμέτωπους με καθημερινά παραπτώματα μέχρι με εγκλήματα που πολέμου. Τα βλέπουμε, αλλά τα προσπερνάμε εθελοτυφλώντας. Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη αμαρτία στον σύγχρονο κόσμο κι αυτό που μας κάνει να «πέφτουμε» καθημερινά κι ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα. Με έναν δικό του τρόπο νιώθω πως ο Κίλιαν Μέρφι μετά τον Οσκαρικό θρίαμβο του “Οπενχάιμερ” επιστρέφει σε κάτι που μοιάζει ιδιαίτερα σε επίπεδο χρωμάτων, κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά και γεωγραφικά με το “Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι”. Τον Χρυσό Φοίνικα του Κεν Λόουτς που ανέδειξε τον σπουδαίο ηθοποιό. Μαζί του σε αυτήν την προσπάθεια έχει τον σκηνοθέτη του “Peaky Blinders”, Τιμ Μίλαντς που βάζει τη σφραγίδα του στην επιτυχία. Είναι ένα στοίχημα για τον πρωταγωνιστή η μεταφορά αυτού του βιβλίου στον κινηματογράφο.
“Το Διπλανό Δωμάτιο”, του Πέδρο Αλμοδόβαρ
Μία πολεμική ανταποκριτής που έχει ζήσει τον πόνο και τις συνέπειες των μετατραυματικών και του μεταπολεμικού σοκ για τα καλά, έρχεται αντιμέτωπη με το δικό της πορτραίτο. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, να αξιολογήσει, να ηρεμήσει όσο κι αν το θέλει. «Σε αυτόν τον πόλεμο η πένα μου δεν ανταποκρίνεται». Εξασθενεί, πονά, υποφέρει. Ελάχιστοι άνθρωποι είναι στο πλευρό της αυτές τις δύσκολες στιγμές. Αναλογίζεται το βάρος των επιλογών της και φυσικά τα λάθη της. Με διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμό έχει αποφασίσει να οδηγηθεί σε έναν ιδιότυπο εξαγνισμό των αμαρτιών της. Ακτινογραφείται υποδειγματικά ο ψυχικός κόσμος Μάρθα και Ινγκρίντ. Η Τίλντα Σουίντον σε μία καθηλωτική ερμηνεία συναντάει την Τζούλιαν Μουρ που μόλις έχει κυκλοφορήσει ένα επιτυχημένο βιβλίο σχετικά με τους φόβους της. Η μοίρα τη φέρνει αμέσως αντιμέτωπη με αυτούς. Σαν μία ανώτερη δύναμη να τη δοκιμάζει. Θα αποδεχτεί όμως με έναν εσωτερικό τρόπο την πρόκληση και θα ρισκάρει πάνω στα όριά της. Μικρή απόδραση θα αναζητήσει μονάχα στη γυμναστική, εκεί που τυχαία θα βρει μία υποστηρικτική «αγκαλιά». Ποτέ δε γνωρίζουμε από ποιον θα ακούσουμε μία κουβέντα που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη, την ώρα που τα πάντα φαντάζουν σκοτεινά και δημιουργούν συνθήκη αδιεξόδου.
“Dune: Μέρος Δεύτερο”, του Ντενί Βιλνέβ
Ο Ζιλ Βιλνέβ παντρεύει την ιστορία, την επιστημονική φαντασία και ρίχνει ματιές σε ένα μέλλον που κινδυνεύουμε να μας βρει σε μία εντελώς διαφορετική χωροχρονική συνθήκη από τη σημερινή. Η μηχανή του χρόνου του έχει ταξιδέψει άλλωστε χρόνια μπροστά. Στο μεταξύ φροντίζει με επιδερμικές αναφορές να δημιουργήσει γέφυρες με προηγούμενά του έργα, θέλοντας πιθανώς να συνοψίσει μία διαδρομή ζωής μέσα από το “Dune”. Το όχημα έχει αποφασίσει να οδηγήσει ο Τιμοτέ Σαλαμέ και μαζί του συναντάμε την απίστευτη Ζεντάγια που με το βλέμμα της μαγνητίζει τους πάντες, τον Χαβιέ Μπαρδέμ, τον Όστιν Μπάτλερ, τον Κρίστοφερ Γουόκεν, τη Λέα Σεϊντού κι άλλους ηθοποιούς που χρωματίζουν την εξέλιξη της πλοκής. Η σκηνογραφία είναι απίθανη, η μουσική επεμβαίνει όταν κρίνεται αναγκαίο ώστε να επιτείνει την αγωνία και να απογειώσει την αδρεναλίνη. Τεχνικά μιλάμε για ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα που θα μείνει στο πάνθεον. Το πρώτο μέρος αποδεικνύεται απλά ένα “ορεκτικό”. Το διαχρονικό παιχνίδι της εξουσίας υποβόσκει σε κάθε πτυχή των αναμετρήσεων. Αρκετοί μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται, αλλά το διακύβευμα είναι ποιος θα έχει τα ηνία του κόσμου κι εκεί δοκιμάζονται σχέσεις και γίνονται γάμοι- συμφωνίες που κρύβουν πίσω τους την προδοσία που πληγώνει τους ανθρώπους που πίστεψαν σε μεγάλα λόγια.
“Black Dog”, του Γκουάν Χον
Μεταφορά στο 2008 και την Ολυμπιάδα που για τους λίγους έγινε διαβατήριο ανέλιξης. «Ζήσε το όνειρο» ήταν το σύνθημα. Η πλειοψηφία όμως βγήκε λαβωμένη. Ιδιαίτερα στην επαρχία ακολουθείται μία επιχείρηση “σκούπα” για να καλύψει τα κακώς κείμενα. Η πειθαρχία του κινεζικού λαού αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα. Για τον Λανγκ όλα αυτά μοιάζουν ξένα. Μετά τον εγκλεισμό του, αναζητά σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δυσκολεύεται να συμβιβαστεί, να μπει σε καλούπια, να πει και πάλι… ναι, σκύβοντας το κεφάλι. Παράλληλα απειλείται η ζωή του, αλλά δε δείχνει να φοβάται. Το έχει δουλέψει και προχωρά περήφανα κοιτάζοντας μπροστά. Η αδυναμία επαφής και επανένταξης δεν τον πτοεί. Αναζητεί δρόμους και διεξόδους. Ψάχνει ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ. Ένας “αδέσποτος” άνθρωπος, όσο αδόκιμος κι αν μοιάζει ο όρος. Μία πόλη σε συνθήκη κατεδάφισης κάνει την προβολή της μέσα από τη ψυχοσύνθεση του Λανγκ που επιστρέφει, αλλά αδυνατεί να νιώσει το αίσθημα του ανήκειν. Ο Έντι Πενγκ σε μία ερμηνεία ζωής σωματικοποιεί σε απόλυτο βαθμό τον ρόλο του. Οι κινήσεις, οι παύσεις, οι σιωπές του είναι όλα μετρημένα εξαιρετικά, ώστε να αποδώσει το αδιέξοδο που ήσυχα χωρίς κραυγές και κορώνες βιώνει.
“Bird”, της Αντρέα Άρνολντ
Μία από τις κορυφαίες ταινίες της σεζόν με τους Φραντς Ρογκόφσκι και Μπάρι Κιόγκαν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και αποκάλυψη τη νεαρή Νικίγια Άνταμς. Τόσο ανθρώπινη, τόσο τρυφερή, τόσο αληθινή. Η 12 χρονη Μπέιλι ζει με τον πατέρα της και τον αδελφό της σε μία “κατάληψη”. Ο πατέρας προσπαθεί να κάνει μία νέα αρχή στη ζωή του κι αναπόφευκτα πέφτει σε διαδοχικά λάθη που δημιουργούν κενό επικοινωνίας. Το νεαρό κορίτσι όμως στα όρια της εφηβείας επιζητά το ενδιαφέρον. Σύντομα θα γνωρίσει κάποιον κι αυτή η συνάντηση κι όσα θα ακολουθήσουν είναι ικανά να αλλάξουν για πάντα τη ζωή και τις ισορροπίες της οικογένειας.
“Παρθενόπη”, του Πάολο Σορεντίνο
Ο σκηνοθέτης της “Τέλειας Ομορφιάς” μετά το αυτοβιογραφικό “Το Χέρι του Θεού” δημιουργεί ένα πορτραίτο για την αγαπημένη του Νάπολι. Σύμβολο για τον ίδιο, αφετηρία και πυρήνας στον οποίο με έναν τρόπο επιστρέφει. Σαν ένας σύγχρονος Φελίνι θέτει την κάμερά του μεταξύ πραγματικότητας και του ονειρικού στοιχείου. Κινηματογράφηση του απλού, του καθημερινού, με την ποίηση των εικόνων να κυριαρχεί.
“Poor Things”, του Γιώργου Λάνθιμου
Το πείραμα της Μπέλα μαρτυρά με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο πως ο εγκέφαλος “εξουσιάζει” τον άνθρωπο. Επομένως είναι πολύ σημαντικό να φροντίσουμε να τον εξελίξουμε. Δεν είναι τυχαίο πως η πρωταγωνίστριά μας μέχρι την τελευταία σκηνή κάτι διαβάζει, ενστερνιζόμενη τη δια βίου μάθηση. Ίσως αυτή είναι η στιγμή που έρχεται η απόλυτη ισορροπία μεταξύ σώματος και εγκέφαλου. Ως τότε όμως έχουμε γίνει ήδη μάρτυρες αφενός του κόσμου μας και αφετέρου μίας γενναίας διαδρομής χειραφέτησης. Από μία σύγχρονη φυλακή, την ίδια την μοναξιά, αναζητούνται δρόμοι διαφυγής προς την ηδονή και την απόλαυση κόντρα στον καθωσπρεπισμό. Διαδραματίζεται για κάτι παραπάνω από δύο ώρες ένα διπλό παιχνίδι αιχμαλωσίας. Αυτό της Μπέλα που οι επίδοξοι μνηστήρες την πολιορκούν με διαφορετικό τρόπο και το δικό μας από τον σκηνοθέτη. Ο χρόνος δε σταματάει στιγμή. Η φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν και το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη μετατρέπουν το ξετύλιγμα της πλοκής σε ένα ρυάκι που μας παρασέρνει. Στο πλευρό της Έμμα Στόουν που φαντάζει απίθανο να χάσει το Όσκαρ Γυναικείας Ερμηνείας οι εξαιρετικοί Γουίλεμ Νταφόου και Μαρκ Ράφαλο που διεκδικούν το Β΄ Ανδρικού. Υπάρχουν όμως και παρουσίες που αρκετές φορές περνούν στα ψιλά, αλλά αξίζουν αναφοράς. Η ελληνικής καταγωγής Κάθριν Χάντερ που λειτουργεί ενεργοποιώντας το μητρικό της φίλτρο προς της Μπέλα, η δυναμική επιστροφή της Χάνα Σίγκουλα και η αποκάλυψη της Σούζυ Μπεμπά.
“Emilia Perez”, του Ζακ Οντιάρ
O δημιουργός πλέκει ήδη όπως το δράμα, το μιούζικαλ, την (μαύρη) κωμωδία και το αποτέλεσμα τη στιγμή που πέφτουν οι τίτλοι τέλους αφήνει τον θεατή γεμάτο από κάθε άποψη. Αυτό από μόνο του συνιστά επιτυχία και τον κατατάσσει στους σπουδαίους δημιουργούς των τελευταίων ετών. Κάθε φύσης επαναπροσδιορισμός στη ζωή είναι μία διαδικασία με πολλά μονοπάτια, που όπως είναι φυσικό δεν είναι εύκολο να ολοκληρώσουμε. Η ταινία έλαβε 9λεπτo χειροκρότημα στο τέλος της προβολής της στο Φεστιβάλ Καννών 2024, καθιστώντας την τη δεύτερη μεγαλύτερη σε standing ovation ταινία του Ζακ Οντιάρ στις Κάννες, μετά την ταινία “De rouille et d’os” που είχε λάβει 10 λεπτά ovation το 2012. Αποτελεί την πρώτη ισπανόφωνη ταινία του και τον ενέπνευσε μια ιστορία από ένα μυθιστόρημα σχετικά με έναν έμπορο ναρκωτικών που επιθυμεί να αλλάξει την ταυτότητά του. Αξιοσημείωτο είναι πως η Ισπανίδα ηθοποιός Κάρλα Σοφία Γκασκόν είναι τρανς γυναίκα. Αυτή είναι η πρώτη ταινία στην οποία συμμετείχε ως ηθοποιός μετά την ανακοίνωση της μετάβασής της το 2018. Πριν από αυτό είχε μια μακρά καριέρα ως ηθοποιός στον ανδρικό ρόλο. O δυναμισμός που βγαίνει μέσα από την μουσική δίνει την πολυπόθητη διέξοδο στους ανθρώπους. Η ταινία αν το σκεφτεί καλύτερα κανείς αποτελεί έναν ύμνο και προς την ίδια τη μουσική. Πόνος και ταυτόχρονη αποφασιστικότητα. Στη ζωή κάτι αφήνουμε πάντα πίσω για να προχωρήσουμε. Ο σκηνοθέτης υπάρχουν στιγμές που προκαλεί, ωστόσο όλο αυτό γίνεται συνειδητά και δηλώνει εμφατικά τη δύναμη της Τέχνης.
Διαβάστε επίσης: Τα 10 καλύτερα θρίλερ τρόμου του 2024