«Ρε Νίκο, με τρόμαξες. Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη».
Με αυτή την ατάκα ξεκινάει η ταινία «Απόντες» (1996) του Νίκου Γραμματικού και η επιλογή της συγκεκριμένης ατάκας δεν είναι τυχαία.
Γιατί η ταινία εκτυλίσσεται όντως… στην Κούλουρη ή αλλιώς Σαλαμίνα, τον τόπο γέννησης και ωρίμανσης τόσο του (κατά τον πάντα έγκριτο Βασίλη Ραφαηλίδη, «πρώτου Έλληνα υπαρξιστή κινηματογραφιστή» και) σκηνοθέτη της ταινίας, όσο και των επτά κινηματογραφικών πρωταγωνιστών και ηρώων του, μιας επταμελούς ανδροπαρέας που (στο άψογο χεβιμεταλικό και «Seventh Son Of The Seventh Son» κλίμα της εποχής εκείνης) βιώνει την δική της ωρίμανση απλωμένη και διαμορφωμένη χρονικά μέσα σε μια επταετία, από τον Ιούνιο του 1987 και το Ευρωμπάσκετ του Γκάλη και του Γιαννάκη μέχρι το καλοκαίρι του 1994.
Οι «Απόντες» – σε ένα απλό, αλλά καθόλου απλοϊκό σενάριο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, σε συνεργασία με τον ίδιο το σκηνοθέτη – βρίσκει μια φουρνιά τότε νέων, ανερχόμενων και ταλαντούχων, αλλά βασικά άβγαλτων ηθοποιών (Γιώργος Ευγενικός, Τάσος Νούσιας, Κώστας Σταρίδας, Αιμίλιος Χειλάκης, Βαγγέλης Μουρίκης και Νίκος Γεωργάκης), τους βάζει μέσα στο άψογα δοσμένο κινηματογραφικά, κλίμα της χώρας μας, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90 και συνδυάζει όλη την καθημερινότητα των 25άρηδων (του 1987) που μπαίνουν στα πρώτα τους –άντα στα μέσα των ‘90s έχοντας προηγουμένως βιώσει στο πετσί τους τι πραγματικά σημαίνει αληθινή ζωή, ανδρική φιλία και σχέσεις με το άλλο φύλο.
Οι ματαιώσεις, οι απογοητεύσεις, οι θυσίες τους, η κοινωνική υποκρισία, τα ιδανικά και οι αξίες της ανδροπαρέας αυτής αποδίδεται από τον Γραμματικό με αδρά, αλλά ταυτόχρονα φωτεινότατα κινηματογραφικά χρώματα, άλλοτε τεχνικολόρ και άλλοτε sepia, μέσα από τον αυθεντικό μικρόκοσμο της σαλαμίνειας γης, το «κέντρο απόκεντρο» του πειραιώτικου σύμπαντος.
Ταυτόχρονα, ο χρόνος περνάει αδυσώπητα για όλους τους εμπλεκομένους: μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987, η συνάντηση των φίλων το 1988 έχει για ιστορικό φόντο το σκάνδαλο Κοσκωτά, η συνάντηση του 1989 γίνεται μπροστά από ένα καφενείο που είναι γεμάτο με αφίσες ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., Συνασπισμός, ενόψει των εκλογών της χρονιάς εκείνης.
Το 1990, ο δημοσιογράφος φίλος της παρέας φέρνει στους κολλητούς του… ως σουβενίρ κάποια κομμάτια από το Τείχος του Βερολίνου, που είχε πέσει το χειμώνα του ‘89.
Η παρέα μπαίνει πλέον στη δεκαετία του ’90 και οι «χαιτέοι» της εποχής έχουν κόψει το μαλλί τους προκειμένου να συμβαδίζουν, αισθητικά και κομμωτικά, με τα ήθη και έθιμα της εποχής. Σταδιακά, οι επτά φίλοι αποξενώνονται, τόσο ο ένας από τον άλλον, λόγω δουλειών, υποχρεώσεων, οικογενειών κτλ, όσο και από τον ίδιο τους τον εαυτό (π.χ. εκεί που στα 25 τους χρόνια ανέβαιναν σαν κριάρια στα βράχια της Σαλαμίνας, πλέον στα 30φεύγα τους, η ανάβαση αυτή τους μοιάζει σαν ένα σισύφειο μαρτύριο).
«Τα σουβλάκια μια χαρά είναι, εμείς τα τρώγαμε αλλιώς κάποτε», λέει με νόημα ο ένας της παρέας στους υπολοίπους, κοιτώντας σταδιακά και με το πέρασμα των ετών, τις καρέκλες του καφενείου που συναντιούνται παραδοσιακά, να αδειάζουν από τους θαμώνες και η παρέα να αποσυντίθεται και να εξοβελίζεται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Η φιλία τους ξεθωριάζει, απομυθοποιώντας το τσιτάτο ότι «όσα χρόνια και αν περάσουν, όταν βλεπόμαστε, είναι σαν να είναι η πρώτη φορά», οι άνθρωποι απομακρύνονται σταδιακά ο ένας από τον άλλον, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλες τις παρέες και σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, που έχουν αρχή, μέση και τέλος καθώς και άνοδο και πτώση.
Είναι αδιάφορο το αν ο Γραμματικός κάνει υπαρξιστικό ή ηθογραφικό σινεμά (μπορεί να κάνει και τα δυο ταυτόχρονα), γιατί το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σκηνοθέτης του «Βασιλιά» (2002) κατάφερε να φτιάξει μια από τις πλέον αυθεντικές, ρεαλιστικές και συγκινητικές buddy movies του ελληνικού σινεμά, με διαλόγους που μιλάνε την γλώσσα της εποχής τους και με ένα υπέροχο και συγκινητικό φινάλε.
Θα κλείσω το παρόν άρθρο με ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα των όσων έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο Έθνος το 1997 για την κριτική παρουσίαση της συγκεκριμένης ταινίας:
«Eπτά οι ήρωες μιας ταινίας, που μετράει το φιλμικό της χρόνο με μεγάλη ακρίβεια, επτά και τα χρόνια της χωρίς ουσιώδη δράση κοινής ύπαρξής τους σε έναν τόπο σαν την ένδοξη Σαλαμίνα της εφτάψυχης Ελλάδας. Που ποτέ δεν πεθαίνει. Ίσως γιατί προσαρμόστηκε στη συμπεριφορά της εφτάψυχης γάτας που τρώει, κατά προτίμηση, μονόψυχα σπουργίτια. Ενώ, όντας έφηβος στην Ελλάδα ετοιμάζεσαι μεθοδικά να δράσεις, σιγά σιγά, καθώς μεγαλώνεις, περνάς στην αδράνεια, είτε μέσα από έναν αδρανή γάμο, είτε μέσα από έναν αδρανή διορισμό στο αδρανές Δημόσιο, είτε γράφοντας αδρανή ποιήματα, που δεν θα εκδοθούν ποτέ από πνευματικά αδρανείς εκδότες. Μην τολμήσεις να ωριμάσεις στην Ελλάδα, γιατί πριν προλάβεις να ωριμάσεις, σάπισες κιόλας. Η ταινία καταγράφει την πορεία επτά εφήβων προς το ίδιο τέλμα, από διαφορετικούς για τον καθένα δρόμους».
Τέλος, να αναφέρουμε ότι οι «Απόντες» αποθεώθηκαν από κοινό και κριτικούς στο 37ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασαν τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Β ́ Ανδρικού Ρόλου (και για τους έξι πρωταγωνιστές) και Κοινού.