512.000 στρέμματα κάηκαν ολοσχερώς κατά τη μεγάλη πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια το καλοκαίρι του 2021. Από αυτά, το 60% συμπαγές δάσος, το υπόλοιπο 40 καλλιέργειες.
Η καταστροφή ήταν τεράστια σε έναν τόπο που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δάση, αλλά και μία από τις πιο πλούσιες παραγωγικά περιοχές της χώρας. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να αναδείξει με την τελευταία του ταινία ο φωτογράφος και σκηνοθέτης Βασίλης Νίκας.
Το «Βόρεια Εύβοια· Κανένας νεκρός (!)» δεν είναι ένα τυπικό ντοκιμαντέρ. Χρησιμοποιεί συνεντεύξεις, αλλά και αφήγηση, για να μας δώσει μια ιδέα για το τι συνέβη τότε, ποιος ήταν ο υπαίτιος και ποιες οι επιπτώσεις στη ζωή και στην οικονομία. Και να μας ρωτήσει ευθέως: τι σημαίνει «κανένας νεκρός;». Πώς συνεχίζεται η ζωή όταν έχεις χάσει τα πάντα; Λογίζεσαι ζωντανός επειδή απλώς αναπνέεις;
Συναντήσαμε τον Βασίλη ένα βράδυ, έπειτα από μια προβολή. Μας μίλησε για το ντοκιμαντέρ, για το φωτογραφικό πρότζεκτ «Τα Παιδιά της Ριτσώνας» μέσα από το οποίο τον γνωρίσαμε στο παρελθόν, για την αγάπη του για τη διδασκαλία φωτογραφίας. Για την αξία του να κάνεις πολιτικές ταινίες και για την υποχρέωση που έχει ο κινηματογραφιστής να αναδεικνύει την αλήθεια.
Σε όλα ήταν ειλικρινής και για την Εύβοια… χείμαρρος:
«Η ταινία είναι βαθύτατα πολιτική. Με αυτή δίνουμε έναν αγώνα, γιατί με την τακτική των εκκενώσεων δυστυχώς σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει δάσος στη χώρα. Ήταν μικροπολιτικοί οι λόγοι που κατέστρεψαν τη Βόρεια Εύβοια.
Για μένα, ίσως το σημαντικότερο πλάνο της ταινίας είν’ αυτό που ο αγρότης κόβει τα δέντρα και τα πετάει στην πλαγιά. Και μετά η Ευρυδίκη, η αφηγήτρια, είναι σε μια πλήρη ματαίωση, σε απόγνωση. Δηλαδή όσα δεν λέει η ταινία με λόγο, προσπάθησα να τα πω με εικόνες.
Δεν ήταν απλά μια πυρκαγιά. Ήταν η μεγαλύτερη πυρκαγιά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, η οποία δημιουργήθηκε από μία και μόνο εστία φωτιάς και σε μέρες που δεν φύσαγε. Εγώ ήμουν ένας από πολλούς εθελοντές -δεν το παίζω ήρωας- από τους πολλούς που βοήθησαν και δεν ήταν η πρώτη φωτιά που συμμετείχα. Εμείς οι επαρχιώτες συμμετέχουμε στις φωτιές, γίνεται κάτι και θα τρέξουμε ρε παιδί μου. Στην Αθήνα το καταλαβαίνω, είναι κάπως διαφορετικά.
Αυτή η φωτιά έσβηνε. Για πολλές μέρες αυτό που βλέπαμε ήταν τη φωτιά να έρχεται αυτό που λέμε «με τον κώλο». Δηλαδή φυσούσε μισό μποφόρ προς τα κει κι έβλεπες να κατεβαίνει, να κατεβαίνει, να κατεβαίνει, κι έλεγες… «γιατί δεν πάμε ρε γαμώτο; Γιατί δεν πάμε να τη σβήσουμε;»
«Περιμένουμε εντολές, περιμένουμε εντολές». Οι εντολές ήταν ξεκάθαρες. Μικροπολιτικοί οι λόγοι. Οι εντολές ήταν να μην υπάρχουν νεκροί. Έχει αλλάξει η τακτική ως προς την πυρόσβεση. Εγώ δεν ανήκω σε κανένα κόμμα, έχω ψηφίσει τους πάντες. Είμαι απ’ αυτούς που ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις (γελάει). Δεν ξέρω αν θα πάω να ψηφίσω στις επόμενες εκλογές, γιατί θεωρώ ότι αυτό που συμβαίνει εδώ τα τελευταία χρόνια είναι πολιτική εκτροπή. Ο κόσμος στα χωριά πάντα έσβηνε τις φωτιές. Επιχειρούσε με ραντιστήρες, με αλέτρια, με οτιδήποτε. Όλο το χωριό έτρεχε και βοηθούσε στην προσπάθεια της Πυροσβεστικής. Κι εκείνα τα χρόνια, η Πυροσβεστική βοηθούσε τον κόσμο. Μη φανταστείτε τώρα drone και ελικόπτερα.
Όλα αυτά έκαναν εμάς, μια παρέα στη Χαλκίδα, να πονέσουμε γι’ αυτό. Είναι πολύ λογικό να πονέσουμε πολύ περισσότερο απ’ ότι εσείς, γιατί αυτά τα δάση τα ξέρουμε. Εγώ θυμάμαι τα παιδιά μου πριν από δύο χρόνια, αυτά ήταν όλη μέρα εκεί στον κάμπινγκ κι εγώ έκανα τρεις τέσσερις ώρες ποδήλατο τη μέρα σ’ εκείνα τα μέρη. Ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι μας το δάσος της Βόρειας Εύβοιας και πολύ σημαντικό για την οικονομία της περιοχής.
Δεν ήταν απλά και μόνο ένα συμπαγές δάσος, από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα. Ήταν και το πλουτοπαραγωγικότερο δάσος της Ελλάδας. Μιλάμε για 800 οικογένειες ρετσινάδων. Μιλάμε για πάνω από 10.000 μελισσοκόμους που έρχονταν για το πεύκο, γιατί αυτό το μελίτωμα έσωζε τους μελισσοκόμους, ήταν η σίγουρη παραγωγή τους. Η Εύβοια έδινε μέλι, όποιος πήγαινε φόρτωνε κι εκεί πήγαιναν όλοι για να σώσουν τη χρονιά. 10.000 μελισσοκόμοι από τα Τρίκαλα μέχρι την Καλαμάτα έρχονταν στην Εύβοια».
– Πώς αποφάσισες αυτόν τον πόνο να τον κάνεις ταινία;
Η ιδέα μού ήρθε μια μέρα που κατέβαινα στο Περιστέρι για μάθημα. Είχα ξεκινήσει από τα Οινόφυτα και στη Μαλακάσα -θυμάμαι ακριβώς και τη στροφή- λέω «θα κάνω ντοκιμαντέρ για την πυρκαγιά». Δεν ξέρω τι ήταν αυτό. Εγώ το αποδίδω κάπου: δεν είμαι απ’ αυτούς που λένε «βγήκε ο τάδε, ωχ, όλα θα πάνε χάλια». Λέω «βγήκε ο τάδε, μακάρι να τα καταφέρει». Όμως με την πυρκαγιά έχουν έναν άλλο τρόπο να τα λένε. Μιλάνε με αριθμούς και έναν μέσο άνθρωπο τον τουμπάρουν. Εγώ έχω ένα μέσο μυαλό και με τούμπαραν. Νόμιζα ότι έγιναν προσπάθειες, κι ήμουν εκεί! Στη συνέχεια όμως είπα «όχι. Δεν είναι έτσι. Μας δουλέψατε. Κι εφόσον καταφέρατε να δουλέψετε εμένα, όχι που είμαι έξυπνος, αλλά που ήμουν εκεί, φαντάσου τους άλλους». Αυτό με προβλημάτισε κι είπα ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Το ίδιο ένιωσα και με «Τα παιδιά της Ριτσώνας».
– Πώς ξεκίνησε και δημιουργήθηκε το «Βόρεια Εύβοια· Κανένας νεκρός (!)»;
Μαζευτήκαμε κάποιοι από τη Χαλκίδα. Στην αρχή μπήκα εγώ στο παιχνίδι δυνατά. Τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν προσπαθούσα για μήνες την Ευρυδίκη να παίξει, γιατί είναι εξαιρετική ηθοποιός. Τελικά ενθουσιάστηκε κι αυτή με το αποτέλεσμα. Και ο μουσικός έχει βοηθήσει πάρα πολύ την παραγωγή. Γράφαμε για πέντε μήνες τα κείμενα. Είμαστε μια ομάδα τριών ατόμων που γράφαμε τα κείμενα για πολύ καιρό. Υπάρχει και μια άλλη άτυπη, κινηματογραφική ομάδα που για χρόνια λειτουργούσε στη Χαλκίδα και στην οποία ήμουν υπεύθυνος. Επειδή είμαστε αγαπημένοι και τα έχουμε βρει μεταξύ μας, είπαμε «παιδιά ελάτε εδώ, πάμε να δούμε τα κείμενα. Πάμε να δούμε συνεντεύξεις. Πάμε να δούμε τι κλωτσάει». Είναι συλλογική η προσπάθεια. Βέβαια, εντάξει, πάντα φαίνεται αυτός που το σκηνοθετεί γιατί αυτός παίρνει και το ρίσκο, αλλά η προσπάθεια είναι συλλογική.
– Σαν κάτοικος της περιοχής έχεις συναισθηματικό δέσιμο με τον τόπο. Πώς βίωσες το ρεπεράζ για τη δουλειά αυτή; Πώς ήταν να περπατάς ανάμεσα στα καμένα;
Ρεπεράζ δεν έγινε, γιατί πήγαινα και τράβαγα. Το ρεπεράζ προηγείται των κινηματογραφήσεων. Εγώ πήγαινα, έβλεπα και τραβούσα πλάνα. Πώς ήταν αυτό; Επειδή ανέβηκα συνολικά 70 φορές τη Βόρεια Εύβοια κι έδωσα και πολύ πόνο και μετά στον υπολογιστή, πολύ ψάξιμο, πολλές συζητήσεις, αν δεν είχα αυτή τη φλόγα μέσα μου να κάνω πράγματα -εμένα η φλόγα μου είναι αμείωτη εδώ και 20 χρόνια- και αν αυτή η φλόγα δεν συνοδευόταν από τη χαρά της δημιουργίας, εγώ θα είχα καταλήξει με αντικαταθλιπτικά μ’ αυτά που είδα. Ήταν δύσκολο. Και οι άνθρωποι δύσκολοι και τα μέρη δύσκολα. Και στα σπίτια έμπαινες κι έλεγες «αυτοί εδώ έχουν κάνει έρωτα, έχουν μεγαλώσει παιδιά, έχουν φάει, έχουν κάνει γλέντια και τώρα…» Μετά βλέπεις τα δάση, κάποια ζώα βρίσκουμε ακόμα κουφάρια όταν περπατάμε.
– Σε προβλημάτισε το γεγονός ότι το θέμα σου έχει μια τόσο έντονη πολιτική πλευρά; Δίστασες να το πιάσεις ή να πεις πράγματα; Γιατί μπορεί να έχει και κόστος αυτό.
Ναι, κόστος μπορεί να έχει. Αυτό δεν το έχω δει ακόμα, θα το δω ενδεχομένως αργότερα. Το κόστος δεν το φοβάμαι, γιατί τα πρωινά εργάζομαι σε ένα εργοστάσιο λιπασμάτων, οπότε έχω τη δουλειά μου και τα μαθήματά μου. Οτιδήποτε συμβεί, έχω τη δουλειά μου. Και είμαι αγωνιστής. Δεν με ενοχλεί, μπορώ να κάνω και οτιδήποτε άλλο.
– Σε στενοχωρεί το ότι ως καλλιτέχνης αναγκάζεσαι να δουλεύεις σε εργοστάσιο ή νιώθεις ότι σου δίνει και μια ελευθερία; Όπως τώρα που αισθάνεσαι ότι μπορείς να πεις ό,τι θέλεις γιατί έχεις δουλειά;
Όχι, με στενοχωρεί. Δεν έχω χρόνο να εκφράζομαι δημιουργικά. Θα ήθελα να έκανα κι άλλες ταινίες, άλλα πρότζεκτ. Είμαι αναγκασμένος να δουλεύω οχτάωρο και να κουράζομαι πάρα πολύ. Και τα δημιουργικά μου τα κάνω όποτε μπορώ. Έχω συμβιβαστεί με αυτό από το ’13.
– Πώς έκανες το βήμα από τη φωτογραφία στη σκηνοθεσία;
Αγαπώ πολύ τον κινηματογράφο και, εφόσον είχα τη γνώση της φωτογραφίας και η φωτογραφία συνδέεται με τον κινηματογράφο, πήρα τη μεγάλη απόφαση πριν τέσσερα χρόνια. Ξεκίνησα μια ταινία μυθοπλασίας που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Θα ολοκληρωθεί πιστεύω τον χειμώνα που θα μας έρθει. Είναι μικρού μήκους. 19’. Τώρα το ντοκιμαντέρ αυτό το αποφάσισα σε μια στιγμή παρόρμησης και απλά είπα «το κάνω».
– Τι σου αρέσει να παρακολουθείς ως σινεφιλ; Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου σκηνοθέτες.
Ο Χοδορόφσκι, ο Ρόι Άντερσον, Κουστουρίτσα, Μπέλα Ταρ, πάρα πολλοί. Από Έλληνες Λάνθιμος, Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Τσαγγάρη, Σύλλας Τζουμέρκας. Αυτοί είναι κάποιοι από τους σκηνοθέτες που έχω δει έργα τους και με έχουν εντυπωσιάσει.
– Με τη μυθοπλασία τι σχέση έχεις; Πώς και αυτό το πρώτο έργο σού παίρνει χρόνια; Είσαι πιο πολύ του ντοκιμαντέρ;
Όχι, είμαι ψυχαναγκαστικός (γελάει). Θέλω όλα να ‘ναι… Εντάξει, με αυτή την ταινία μυθοπλασίας που ξεκίνησα πριν από τέσσερα χρόνια εγώ έμαθα να κάνω κινηματογράφο. Ήδη αυτό που είδες (το ντοκιμαντέρ για τη φωτιά), που είναι κάτι ολοκληρωμένο, έχει τις ρίζες του στην ταινία μυθοπλασίας που γυρίζω αυτή την περίοδο.
– Με «Τα παιδιά της Ριτσώνας» πώς ασχολήθηκες;
Πάλι ένιωσα ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Εγώ δεν ήθελα πολλά απ’ αυτό το πρότζεκτ. Κατ’ αρχάς για μένα ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος της ζωής μου αυτή που πέρασα στο camp. Αλλά όσο φωτογράφιζα τη ζωή τους είχα μια κρυφή προσδοκία. Αυτά τα παιδάκια υπήρχαν πολλοί και υπάρχουν ακόμα πολλοί που τα βλέπουν ως υπανθρώπους. Εγώ αυτό που ήθελα ήταν αυτός που θα δει την έκθεση, αυτά τα παιδάκια να τα δει ως ανθρώπους. Αυτό είναι δεν είναι μικρό, είναι μεγάλη ιστορία. Να δεις την έκθεση και την επόμενη μέρα να προβληματιστείς και να πεις «ωραία, αν μας ρωτήσουν στο σχολείο, θα πω κι εγώ ναι, να έρθουν κι αυτά τα παιδάκια και να καθίσουν μαζί με το παιδάκι μου στο ίδιο θρανίο». Δηλαδή κι εκεί προσπάθησα να δώσω τον μικρό μου αγώνα.
– Το πρότζεκτ αυτό το προσέγγισες ανθρωπιστικά, ενώ τώρα το θέμα του ντοκιμαντέρ σου έχει μια πλούσια πολιτική διάσταση. Νιώθεις ότι γενικότερα πλέον κάνεις μια στροφή προς θέματα πολιτικά;
Ναι, ναι. Στο πρότζεκτ με τη Ριτσώνα με ενδιέφερε πολύ ο ανθρωπισμός, κυρίως γιατί μεγάλωσα στον χώρο της εκκλησίας. Δηλαδή αυτός είναι ο χώρος αναφοράς μου. Από μικρό παιδί μέχρι και τα 40 μου είχα μια ζωντανή σχέση. Βέβαια μην φανταστείς…
– Είναι κάτι που σήμερα το απορρίπτεις ή νιώθεις ακόμα κάποια σύνδεση εκεί;
Όχι, δεν το απορρίπτω. Οφείλω πολλά σε αυτόν τον χώρο. Και μάλιστα ο σημαντικότερος μέντορας της ζωής μου ήταν ο νυν μητροπολίτης Αργολίδας, που τότε ήταν ηγούμενος σ’ ένα μοναστήρι της Θήβας. Λοιπόν, το θέμα της Ριτσώνας το είδα από την ανθρωπιστική πλευρά. Δεν υπήρχε χροιά πολιτική. Αυτό τώρα είναι καθαρά πολιτική ταινία. Και η επόμενη ταινία, στην οποία δεν θα κάνω εγώ εκεί την έρευνα αλλά μόνο τη σκηνοθεσία, θα είναι πάλι πολιτική.
– Νιώθεις ότι συγκρούονται κάπου η σχέση που είχες με την εκκλησία και η πολιτική στροφή που παίρνουν τώρα τα πρότζεκτ σου;
Όχι. Ίσα ίσα που σε κάποια πράγματα που έχουν να κάνουν με το να είμαι εντάξει με τη συνείδησή μου, την αλήθεια που θέλω να πω να την πω, να το δω καθαρά… σε αυτά η αναφορά μου είναι ο χώρος της εκκλησίας. Το περιβάλλον στο οποίο έχω μεγαλώσει το παίρνω μαζί μου. Στο να κοιτάξω τον άλλο στα μάτια, να μην κοροϊδέψω, να μην γίνω παρτάκιας. Όλο αυτό το κουβαλάω μαζί μου. Εγώ είμαι απόλυτα ωφελημένος από αυτό τον χώρο και το κουβαλάω μαζί μου.
– Και η τέχνη;
Η τέχνη είναι το άλλο κομμάτι. Η τέχνη με βοήθησε στο να ειπωθούν όλα με έναν διαφορετικό τρόπο. Να υπάρχει καταγγελία από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά αυτή η καταγγελία να ειπωθεί χωρίς κραυγές. Και με εικόνες που δεν χρειάζονταν λόγια. Η τέχνη με βοήθησε στο να ειπωθεί κάτι στον θεατή που σε ένα πρώτο επίπεδο μπορεί εκείνος να μην το αντιληφθεί. Οδηγεί σε μια βαθύτερη συγκινησιακή κατάσταση. Η ταινία δεν αποσκοπεί στο να συγκινήσει επιφανειακά και για λίγο. Στοχεύει σε έναν βαθύτερο προβληματισμό. Δηλαδή, η τέχνη με βοήθησε να βρω τον τρόπο να το πω.
– Με τη φωτογραφία πώς συνεχίζεις;
Διδάσκω 20 χρόνια. Σε δήμους, σε εργαστήρια, σε συλλόγους κ.ο.κ. Άλλο φωτογραφικό πρότζεκτ δεν θέλω να κάνω. Με αυτό τελείωσα. Γιατί με έναν τρόπο, από ένα ντοκιμαντέρ ή μια ταινία μυθοπλασίας μπορεί να υπάρξει μια χρηματοδότηση. Είναι πρακτικό το θέμα. Θα υπάρξει στήριξη από τον κόσμο, θα πάει η ταινία σ’ ένα φεστιβάλ, θα φανεί η δουλειά σου εκεί, μπορεί να πάρεις μια επιχορήγηση… Για τους φωτογράφους είναι πολύ δύσκολο. Δηλαδή δούλεψα 14 μήνες στη Ριτσώνα. Δεν μου είπε κανείς να πάω, ήμουν εκεί γιατί το ήθελα. Αλλά δεν έβρισκα κανέναν να τυπώσει τις φωτογραφίες για να εκτεθούν, δεν έβρισκα κανέναν να τυπώσει το λεύκωμα, αναγκάστηκα κι έβαλα 10.000 ευρώ από την τσέπη μου. Τα ‘κλάψα. Ελάχιστα πουλήθηκαν. Έδωσα ένα πολύ μεγάλο ποσό για να χρηματοδοτήσω και την προσπάθεια. Τα ‘χω κλάψει αυτά τα λεφτά και στενοχωρήθηκα, γιατί αφαιρέθηκαν από τα παιδιά μου, από τη ζωή μου.
– Πού είναι τώρα αυτά τα έργα;
Αυτά τα έργα είναι σε μια αποθήκη. Κι είναι μεγάλη έκθεση. Είναι μια έκθεση που έχει πάει σε εννιά πόλεις στην Ελλάδα και σε δύο στο εξωτερικό. Πέρυσι ήταν δύο μήνες στο Στρασβούργο, πιο παλιά είχε πάει στην Πάφο στην Κύπρο κι αν υπήρχε κάποιος να την υποστηρίξει θα πήγαινε παντού. Απλά το θέμα είναι ότι εγώ δεν το έχω με το χρήμα. Υπάρχουν φωτογράφοι που το κάνουν. Εγώ δεν ξέρω να το κάνω κι επειδή δεν θέλω να ξαναμπώ μέσα αποφάσισα να μην ξανακάνω πρότζεκτ. Ενώ με την ταινία κάτι μπορεί να βγει. Για παράδειγμα μετά το ντοκιμαντέρ δέχθηκα πρόταση να κάνω σκηνοθεσία και κάμερα σε ένα ντοκιμαντέρ για τα αιολικά της Νότιας Εύβοιας. Σε αυτό θα μου καλυφθούν τα έξοδα. Τώρα μπορεί να πει κάποιος «αυτός το κάνει για τα χρήματα». Δεν είναι έτσι. Δεν μπορώ να δώσω πάλι χιλιάδες ευρώ για να κάνω μια ταινία. Δεν γίνεται.
– Επομένως τέλος με τη φωτογραφία;
Τέλος με τα πρότζεκτ, όχι τέλος με τη διδασκαλία. Με τη διδασκαλία έχω πάθος, θα την έκανα ακόμα κι αν δεν αμειβόμουν. Έχω τρελό πάθος. Για λήψεις όχι, δεν το ξανακάνω εκτός κι αν υπάρχει ανάθεση.
– Τι είναι αυτό που σου ανακινεί τόσο μεγάλο πάθος με τη διδασκαλία; Γιατί πολλές φορές είμαστε «ή θα το κάνω ή θα το διδάσκω να το κάνουν άλλοι». Εσύ όμως έχεις φλόγα και για τα δυο.
Μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν μπορώ να το αφαιρέσω από τη ζωή μου αυτό το πράγμα. Η σχέση δασκάλου-μαθητή για μένα είναι κάτι απίστευτο. Είναι μια σχέση που χτίζει πράγματα. Αν δεν δίδασκα δεν θα ήμουν αυτό που είμαι. Και ξεκίνησα τυχαία. Κάποιος ήξερε τότε ότι είχα σπουδάσει φωτογραφία, μου το πρότεινε και λέω «ας το κάνω». Αλλά έχει μπει πολύ μέσα μου. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι, ενώ είμαι 20 χρόνια στον χώρο, δεν μπορώ να βιοπορίζομαι από αυτό. Δεν θέλω να είμαι κουρασμένος όταν διδάσκω. Παρ’ όλ’ αυτά όμως παίρνω μια ανάσα και λέω «πάμε». Και για μένα είναι απογειωτικό.
– Κλείνουμε. Υπάρχει κάτι που είναι πολύ σημαντικό για σένα, κάτι που θέλεις να πεις;
Ναι, είναι πολύ σημαντικό να ειπωθεί ότι για το έγκλημα στην Εύβοια δεν μπορεί να τα πει όλα μία ταινία. Πρέπει να γίνουν πολλές ταινίες, πολλά ντοκιμαντέρ, για πολλά χρόνια. Πρώτον να το δει ο καθένας από διαφορετική σκοπιά και δεύτερον να το παρακολουθούμε σε όλη τη διάρκεια των επόμενων πέντε δέκα ετών. Να δούμε τι έγινε. Και αν ενδεχομένως υπάρχει δόλος, να αποδειχθεί στο μέλλον. Πολλοί μιλούν για δόλο, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να το υποστηρίξω αυτό στην ταινία γιατί πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα. Από τη στιγμή που κάποια πράγματα δεν έχουν τεκμηριωθεί, δεν μπορούσα να τα απαντήσω. Όμως μια τέτοια ανησυχία μπορεί να απαντηθεί μετά από κάποια χρόνια. Οφείλουν οι Έλληνες κινηματογραφιστές να ασχοληθούν με το θέμα
Συντελεστές
Έρευνα, Σκηνοθεσία, Διεύθυνση Φωτογραφίας και Ηχοληψία: Βασίλης Νίκας
Δημιουργία και επιμέλεια κειμένου αφήγησης: Πέπη Παπαδημητρίου, Ευρυδίκη Σαμαρά, Βασίλης Νίκας
Αφήγηση: Ευρυδίκη Σαμαρά
Μουσική: Δημήτρης Μακρής
Μοντάζ: Σταμάτης Μαγουλάς
Color Correction; Κωνσταντίνος Μαδαρός
Sound Design: Correct Creative Productions
Ηχογράφηση μουσικής: Sound X studios chalkis
Επιστημονικός σύμβουλος: Γιάννης Μωυσίδης
Παραγωγή: Βασίλης Νίκας