Σε ένα δυστοπικό Ντιτρόιτ όπου το έγκλημα κυριαρχεί ανελέητα, ένας νεαρός αστυνομικός ονόματι Alex Murphy δολοφονείται από μια συμμορία εγκληματιών. Μια ομάδα επιστημόνων όμως, τον επαναφέρει στις αστυνομικές δυνάμεις, ως ένα πανίσχυρο υβρίδιο ανθρώπου-μηχανής.
Αυτό είναι το βασικό σενάριο μιας εκ των θρυλικότερων ‘80s ταινιών δράσης, του «RoboCop» του ολλανδού σκηνοθέτη Πoλ Βερχόφεν.
Κάπως έτσι, προέκυψε ο μπάτσος-ρομπότ με το χαρακτηριστικό, αργό περπάτημα και το τεράστιο αυτόματο περίστροφο που έμπαινε, με μια πολύ φαντεζί κίνηση, σε μια ειδική θήκη μέσα στο πόδι-μεταλλικό σκελετό του.
H φήμη και η κληρονομιά του RoboCop στην ποπ κουλτούρα είναι πλέον εξασφαλισμένη εδώ και χρόνια μέσα από ένα (μέτριο) remake που γυρίστηκε προ δεκαετίας –και όλα αυτά την ίδια στιγμή που, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το καλοκαίρι του 1987, επικρίθηκε ως «οπτική τσιχλόφουσκα», «υπερβολικά βίαιη δίχως λόγο» και διάφορα άλλα τινά που έγραψαν οι (συντηρητικοί) κριτικοί κινηματογράφου του νεοφιλελεύθερου ρεϊγκανισμού της εποχής εκείνης.
Ίσως επειδή, οι ίδιοι αυτοί κριτικοί, συνειδητοποίησαν την δριμεία κριτική που έκανε η ίδια η ταινία στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό κλίμα της εποχής.
Όπως εξηγεί και ο πανεπιστημιακός και θεωρητικός του σινεμά Μίλο Σουίντλερ [Milo Sweedler], «αρκετά σημεία από το σενάριο της ταινίας μοιάζουν να έχουν βγει από κείμενα μαρξιστών που άσκησαν την πιο σκληρή κριτική στον νεοφιλελευθερισμό».
Δεν πέφτει έξω η κριτική του Σουίντλερ: στο «RoboCop» το αμερικανικό κράτος έχει ιδιωτικοποιήσει την αστυνόμευση, η οποία έχει περάσει οριστικά και αμετάκλητα στον έλεγχο ενός γιγαντιαίου ιδιωτικού ομίλου, του Omni Consumer Products (OCP), κάτι που ουσιαστικά προφήτευσε την πορεία των πραγμάτων: λόγου χάρη, η ιδιωτική εταιρεία μισθοφόρων Blackwater, ανέλαβε, πριν 15 χρόνια, καθήκοντα αστυνόμευσης στη Νέα Ορλεάνη μετά το χτύπημα του τυφώνα Κατρίνα.
«Αρχικά, απέρριψα το σενάριο της ταινίας γιατί ήταν τόσο διαφορετικό από αυτά που έκανα [όταν ήμουν σκηνοθέτης] στην Ολλανδία. Αργότερα, στα γυρίσματα που έκανα στις ΗΠΑ, με βοήθησε πάρα πολύ να έχω πάντα δίπλα μου έναν από τους σεναριογράφους, τον Ed Neumeier, ώστε να με εμποδίζει από το να κάνω ανόητα πράγματα και να γυρνάω ανοησίες. Υπήρξαν τόσες πολλές στιγμές που θα μπορούσα να κάνω λάθος», λέει σήμερα ο Βερχόφεν μιλώντας προ ημερών στην βρετανική Guardian, ενθυμούμενος στην συνέχεια τις πρώτες σκέψεις των παραγωγών:
«Σκεφτήκαμε αρχικά να πάρουμε τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ [για τον ρόλο του RoboCop], αλλά πιστεύαμε ότι θα έμοιαζε τεράστιος μόλις φορούσε το μεταλλικό του κοστούμι. Συνειδητοποιήσαμε τότε ότι θα έπρεπε να προσλάβουμε κάποιον αδύνατο για τον ρόλο αυτό. Ήταν σημαντικό όμως να διαθέτει ένα πολύ έντονο πηγούνι. Φυσικά, η υποκριτική ήταν σημαντική, αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι το πηγούνι του Peter Weller ήταν ένας από τους κύριους λόγους που πήρε το ρόλο».
«Την πρώτη του μέρα με το κοστούμι του RoboCop, ο Peter ξεκίνησε να το φοράει στις 6 το πρωί και ελπίζαμε να αρχίσουμε τα γυρίσματα γύρω στις 9 το πρωί. Τελικά ξεκινήσαμε τα γυρίσματα στις 4 το μεσημέρι επειδή ο Peter δεν μπορούσε να περπατήσει μέσα σε αυτό. Στο τέλος, έπρεπε να σταματήσουμε τα γυρίσματα και να δουλέψουμε μαζί του για δύο ολόκληρες μέρες προκειμένου να μάθει πώς να περπατά ξανά ως RoboCop».
Ίσως η πιο κλασική σκηνή είναι εκείνη που ο (ακόμη άνθρωπος) Murphy εκτελείται από την συμμορία, με τον Βερχόφεν να δίνει… θρησκευτικούς τόνους στο γύρισμα της επίμαχης σκηνής.
«Η σκηνή όπου εκτελείται ο Murphy είναι εξαιρετικά βίαιη – σαν την σταύρωση του Ιησού. Και αυτό που συμβαίνει μετά είναι ένα είδος ανάστασής του. Άρχισα να βλέπω την ταινία με αυτούς τους όρους – και δεν είμαι καν Χριστιανός. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που βάζω τον RoboCop να περπατάει πάνω από το νερό όταν σκοτώνει τον «κακό», τον Clarence Boddicker, στο τέλος. Ένιωσα ότι εκπροσωπεί τον Αμερικανό Ιησού – ενώ ο Boddicker εκπροσωπεί το κακό», καταλήγει με νόημα ο βετεράνος σκηνοθέτης.