Και μπορείτε κι εσείς να την δείτε, θα είναι διαθέσιμη ως και Νοέμβρη. Δεν αξίζει, όμως, να χάνετε άλλο καιρό. Με το «Πόνος και Δόξα», ο Πέδρο Αλμοδόβαρ γίνεται πιο οικείος σε εκείνες και εκείνους που τον παρακολουθούν χρόνια σε βαθμό αγάπης, ενώ συστήνεται με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο σε εκείνους που μπορεί να μην τον γνωρίζουν ή, ας πούμε, να δυσπιστούν απέναντι στην τέχνη του.
Το κινηματογραφικό σύμπαν του Ισπανού σκηνοθέτη είναι διακριτό: κόκκινο, πράσινο, γυναίκες, παραδοξότητες, έντονα πρόσωπα, διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, παράξενοι έρωτες, λακ, τσιγάρα, ψηλοτάκουνα, ευθραυστότητα. Σε αυτήν του την τελευταία ταινία, που λατρεύτηκε από κοινό και κριτικούς όχι τυχαία ή επειδή έτσι, ο Πέδρο βάζει την ιστορία της ζωής του μες στο σύμπαν του, αυτοκινηματογραφείται (μιας που το σινεμά τον έσωσε και τον σώζει, πάντα, μέχρι τέλους).
Ο Χρήστος Μήτσης (Αθηνόραμα) σχολίασε για την ταινία «Πόνος και Δόξα» το εξής: «Η ωριμότερη ταινία του Αλμοδόβαρ είναι μια συγκινητική κατάθεση ψυχής πάνω στην αξεδιάλυτη για έναν καλλιτέχνη σχέση ζωής και τέχνης».
Η υπόθεση
Μία στρωτή, ήρεμη ταινία με επίκεντρο τον πρωταγωνιστή Σαλβαδόρ Μάγιο (Αντόνιο Μπαντέρας) ή αλλιώς τον Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ένας σκηνοθέτης σινεμά, εμφανώς επιτυχημένος με όρους αγοράς, βιώνει προβλήματα υγείας, κάνει χρήση ηρωίνης, νοσταλγεί την μητέρα του και θυμάται την παιδική του ηλικία, ανοιγοκλείνει λογαριασμούς του με το παρελθόν, αγωνιά που δεν μπορεί να κάνει ταινίες, τελικά καταφέρνει να σωθεί.
Κάποιες από τις συναντήσεις και τις αφηγήσεις του φιλμ διαδραματίζονται στο παρόν, άλλες τις θυμάται: την παιδική του ηλικία στη δεκαετία του ’60, τη στιγμή που μετανάστευσε μαζί με τους γονείς του σ’ ένα χωριό στη Βαλένθια, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, την πρώτη του ερωτική επιθυμία, τον πρώτο του έρωτα στη Μαδρίτη τη δεκαετία του ’80, τον πόνο αυτού του χωρισμού ενώ ο έρωτας ήταν ακόμα έντονος, τη συγγραφή ως τη μόνη θεραπεία να ξεχνάς ό,τι δεν ξεχνιέται, την πρώτη επαφή με το σινεμά και το απέραντο κενό που δημιουργεί η αδυναμία να συνεχίζεις να κάνεις ταινίες.
Με αφορμή την αποκατάσταση από την Ταινιοθήκη της Μαδρίτης της πιο γνωστής από τις πρώτες του ταινίες, το «Taste» ο αποτραβηγμένος από την ενεργό κινηματογραφική δράση Σαλβαδόρ αποφασίζει να αποκαταστήσει τις διαταραγμένες σχέσεις του με τον τότε πρωταγωνιστή του. Η συνάντησή μαζί του θα τον κάνει να εθιστεί στην ηρωίνη ως το μόνο παυσίπονο για τους αφόρητους πόνους που νιώθει από μια πρόσφατη εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη καθώς το παρελθόν τον επισκέπτεται σε ανύποπτο χρόνο για να του θυμίσει τα παιδικά του μετεμφυλιακά χρόνια σε μια σπηλιά. Ο ερωτισμός, η σχέση με την μητέρα, η σχέση με τον εαυτό, η σχέση με την τέχνη, η μοναξιά, η δόξα, ο πόνος: αυτά είναι τα θεμέλια αυτής της ταινίας που μπορεί να σας κάνει να ξεσπάσετε σε δάκρυα περισσότερες από μία φορά.
Πολλά στοιχεία της ταινίας (από σκηνογραφία, μέχρι τρόπος παιξίματος και κοιτάγματος από μεριάς των ηθοποιών) παραπέμπουν απευθείας σε ταινίες του Αλμδόβαρ. Mal Educacion, Hable con Ella, Volver…και άλλες, και άλλες αναφορές για μύστες, περισσότερο μύστες και φανατικούς αλμδοβαρικούς.
Ο Αλμοδόβαρ είναι λιτός, προσεκτικός, αλλά και αυθόρμητος. Μεταχειρίζεται με σεβασμό και την απαιτούμενη αποστασιοποίηση τον αυτοβιογραφούμενο εαυτό του, χωρίς να του λείψει η συγκίνηση και η εγγύτητα: δύσκολη, ακροβατική ισορροπία. Πολύ έξυπνη η συμπερίληψη στην ταινία του θεατρικού μονολόγου σε σχέση με τον εθισμό και τον (πρώτο) έρωτα, ίσως από τις πιο δυνατές κινηματογραφικά στιγμές του Ισπανού σκηνοθέτη, ο οποίος μάς κλείνει εμφανώς το μάτι και ως συγγραφέας, που προφανώς είναι όλα αυτά τα χρόνια. Μάλιστα, εδώ, σχεδόν ποιητής, βαθιά εξομολογητικός, σε κάποια σημεία απολύτως σπαρακτικός.
Έξαλλο χιούμορ, γλυκόπικρες ειρωνίες και queer πολύχρωμες και νέον υπερβολές δεν υφίστανται σε αυτήν την ταινία.
Η παντελής απουσία τους μοιάζει να τα φέρνει όλα στο προσκήνιο πιο παραστατικά και ουσιαστικά από ό, τι αν βρίσκονταν εκεί στην πραγματικότητα, ως σπαράγματα ή ως φορεμένα στοιχεία «επειδή τα περιμένει το κοινό». Ο δημιουργός τους είναι ένας άνθρωπος, μας λέει από μια άποψη ο Πέδρο, που παλεύει με χάπια, γιατρούς, ψυχολογικά προβλήματα, γηρατειά, όλα εκείνα τα κοινά υλικά της ανθρώπινης φθοράς, απομυθοποίησης και πλησιάσματος προς το τέλος-ανεξάρτητα της όποιας επιτυχίας ή δόξας, ο πόνος είναι εκεί και μοιάζει να τα σκεπάζει όλα, μέχρι που έρχεται ξανά μια στιγμή που η ζωή τινάζεται και αναλαμβάνει πάλι τα ηνία.
Όλα γίνονται από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο. Ο Αλμοδόβαρ για μια ακόμα φορά το επισφραγίζει αυτό, αυτή την χειροπιαστή ανθρωπίλα του. Πολλά και ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του εξηγούνται εδώ και ο αγαπημένος σκηνοθέτης τολμάει να φτάσει μέχρι και στην γλυκόπικρη έκθεση παραπόνων της μητέρας του και των γειτονισσών τους, που θεωρούν ότι τις αποδίδει κινηματογραφικά ο Πέδρο «πολύ χωριάτισσες» και «δεν τους αρέσει», παρότι εκείνος ομολογεί για άλλη μια φοράπως ό, τι είναι «το οφείλει σε εκείνες».
Ο Αντόνιο Μπαντέρας σπαρακτικός. Γράφει για την ερημνεία του ο Μανώλης Κρανάκης του Flix και δεν αλλάζω ούτε κόμμα: «Ο Αντόνιο Μπαντέρας, στην πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας του, αναλαμβάνει με τόλμη την φετιχιστική επιθυμία του Αλμοδόβαρ να τον υποδυθεί. Ο άνθρωπος που εν έτει 1987 αυνανίστηκε στην πρώτη σκηνή του «Νόμου του Πόθου» για να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς σταρ της παγκόσμιας βιομηχανίας, δεν παίζει απλά τον Αλμοδόβαρ, αλλά μαζί όλους τους σκηνοθέτες και καλλιτέχνες αυτού του κόσμου, όλα τα παιδιά που μεγάλωσαν με τις ενοχές μιας υποκριτικής καθολικής κοινωνίας και όλους τους πετυχημένους που κέρδισαν μια καθημερινή ογκώδη αλληλογραφία ακόμη κι όταν όλοι τους είχαν ξεχάσει, αλλά όχι κι έναν άνθρωπο να κοιμηθούν μαζί του το βράδυ.»
Η σκηνή του φιλιού με τον πρώτο έρωτα καθηλώνει. Δυο γερασμένοι, ακόμα όμορφοι, τόσο εύθραυστοι παλιοί εραστέςίσως είναι το τελευταίο φιλί της ζωής τους.
ΥΓ: Και η Πενέλοπε Κρουζ ως μάνα του πρωταγωνιστή ήταν εξαιρετική. Μου έλειψε πολύ ο Χαβιέ Μπαρδέμ και ίσως και κανας δυο άλλοι χαρακτήρες-τοτέμ του αλμδοβαρικού κόσμου.
ΥΓ2: Δείτε την ταινία. Κάντε ένα δώρο στους εαυτούς σας.