Ο Στάνλει Κούμπρικ, γεννημένος στις 26 Ιουλίου 1928, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στον κινηματογράφο μέχρι τον θάνατό του τον Μάρτιο του 1999, πριν από 25 χρόνια. Η φιλμογραφία του είναι γεμάτη από ταινίες που προκαλούν έντονα συναισθήματα και σκέψεις, καθώς ο ίδιος είχε δηλώσει ότι «δεν ήξερε ποτέ του τι ήθελε, αλλά ήξερε ακριβώς τι ΔΕΝ ήθελε». Αυτή η αντίληψη φαίνεται να έχει επηρεάσει τη δημιουργική του διαδικασία, οδηγώντας τον σε μια καριέρα γεμάτη καινοτομία και προκλητικές θεματικές.
Η κληρονομιά του Στάνλει Κούμπρικ είναι αναμφισβήτητη, καθώς οι ταινίες του συνεχίζουν να επηρεάζουν σκηνοθέτες και θεατές παγκοσμίως. Ο Κούμπρικ δεν περιορίστηκε σε ένα μόνο είδος, αλλά εξερεύνησε διάφορες θεματικές, από τον πόλεμο μέχρι την ανθρώπινη ψυχολογία, πάντα με μια μοναδική οπτική γωνία που προκαλεί στοχασμό.Η ικανότητά του να συνδυάζει την τέχνη με την πολιτική κριτική καθιστά το έργο του επίκαιρο και σχετικό ακόμα και σήμερα, 24 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Πάμε να δούμε όλες του τις ταινίες, σε αυστηρά χρονολογική σειρά, από την παρθενική του μέχρι το κύκνειο άσμα του.
«Fear and Desire» (1953) [χωρίς αντίστοιχο ελληνικό τίτλο]
Ο πρώιμος Κούμπρικ έχει μια εμμονή με τον πόλεμο (τον πραγματικό ή ακόμη και αυτόν εντός των τειχών ενός σπιτιού ή ενός χώρου εργασίας), τον οποίο άλλωστε έχει ζήσει εκ του μακρόθεν, ως έφηβος, μεγαλώνοντας στις ΗΠΑ και βλέποντας στα ΜΜΕ της πατρίδας του τα τεκταινόμενα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αρκετές από τις πρώτες του ταινίες λοιπόν είναι πολεμικές, αρχής γενομένης από αυτήν που σκηνοθέτησε στα 25 του χρόνια και κατόπιν την αποκήρυξε με συνοπτικές διαδικασίες. Τέσσερις φαντάροι βρίσκονται εγκλωβισμένοι εντός των εχθρικών γραμμών και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να επιτρέψουν στο στρατόπεδό τους και σίγουρα behind enemy lines. H ταινία αναδύθηκε πριν δέκα χρόνια, το 2013 και παίχτηκε αποκατεστημένη, καθώς ο Κούμπρικ, όσο ζούσε, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εμποδίσει την προβολή της καθώς ντρεπόταν γι’ αυτήν.
«Το Φιλί του Δολοφόνου» (Killer’s Kiss, 1955)
Ένας πυγμάχος προσπαθεί να προστατεύει μια χορεύτρια από τον βίαιο εραστή και εργοδότη της, όμως, στην προσπάθειά του αυτή, μπαίνει τόσο βαθιά μέσα στον υπόκοσμο ώστε χάνει περισσότερα απ’ όσα στόχευε αρχικά να κερδίσει. Διάρκειας λίγο παραπάνω από μια ώρα, η συγκεκριμένη ταινία αποκαλύπτει έναν νεαρό auteur με μια σαφή αγάπη και προτίμηση προς το νουάρ της εποχής (του), τύπου «The Big Sleep» του Χάουαρντ Χοκς.
«Η Κλοπή» (The Killing, 1956)
Το οργανωμένο έγκλημα ξαναμπαίνει στο κινηματογραφικό κάδρο του Κούμπρικ, λίγο πριν τα 30 του χρόνια, διαμέσου της σινεφίλ διασκευής του μυθιστορήματος του Λάιονελ Γουάιτ, «Clean Break». Ο «Στάνλεϊ» γίνεται επισήμως «Κούμπρικ» και, αρχής γενομένης από αυτή την ταινία, ξεκινάει να μας αποκαλύπτει αφειδώς τα πρώτα δείγματα του απαράμιλλου σκηνοθετικού του ταλέντου και της, συχνά, αφαιρετικής, πειραματικής και αποδομητικής του ματιάς.
«Σταυροί στο Μέτωπο» (Paths of Glory, 1957)
Ενα χρόνο μόλις μετά, ο Κούμπρικ είναι έτοιμος για το πέρασμα από την Β’ στην Α’ Εθνική του Χόλιγουντ. Εξασφαλίζει τον «πολύ» Κερκ Ντάγκλας, ο οποίος υποδύεται ιδανικά τον συνταγματάρχη Νταξ που προσπαθεί να αλλάξει τα μυαλά των ανωτέρων του, στρατιωτικών, οι οποίοι τον διατάζουν να στείλει τους φαντάρους του σε μια, εν δυνάμει, αποστολή αυτοκτονίας στην Γαλλία του 1916 και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γνωστή και συχνά εκπεφρασμένη κινηματογραφική κριτική του Κούμπρικ απέναντι στην ματαιότητα του πολέμου και την αιώνια επιβολή των λίγων ισχυρών απέναντι στους πολλούς ανίσχυρους.
«Σπάρτακος» (Spartacus, 1960)
Το Χόλιγουντ στις αρχές του ’60 περνάει μια φάση «πάμε να κάνουμε ιστορικά έπη» και ο Στάνλεϊ αποφασίζει να το δοκιμάσει και αυτός. Το μπάτζετ μεγαλώνει, πλέον έχει στα χέρια του πολύ περισσότερα χρήματα από τα στούντιο συν τον Ντάγκλας για δεύτερη σερί ταινία, να υποδύεται τον ομώνυμο σκλάβο και μονομάχο που οδηγεί τους συντρόφους του σε μια αιματηρή εξέγερση εναντίον των ηγετών της Ρώμης του 1ου μ.Χ. αιώνα. Ένα υπόγειο και άκρως πανούργο σινεφίλ σχόλιο του Κούμπρικ για τον αντικομμουνιστικό διωγμό που δεχόταν η κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής εκείνης από τον συντηρητικό γερουσιαστή Μακάρθι.
Λολίτα (Lolita, 1962)
Ο σκηνοθέτης κατακρίθηκε όσο λίγοι, στην εποχή του, επειδή «τόλμησε» και άγγιξε ένα τόσο προκλητικό (και απαγορευμένο σε πολλές χώρες) βιβλίο όπως αυτό του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ. Ο Τζέιμς Μέισον ενσαρκώνει άψογα τον μεσήλικα Χάμπερτ Χάμπερτ ο οποίος πέφτει σε βαθύ γεροντοέρωτα με την κινηματογραφική Λολίτα της υπέροχης Σου Λάιον. Με την λογοκρισία να τον κυνηγάει πλέον σε κάθε του κινηματογραφικό βήμα, ο Κούμπρικ αποδεικνύεται εμπράκτως ως ο πιο πλέον τολμηρός σκηνοθέτης της γενιάς του.
S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα (Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, 1964)
Μπορεί να ειδωθεί, ταυτόχρονα, ως η πιο τρομακτική κωμωδία όλων των εποχών ή ως το πιο αστείο θρίλερ τρόμου όλων των εποχών. Με τον Πίτερ Σέλερς να κάνει, σε υποκριτικό επίπεδο, «παπάδες», και τις επιρροές στους σουρεαλιστικούς διαλόγους, να προσεγγίζουν εκείνους των ταινιών του Λουίς Μπουνιουέλ, ο Κούμπρικ μιλάει ανοικτά στον θεατή του, την ίδια στιγμή, για την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Μιλιταριστικού Είναι» και την «Κρυφή Γοητεία της Στρατιωτικής Μπουρζουαζίας». Ένα πικρόχολο αριστούργημα τιγκαρισμένο στο μαύρο και ανατρεπτικό χιούμορ.
«2001: Η Οδύσσεια Του Διαστήματος» («2001: Α Space Οdyssey», 1968)
Η εικόνα της ποίησης και η ποίηση της εικόνας επικοινωνούν και συναντιούνται ιδανικά σε μια ταινία που γυρίστηκε μεν το 1968, αλλά μάλλον μάς ήρθε, εντελώς χαριστικά, από το 2068. Μαύροι μυστηριώδεις μονόλιθοι, πίθηκοι, οστά που μεταμορφώνονται αίφνης σε διαστημόπλοια και ένα τέλος που, θέλεις δεν θέλεις, σε αναγκάζει να αναζητήσεις το αταβιστικό σου παρελθόν μέσα από ένα οπτικοακουστικό ταξίδι καλύτερο και πιο πειστικό από το πιο δυνατό LSD «τριπάκι» της εποχής εκείνης. Αν υπήρχε βαθμολογία 11 στα 10 σε μια και μόνο ταινία, θα άξιζε να δοθεί σε αυτήν.
«Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» («Α Clockwork Οrange», 1971)
Κυνισμός, νοσηρότητα, βία, κοινωνιοπάθεια και, ταυτόχρονα, κοινωνική απάθεια και ωμός νιχιλισμός σε μια ακόμη ταινία του Κούμπρικ που ήταν έτη φωτός μπροστά από την εποχή της – όπως αντίστοιχα και το μυθιστόρημα του Αντονι Μπέρτζες πάνω στο οποίο βασίστηκε. Με ένα σάουντρακ που συγκαταλέγεται άνετα ανάμεσα στα καλύτερα όλων των εποχών και μερικές κινηματογραφικές σεκάνς «ανθολογίας», ο Κούμπρικ με τον Μπέρτζες δυστυχώς προβλέπουν τα μελλούμενα. Αν δεν το αντέχει το στομάχι σας, μην το δείτε. Αλλά να ξέρετε ότι αυτή είναι η Κοινωνία μας. Ήταν, είναι και θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα. Με ή χωρίς την μουσική του Λουδοβίκου βαν Μπετόβεν ως ηχητικό της συνοδευτικό.
«Μπάρι Λίντον» (Barry Lyndon, 1975)
Ομολογώ ότι είναι η ταινία του Κούμπρικ που έχω δει τις λιγότερες φορές. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή έχει κάνει κάτι κακό ο Κούμπρικ σε αυτήν (οι φωτισμοί και η χρήση της φωτογραφίας, ας πούμε, ίδρυσαν ολόκληρες σχολές κινηματογραφιστών), αλλά επειδή προσωπικά έχω πρόβλημα με το genre «ταινίες εποχής». Αναγνωρίζω ασφαλώς την σπουδαιότητά της στο κουμπρικιανό σύμπαν, αλλά και την γοητευτική της θεματολογία (η άνοδος και η πτώση ενός άνδρα μέσα στην αριστοκρατική κοινωνία της εποχής του) που είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Ένα επιπλέον kudos στον Τζον Άλκοτ για την εκπληκτική διεύθυνση φωτογραφίας.
«Η Λάμψη» («Τhe Shining», 1980)
Μια από τις σπουδαιότερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών και μια από εκείνες που ξεπερνούν σε αξία και υστεροφημία ακόμη και το ίδιο το βιβλίο [του Στίβεν Κινγκ] πάνω στο οποίο βασίστηκαν. Ενα αξεπέραστα απόκοσμο αριστούργημα εντός των τοίχων και των αχανών διαδρόμων του ξενοδοχείου Όβερλουκ, που καλό είναι να μην το διασχίσει κανείς με ποδήλατο γιατί μπορεί να πέσει πάνω σε δυο φρικιαστικά δίδυμα κοριτσάκια, ένα μυστηριώδες δωμάτιο με πράσινα πλακάκια και μπανιέρα ή ένα ασανσέρ κυριολεκτικά για Δολοφόνους, που αδειάζει εκατοντάδες λίτρα αίμα στον ανυποψιάστο επισκέπτη του. Δίπλα σε όλα αυτά και ο Τζακ Νίκολσον σε έναν ρόλο ζωής.
«Full Metal Jacket» (1987)
Η τελευταία, πολεμικής θεματολογίας, ταινία του Κούμπρικ που γυρίστηκε σε μια περίοδο που το Χόλιγουντ προσπαθούσε [διαμέσου του «Πλατούν» ή του «Γεννημένος της 4η Ιουλίου»] να επουλώσει τα τραύματα μιας ολόκληρης γενιάς αμερικανών στρατιωτών που επέστρεψαν από το Βιετνάμ χωρίς χέρια, πόδια και, κυρίως, δίχως ανθρωπιά και ψυχή. Η σκληρή μιλιταριστική αλλοτρίωση που σημαδεύει για πάντα τον οποιονδήποτε αποφασίσει να φορέσει ένα στρατιωτικό μεταλλικό ζακέτο, να ζαλωθεί το όπλο και το τουφέκι του και να ταξιδέψει μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη προκειμένου να σκοτώσει έναν, άγνωστο προς εκείνο, άνθρωπο άλλης εθνικότητας που δεν του έκανε απολύτως τίποτα και δεν τον έβλαψε στο ελάχιστο.
«Μάτια Ερμητικά Κλειστά» («Εyes Wide Shut», 1999)
Το σεξ, οι ανθρώπινες σχέσεις, τα συναισθήματα και η ατομική συμπεριφορά του καθενός από εμάς στις διαπροσωπικές μας επαφές, σε μια φροϋδική κινηματογραφική παραβολή βασισμένη στο βιβλίο «Traumnovelle» του Άρθουρ Σνίτσλερ. Μέσα σε δυόμιση ώρες, ο Κούμπρικ μας βάζει να κοιτάμε, μέσα από την κλειδαρότρυπα της κάμεράς του, την ρουτίνα της καθημερινότητας ενός ζευγαριού, παραδίδοντας ένα σινεφίλ κύκνειο άσμα που πολλοί συνάδελφοί του θα εύχονταν να είχαν γυρίσει προτού αποχαιρετήσουν τα εγκόσμια. Let’s fuck.
Ο Στάνλει Κούμπρικ, γεννημένος στις 26 Ιουλίου 1928, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στον κινηματογράφο μέχρι τον θάνατό του τον Μάρτιο του 1999, πριν από 25 χρόνια. Η φιλμογραφία του είναι γεμάτη από ταινίες που προκαλούν έντονα συναισθήματα και σκέψεις, καθώς ο ίδιος είχε δηλώσει ότι «δεν ήξερε ποτέ του τι ήθελε, αλλά ήξερε ακριβώς τι ΔΕΝ ήθελε». Αυτή η αντίληψη φαίνεται να έχει επηρεάσει τη δημιουργική του διαδικασία, οδηγώντας τον σε μια καριέρα γεμάτη καινοτομία και προκλητικές θεματικές.
Η κληρονομιά του Στάνλει Κούμπρικ είναι αναμφισβήτητη, καθώς οι ταινίες του συνεχίζουν να επηρεάζουν σκηνοθέτες και θεατές παγκοσμίως. Ο Κούμπρικ δεν περιορίστηκε σε ένα μόνο είδος, αλλά εξερεύνησε διάφορες θεματικές, από τον πόλεμο μέχρι την ανθρώπινη ψυχολογία, πάντα με μια μοναδική οπτική γωνία που προκαλεί στοχασμό.Η ικανότητά του να συνδυάζει την τέχνη με την πολιτική κριτική καθιστά το έργο του επίκαιρο και σχετικό ακόμα και σήμερα, 24 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Πάμε να δούμε όλες του τις ταινίες, σε αυστηρά χρονολογική σειρά, από την παρθενική του μέχρι το κύκνειο άσμα του.
«Fear and Desire» (1953) [χωρίς αντίστοιχο ελληνικό τίτλο]
Ο πρώιμος Κούμπρικ έχει μια εμμονή με τον πόλεμο (τον πραγματικό ή ακόμη και αυτόν εντός των τειχών ενός σπιτιού ή ενός χώρου εργασίας), τον οποίο άλλωστε έχει ζήσει εκ του μακρόθεν, ως έφηβος, μεγαλώνοντας στις ΗΠΑ και βλέποντας στα ΜΜΕ της πατρίδας του τα τεκταινόμενα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αρκετές από τις πρώτες του ταινίες λοιπόν είναι πολεμικές, αρχής γενομένης από αυτήν που σκηνοθέτησε στα 25 του χρόνια και κατόπιν την αποκήρυξε με συνοπτικές διαδικασίες. Τέσσερις φαντάροι βρίσκονται εγκλωβισμένοι εντός των εχθρικών γραμμών και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να επιτρέψουν στο στρατόπεδό τους και σίγουρα behind enemy lines. H ταινία αναδύθηκε πριν δέκα χρόνια, το 2013 και παίχτηκε αποκατεστημένη, καθώς ο Κούμπρικ, όσο ζούσε, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εμποδίσει την προβολή της καθώς ντρεπόταν γι’ αυτήν.
«Το Φιλί του Δολοφόνου» (Killer’s Kiss, 1955)
Ένας πυγμάχος προσπαθεί να προστατεύει μια χορεύτρια από τον βίαιο εραστή και εργοδότη της, όμως, στην προσπάθειά του αυτή, μπαίνει τόσο βαθιά μέσα στον υπόκοσμο ώστε χάνει περισσότερα απ’ όσα στόχευε αρχικά να κερδίσει. Διάρκειας λίγο παραπάνω από μια ώρα, η συγκεκριμένη ταινία αποκαλύπτει έναν νεαρό auteur με μια σαφή αγάπη και προτίμηση προς το νουάρ της εποχής (του), τύπου «The Big Sleep» του Χάουαρντ Χοκς.
«Η Κλοπή» (The Killing, 1956)
Το οργανωμένο έγκλημα ξαναμπαίνει στο κινηματογραφικό κάδρο του Κούμπρικ, λίγο πριν τα 30 του χρόνια, διαμέσου της σινεφίλ διασκευής του μυθιστορήματος του Λάιονελ Γουάιτ, «Clean Break». Ο «Στάνλεϊ» γίνεται επισήμως «Κούμπρικ» και, αρχής γενομένης από αυτή την ταινία, ξεκινάει να μας αποκαλύπτει αφειδώς τα πρώτα δείγματα του απαράμιλλου σκηνοθετικού του ταλέντου και της, συχνά, αφαιρετικής, πειραματικής και αποδομητικής του ματιάς.
«Σταυροί στο Μέτωπο» (Paths of Glory, 1957)
Ενα χρόνο μόλις μετά, ο Κούμπρικ είναι έτοιμος για το πέρασμα από την Β’ στην Α’ Εθνική του Χόλιγουντ. Εξασφαλίζει τον «πολύ» Κερκ Ντάγκλας, ο οποίος υποδύεται ιδανικά τον συνταγματάρχη Νταξ που προσπαθεί να αλλάξει τα μυαλά των ανωτέρων του, στρατιωτικών, οι οποίοι τον διατάζουν να στείλει τους φαντάρους του σε μια, εν δυνάμει, αποστολή αυτοκτονίας στην Γαλλία του 1916 και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γνωστή και συχνά εκπεφρασμένη κινηματογραφική κριτική του Κούμπρικ απέναντι στην ματαιότητα του πολέμου και την αιώνια επιβολή των λίγων ισχυρών απέναντι στους πολλούς ανίσχυρους.
«Σπάρτακος» (Spartacus, 1960)
Το Χόλιγουντ στις αρχές του ’60 περνάει μια φάση «πάμε να κάνουμε ιστορικά έπη» και ο Στάνλεϊ αποφασίζει να το δοκιμάσει και αυτός. Το μπάτζετ μεγαλώνει, πλέον έχει στα χέρια του πολύ περισσότερα χρήματα από τα στούντιο συν τον Ντάγκλας για δεύτερη σερί ταινία, να υποδύεται τον ομώνυμο σκλάβο και μονομάχο που οδηγεί τους συντρόφους του σε μια αιματηρή εξέγερση εναντίον των ηγετών της Ρώμης του 1ου μ.Χ. αιώνα. Ένα υπόγειο και άκρως πανούργο σινεφίλ σχόλιο του Κούμπρικ για τον αντικομμουνιστικό διωγμό που δεχόταν η κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής εκείνης από τον συντηρητικό γερουσιαστή Μακάρθι.
Λολίτα (Lolita, 1962)
Ο σκηνοθέτης κατακρίθηκε όσο λίγοι, στην εποχή του, επειδή «τόλμησε» και άγγιξε ένα τόσο προκλητικό (και απαγορευμένο σε πολλές χώρες) βιβλίο όπως αυτό του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ. Ο Τζέιμς Μέισον ενσαρκώνει άψογα τον μεσήλικα Χάμπερτ Χάμπερτ ο οποίος πέφτει σε βαθύ γεροντοέρωτα με την κινηματογραφική Λολίτα της υπέροχης Σου Λάιον. Με την λογοκρισία να τον κυνηγάει πλέον σε κάθε του κινηματογραφικό βήμα, ο Κούμπρικ αποδεικνύεται εμπράκτως ως ο πιο πλέον τολμηρός σκηνοθέτης της γενιάς του.
S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα (Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, 1964)
Μπορεί να ειδωθεί, ταυτόχρονα, ως η πιο τρομακτική κωμωδία όλων των εποχών ή ως το πιο αστείο θρίλερ τρόμου όλων των εποχών. Με τον Πίτερ Σέλερς να κάνει, σε υποκριτικό επίπεδο, «παπάδες», και τις επιρροές στους σουρεαλιστικούς διαλόγους, να προσεγγίζουν εκείνους των ταινιών του Λουίς Μπουνιουέλ, ο Κούμπρικ μιλάει ανοικτά στον θεατή του, την ίδια στιγμή, για την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Μιλιταριστικού Είναι» και την «Κρυφή Γοητεία της Στρατιωτικής Μπουρζουαζίας». Ένα πικρόχολο αριστούργημα τιγκαρισμένο στο μαύρο και ανατρεπτικό χιούμορ.
«2001: Η Οδύσσεια Του Διαστήματος» («2001: Α Space Οdyssey», 1968)
Η εικόνα της ποίησης και η ποίηση της εικόνας επικοινωνούν και συναντιούνται ιδανικά σε μια ταινία που γυρίστηκε μεν το 1968, αλλά μάλλον μάς ήρθε, εντελώς χαριστικά, από το 2068. Μαύροι μυστηριώδεις μονόλιθοι, πίθηκοι, οστά που μεταμορφώνονται αίφνης σε διαστημόπλοια και ένα τέλος που, θέλεις δεν θέλεις, σε αναγκάζει να αναζητήσεις το αταβιστικό σου παρελθόν μέσα από ένα οπτικοακουστικό ταξίδι καλύτερο και πιο πειστικό από το πιο δυνατό LSD «τριπάκι» της εποχής εκείνης. Αν υπήρχε βαθμολογία 11 στα 10 σε μια και μόνο ταινία, θα άξιζε να δοθεί σε αυτήν.
«Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» («Α Clockwork Οrange», 1971)
Κυνισμός, νοσηρότητα, βία, κοινωνιοπάθεια και, ταυτόχρονα, κοινωνική απάθεια και ωμός νιχιλισμός σε μια ακόμη ταινία του Κούμπρικ που ήταν έτη φωτός μπροστά από την εποχή της – όπως αντίστοιχα και το μυθιστόρημα του Αντονι Μπέρτζες πάνω στο οποίο βασίστηκε. Με ένα σάουντρακ που συγκαταλέγεται άνετα ανάμεσα στα καλύτερα όλων των εποχών και μερικές κινηματογραφικές σεκάνς «ανθολογίας», ο Κούμπρικ με τον Μπέρτζες δυστυχώς προβλέπουν τα μελλούμενα. Αν δεν το αντέχει το στομάχι σας, μην το δείτε. Αλλά να ξέρετε ότι αυτή είναι η Κοινωνία μας. Ήταν, είναι και θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα. Με ή χωρίς την μουσική του Λουδοβίκου βαν Μπετόβεν ως ηχητικό της συνοδευτικό.
«Μπάρι Λίντον» (Barry Lyndon, 1975)
Ομολογώ ότι είναι η ταινία του Κούμπρικ που έχω δει τις λιγότερες φορές. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή έχει κάνει κάτι κακό ο Κούμπρικ σε αυτήν (οι φωτισμοί και η χρήση της φωτογραφίας, ας πούμε, ίδρυσαν ολόκληρες σχολές κινηματογραφιστών), αλλά επειδή προσωπικά έχω πρόβλημα με το genre «ταινίες εποχής». Αναγνωρίζω ασφαλώς την σπουδαιότητά της στο κουμπρικιανό σύμπαν, αλλά και την γοητευτική της θεματολογία (η άνοδος και η πτώση ενός άνδρα μέσα στην αριστοκρατική κοινωνία της εποχής του) που είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Ένα επιπλέον kudos στον Τζον Άλκοτ για την εκπληκτική διεύθυνση φωτογραφίας.
«Η Λάμψη» («Τhe Shining», 1980)
Μια από τις σπουδαιότερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών και μια από εκείνες που ξεπερνούν σε αξία και υστεροφημία ακόμη και το ίδιο το βιβλίο [του Στίβεν Κινγκ] πάνω στο οποίο βασίστηκαν. Ενα αξεπέραστα απόκοσμο αριστούργημα εντός των τοίχων και των αχανών διαδρόμων του ξενοδοχείου Όβερλουκ, που καλό είναι να μην το διασχίσει κανείς με ποδήλατο γιατί μπορεί να πέσει πάνω σε δυο φρικιαστικά δίδυμα κοριτσάκια, ένα μυστηριώδες δωμάτιο με πράσινα πλακάκια και μπανιέρα ή ένα ασανσέρ κυριολεκτικά για Δολοφόνους, που αδειάζει εκατοντάδες λίτρα αίμα στον ανυποψιάστο επισκέπτη του. Δίπλα σε όλα αυτά και ο Τζακ Νίκολσον σε έναν ρόλο ζωής.
«Full Metal Jacket» (1987)
Η τελευταία, πολεμικής θεματολογίας, ταινία του Κούμπρικ που γυρίστηκε σε μια περίοδο που το Χόλιγουντ προσπαθούσε [διαμέσου του «Πλατούν» ή του «Γεννημένος της 4η Ιουλίου»] να επουλώσει τα τραύματα μιας ολόκληρης γενιάς αμερικανών στρατιωτών που επέστρεψαν από το Βιετνάμ χωρίς χέρια, πόδια και, κυρίως, δίχως ανθρωπιά και ψυχή. Η σκληρή μιλιταριστική αλλοτρίωση που σημαδεύει για πάντα τον οποιονδήποτε αποφασίσει να φορέσει ένα στρατιωτικό μεταλλικό ζακέτο, να ζαλωθεί το όπλο και το τουφέκι του και να ταξιδέψει μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη προκειμένου να σκοτώσει έναν, άγνωστο προς εκείνο, άνθρωπο άλλης εθνικότητας που δεν του έκανε απολύτως τίποτα και δεν τον έβλαψε στο ελάχιστο.
«Μάτια Ερμητικά Κλειστά» («Εyes Wide Shut», 1999)
Το σεξ, οι ανθρώπινες σχέσεις, τα συναισθήματα και η ατομική συμπεριφορά του καθενός από εμάς στις διαπροσωπικές μας επαφές, σε μια φροϋδική κινηματογραφική παραβολή βασισμένη στο βιβλίο «Traumnovelle» του Άρθουρ Σνίτσλερ. Μέσα σε δυόμιση ώρες, ο Κούμπρικ μας βάζει να κοιτάμε, μέσα από την κλειδαρότρυπα της κάμεράς του, την ρουτίνα της καθημερινότητας ενός ζευγαριού, παραδίδοντας ένα σινεφίλ κύκνειο άσμα που πολλοί συνάδελφοί του θα εύχονταν να είχαν γυρίσει προτού αποχαιρετήσουν τα εγκόσμια. Let’s fuck.