Ο Καζαντζάκης σε δυο ταξίδια, που πραγματοποίησε στην Ιαπωνία πριν και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,  τυλίγεται στον ρομαντισμό μιας γλυκιάς αναχωρητικότητας σε κάτι προγενέστερο και οικείο. Ονειρεύεται μια κοινωνία φτιαγμένη με πιο ανθρώπινους όρους όπου οι πόλεις δεν θα φαντάζουν «σαν μυθολογικά τέρατα που τρώνε ανθρώπους». Το ντοκιμαντέρ του Άρη Χατζηστεφάνου ακολουθεί τα βήματά του και εξήντα πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, ο Γιάννης Αγγελάκας και η Όλια Λαζαρίδου διαβάζουν αποσπάσματα από τις σημειώσεις του Νίκου και της Ελένης Καζαντζάκη. Η ιστορία εκτυλίσσεται με φόντο τη σύγκρουση υπερδυνάμεων για την κυριαρχία στην Ανατολική Ασία, ενώ η κάμερα σχολιάζει με πολιτική ματιά μια πραγματικότητα που ταλαντώνεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Όπου σε μια παραδοσιακή, ιεραρχική  και πολλές φορές βαθιά σεξουαλικοποιημένη κοινωνία προστίθεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και γίνεται «σκλάβα της μηχανής» χωρίς όμως να έχει απολέσει τα προγενέστερα χαρακτηριστικά της.

Οι ιερόδουλες στέκονται στα ίδια πεζοδρόμια του Τόκιο σαν σύγχρονες γκέισες, καθώς οι παλιοί αχθοφόροι αφήνουν τις χειράμαξες και γίνονται ντελίβερι της διαμοιραστικής οικονομίας.  Καθώς τα καρέ μάς μεταφέρουν στις πρόσφατες απεργίες των διανομέων στο κέντρο της Αθήνας, εγείρουν  το θεμελιώδες ερώτημα που διατρέχει τόσο το ντοκιμαντέρ όσο και την εποχή μας: είναι τελικά το «Ιαπωνικό θαύμα» και οι επιπτώσεις του μια εικόνα από το μέλλον;

Συναντήσαμε τον Άρη Χατζηστεφάνου και μας μίλησε για το καινούργιο του ντοκιμαντέρ, το «Το τελευταίο Ταξίδι», την ιδέα πίσω από αυτό, τον Καζαντάκη και όσα το πλαισιώνουν.

Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Είδαμε το καινούργιο σας ντοκιμαντέρ και θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς εντάσσεται στα ευρύτερα εγχειρήματα με τα οποία καταπιάνεστε.  Εντάσσεται ή είναι κάτι αυτόνομο;

Δεν εντάσσεται με τίποτα νομίζω, ήταν πείραμα για όλη την ομάδα, όχι μόνο σε θέματα σεναρίου, για παράδειγμα όπου όλα μας τα προηγούμενα ντοκιμαντέρ ήταν news analysis, δεν ήταν ένα ντοκιμαντέρ που έχει όλες τις απόψεις, είχε συγκεκριμένη άποψη που στοιχειοθετούσαμε με συνεντεύξεις και άλλα υλικά. Τώρα ξαφνικά καλούμαστε να παρουσιάσουμε το έργο ενός άλλου ανθρώπου, χωρίς να παρέμβουμε καθόλου στα λόγια του, δηλαδή ό,τι διαβάζει ο Γιάννης Αγγελάκας είναι ακριβώς όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο, με τα οποία δεν συμφωνούμε και 100% με αυτά που λέει. Δηλαδή υπάρχουν κάποια σημεία τα οποία εσκεμμένα τα άφησα μέσα, με τα οποία διαφωνώ. Ήταν επίσης πείραμα και μουσικά για τον RSN, κι αυτός ξέφυγε από τα δικά του, την trip pop και τα ηλεκτρονικά κομμάτια, δοκιμάζοντας jazz και διαφορετικούς ήχους. Ήταν επίσης πείραμα για τον Άρη Τριανταφύλλου καθώς μπήκαμε σε μια πιο κινηματογραφική δομή. Νομίζω ακόμα και για τον Γιάννη Αγγελάκα πρέπει να ήταν πείραμα, γιατί τραγουδιστής είναι, και ξαφνικά βρέθηκε να διαβάζει τον Καζαντζάκη. Νομίζω ο μόνος άνθρωπος που έκανε τη δουλειά του σε αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν η Όλια Λαζαρίδου που είναι ηθοποιός και έκανε την εκφώνηση. Παρόλα αυτά, δεν θα μπορούσε να μην είναι πολιτικό. Ακόμα κι ένα βιβλίο που το πήραμε κι έχει έντονα ταξιδιωτικά στοιχεία, κρατήσαμε πολύ περισσότερο τα κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα, οπότε ίσως και αυτός να είναι ο συνδετικός κρίκος με τα προηγούμενα χρόνια.

– Θα ήθελα να μου πείτε πως προέκυψε κι αν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος που επιλέχθηκε ο Γιάννης Αγγελάκας να αφηγηθεί το κείμενο του Καζαντζάκη;

Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα εγώ να κάνω την αφήγηση, και ξέρεις την φράση που λένε «καλά αυτός έναν δικό του άνθρωπο δεν είχε να τον προστατεύσει;», εγώ ευτυχώς είχα. Ψάχνοντας λοιπόν για κάποιον αφηγητή, έπεσα συμπτωματικά σε κάποια βίντεο του Γιάννη Αγγελάκα που διάβαζε ποιήματα του Χριστιανόπουλου, και σκέφτηκα ότι αυτό θέλουμε. Όχι έναν ηθοποιό που θα μιμηθεί τον Καζαντζάκη, αλλά έναν αφηγητή που θα διαβάσει το βιβλίο με τη δική του προσωπικότητα, και νομίζω πως έτσι το αντιλήφθηκε κι ο Γιάννης. Επιπλέον συμφωνούμε και σε κάποια σημεία στην κριτική που κάνουμε στον Καζαντζάκη. Δηλαδή καλείται να διαβάσει κάποια πράγματα με τα οποία διαφωνεί, κι έχει μια πολύ ευγενική αποστασιοποίηση, που είναι ακριβώς αυτό που θέλαμε να δώσουμε στο ντοκιμαντέρ.

– Για ποιους λόγους καταπιαστήκατε με τον Καζαντζάκη συγκεκριμένα;

Με τον Καζαντζάκη είχα μια περίεργη σχέση, θαυμασμού και αποστασιοποίησης, λόγω των διαφωνιών, όπου η μεγάλη μου διαφωνία δεν αφορά τόσο τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Η πρώτη σκέψη όλων στην Ελλάδα, είναι ότι ο Καζαντζάκης είναι άθεος. Είναι ακριβώς το αντίθετο από άθεος. Είναι αντιεκκλησιαστικός, αντικληρικός και ασκεί κριτική σε όλες τις εκκλησίες του κόσμου αλλά δεν είναι υλιστής. Με ιντρίγκαρε αυτό το θέμα, αλλά όπως ανέφερα και στην αρχή, συνέπεσε και με το γεγονός ότι βρισκόμουν ήδη στην Ιαπωνία. Αν ήμουν στις ΗΠΑ, μπορεί να καταπιανόμουν με κάποιον άλλο συγγραφέα, πάντα με την ίδια ματιά, και μάλιστα υπάρχει μια ιδέα να είναι αυτό το επόμενο ντοκιμαντέρ.

Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Αν και ο Καζαντζάκης είναι από τους πρώτους συγγραφείς που διάβασα, και εκτιμώ πολύ το έργο του, γνωρίζω ότι κατά τη δικτατορία του Μεταξά ο ίδιος έγραφε στην εφημερίδα «Νεολαία», καθώς επίσης είχα διαβάσει κάπου ότι θαύμαζε τα χέρια του Μουσολίνι. Θεωρώ ότι είχατε υπόψιν σας τα στοιχεία αυτά προτού επιλέξετε να μεταφέρετε σε ντοκιμαντέρ ένα βιβλίο του. Θα θέλατε να μας σχολιάσετε την επιλογή σας;

Τον Καζαντζάκη ανάλογα με την περίοδο που θα τον εξετάσεις, ή ακόμα και με τη χρονιά που θα τον εξετάσεις, μπορεί τη μια φορά να πεις ότι είναι κομμουνιστής, την άλλη φορά ότι έχει τάσεις προς τον φασισμό, να ξαναγυρίσεις και να πεις ότι είναι σοσιαλιστής, και την επόμενη χρονιά να πεις ότι είναι εθνικιστής. Εμείς πιάσαμε μια σκοτεινή περίοδο τη δεκαετία του 30’, για την οποία δεν θέλει να μιλάει η επίσημη ιστοριογραφία και θέλουν να ξεχαστεί γιατί όπως είπες, έκανε διάφορα πράγματα. Για παράδειγμα δεν καταδίκασε ούτε το καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία, ούτε του Μουσολίνι στην Ιταλία, κι ακόμα και τον Χίτλερ με καθυστέρηση. Παρά το γεγονός ότι εμείς καταπιανόμαστε με αυτό το κομμάτι, και πρέπει να βγει αυτό το κομμάτι, δεν είναι αυτός ο Καζαντζάκης, σε καμία περίπτωση. Συζητούσα με έναν ακαδημαϊκό Peter Bien, μελετητή και μεταφραστή του έργου του Καζαντζάκη, ο οποίος μου έλεγε πως αν ρωτούσατε οποιονδήποτε στην εποχή του, θα σας έλεγε ότι είναι κομμουνιστής. Οι κομμουνιστές βέβαια δεν συμφωνούσαν, για παράδειγμα έβγαινε ο Βάρναλης κι έκανε επιθέσεις, γιατί παρόλο που και τα πρώτα χρόνια της ρωσικής επανάστασης θαύμαζε και τον Λένιν συγκεκριμένα, δεν ήταν ποτέ υλιστής. Ήταν ιδεαλιστής, οπότε δεν θα μπορούσε να είναι ένας γνήσιος μαρξιστής. Ήταν όλα αυτά λοιπόν μαζί, και σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να μπορείς να αφήσεις τις περιόδους και να δεις το σύνολο του έργου τους, όπως για παράδειγμα για τον Μίκη Θεοδωράκη.

– Ναι σίγουρα αυτό είναι ένα πολύπλοκο αλλά και συνάμα επίκαιρο θέμα.

Μιλώντας για επίκαιρο παραδείγματος χάριν, δεν είναι τόσο το φλερτ με το φασισμό, όσο αυτό που βγαίνει και στο ντοκιμαντέρ, ο αντιιμπεριαλισμός του. Αυτός ο αντιιμπεριαλιστής όμως στρεφόταν μόνο εναντίον των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως τον ΗΠΑ και της Βρετανίας, οπότε τις αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, της Ιταλίας ή της Ισπανίας και κυρίως της Ιαπωνίας που μας αφορά, δεν τις έθιγε τόσο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα μπορεί να στήριζε την ρωσική εισβολή, όχι γιατί ήταν με τη Ρωσία, αλλά ως αντίδραση στις ΗΠΑ. Όπως την έχει πατήσει κι ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς που κάνει το ίδιο.

– Με δυο λόγια, πως επηρέασε κατά τη γνώμη σας η έλευση ενός καπιταλισμού, αμερικανικού τύπου, στην Ιαπωνία;

Με έναν πολύ περίεργο τρόπο γιατί ήρθε η καπιταλιστική παραγωγή να πατήσει πάνω σε παραδοσιακές δομές οι οποίες δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμα και σήμερα. Ασιατικές δομές παραγωγής από λαούς που αναπτύχθηκαν με συγκεκριμένες καλλιέργειες, με ρύζι σε τεράστιους ορυζώνες για παράδειγμα που αλλάζει και τον τρόπο συνεργασίας, τον τρόπο ιεραρχίας. Έχεις έναν αυτοκράτορα, κι από κάτω είναι όλοι ίσοι και μετά ήρθε ο καπιταλισμός κι δημιούργησε ένα «μπάσταρδο» σύστημα. Σίγουρα καπιταλιστικό αναμφισβήτητα αλλά με πολλές ιδιαιτερότητες. Η περίοδος που εξετάζουμε είναι από τις πολύ άγριες περιόδους, δεν είναι από τις πρώτες βέβαια στην Ιαπωνία, αλλά είναι από τις πολύ άγριες γιατί έχουμε την εισβολή στη Ματζουρία –μια γενοκτονία ουσιαστικά εναντίον της Κίνας– που εκμεταλλεύονται εργάτες σαν σκλάβους, που μάλιστα αρκετούς τους φέρνουν και στην Ιαπωνία να δουλέψουν σε εργοστάσια. Αυτά τελειώνουν βέβαια με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ξαναπηγαίνει ο Καζαντζάκης το 57’ είναι μια εντελώς διαφορετική Ιαπωνία η οποία έχει ξεκινήσει μια διαδικασία εκδημοκρατισμού, αρχικά με τη βοήθεια των ΗΠΑ, οι οποίες ΗΠΑ όμως συνειδητοποιούν ότι αρχίζει να τραβάει αριστερά, δημιουργούνται συνδικάτα, δημιουργούνται φοιτητικές οργανώσεις και ξαναστήνουν στα πόδια τους την Γιακούζα, την ιαπωνική μαφία, για να σταματήσει αυτή τη στροφή προς τα αριστερά. Εκεί είναι το δεύτερο ταξίδι το οποίο δυστυχώς δεν προλαβαίνει, προσβάλλεται από την πανδημία της εποχής, πεθαίνει και δεν προλαβαίνουμε να μάθουμε την εικόνα του πάνω σε αυτό το θέμα.

Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεστε στο ιαπωνικό μοντέλο καπιταλιστικής, υπερανταγωνιστικής κοινωνίας και των τεράστιων τραστ οικογενειών που ελέγχουν την οικονομία και ταυτόχρονα γίνεται ένας παραλληλισμός με τις συνθήκες εργασίας των εργατριών στην Ιαπωνία με τη σημερινή Uber αλλά και τις απεργίες διανομέων στην Ελλάδα καθώς και μια σύνδεση με τον καπιταλισμό της πλατφόρμας. Θεωρείτε ότι είναι εικόνα από το μέλλον παγκοσμίως; Ότι θα δούμε αυτό το μοντέλο να επεκτείνεται;

Ναι βέβαια, αυτό που εμείς κάναμε ουσιαστικά είναι να χρησιμοποιήσουμε τη ματιά του Καζαντζάκη και να υποθέσουμε τι θα έβλεπε σήμερα και αν διαφοροποιείται, και είδαμε ότι στην ουσία δεν άλλαξαν τα πράγματα. Αν είχαμε τότε ανθρώπους που κρατούσαν τις χειράμαξες και έτρεχαν στους δρόμους, τώρα έχουμε ανθρώπους που ποδηλατούν για τα Uber Eats για να σου φέρνουν το φαγητό, και δεν είναι μόνο αυτό. Η εργασιακή φρίκη που περιέγραψε ο Καζαντζάκης, έχει δοθεί τώρα ως υπεργολαβία σε άλλες χώρες και δεν το βλέπουμε καν. Δηλαδή τις εργάτριες που ο ίδιος βλέπει, σήμερα θα πρέπει να πας στο Μπανγκλαντές ή σε εργοστάσια στην ενδοχώρα της Κίνας για να τα δεις. Κι αυτό είναι το τραγικό ότι ο ίδιος προβλέπει στο βιβλίο ότι κάποια στιγμή θα ξεπεραστεί αυτή η υπερεκμετάλλευση, και λέει «θα βλέπουμε το Μάντσεστερ και το Λονδίνο σαν τέρατα που έτρωγαν ανθρώπους», εμείς συνεχίζουμε και σήμερα να τρώμε ανθρώπους με λίγο διαφορετικές μορφές και λίγο πίσω από τη βιτρίνα. Δεν είναι δηλαδή  ότι το βλέπουμε μπροστά μας.

– Πως προέκυψε συγκεκριμένα η ιδέα να ασχοληθείτε συγκεκριμένα με την Ιαπωνία, υπό την έννοια ότι είναι μια χώρα που αυτή τη στιγμή αποτελεί καπιταλιστικό κέντρο, σίγουρα παίζει έναν ρόλο στη παγκόσμια οικονομία αλλά δεν είναι στην αιχμή των εξελίξεων. Οι περισσότεροι αυτή τη στιγμή ασχολούνται είτε με την Ευρώπη, τη Ρωσία, είτε με την Κίνα που η τελευταία εμπίπτει επίσης και στο συγκεκριμένο βιβλίο αναφοράς του Καζαντζάκη;

Συμπτωματικά έγινε η επιλογή της Ιαπωνίας γιατί βρέθηκα εκεί για εντελώς διαφορετικούς επαγγελματικούς λόγους και διαβάζοντας ξανά μετά από πολλά χρόνια το βιβλίο, είπα να ακολουθήσω τα βήματά του, κι εκεί συνειδητοποίησα ότι και ο ίδιος χρησιμοποιούσε την Ιαπωνία για να δει τον κόσμο. Δηλαδή εκτός από τους ναούς και κάποια πολύ τοπικά χαρακτηριστικά, όσα έβλεπε, τις σχέσεις εργασίας, το ρόλο της γυναίκας κτλ, περιέγραφε όλο το καπιταλιστικό σύστημα, και το ίδιο επιχειρήσαμε να κάνουμε κι εμείς. Η Ιαπωνία δείχνει πάντα με πιο σκληρό τρόπο γιατί δεν έχει πολλές φορές το τακτ, τις συνθήκες που ζούμε πηγαίνοντας τις στα άκρα, οπότε είναι και πιο εύκολο να τις παρατηρήσεις.

– Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται η φράση «Που πήγε το όνειρο της δημοκρατίας της Ιαπωνίας;», δηλαδή δηλώνετε κι εσείς ο ίδιος ότι δεν λειτούργησε το «American dream» στην Ιαπωνία. Για ποιον λόγο θεωρείτε ότι δεν λειτούργησε; Που πήγε δηλαδή το «American dream» και η ελπίδα τον αμερικανικών θεσμών στην Ιαπωνία;

Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αμερικανική κατοχή υπό το στρατηγό ΜακΆρθουρ, προκειμένου να σπάσουν τις παλιές δομές του αυτοκράτορα και του συστήματος που υπήρχε, κάνουν πραγματικά έναν εκδημοκρατισμό ο οποίος επιβάλλεται από τις ΗΠΑ. Δημιουργούνται κόμματα, δημιουργούνται συνδικάτα, φοιτητικές οργανώσεις, σε ένα-δύο χρόνια όμως συνειδητοποιούν πως όλο αυτό αρχίζει να τραβάει προς μια αριστερή κατεύθυνση που δεν την θέλουν οι ίδιες οι ΗΠΑ, και βάζουν την Γιακούζα, την ιαπωνική μαφία η οποία παρεμπιπτόντως είχε διαλυθεί κατά τον πόλεμο, την ξαναφέρνουν μπροστά για να το αναχαιτίσει και μάλιστα  παρεμβαίνει και η CIA και δημιουργεί το φιλελεύθερο κόμμα που κυβερνά αδιάλειπτα σχεδόν μέχρι και σήμερα. Οπότε ξεκίνησαν για τους δικούς τους λόγους ένα πραγματικό πρόγραμμα εκδημοκρατισμού  και το διέλυσαν οι ΗΠΑ. Δεν ήταν η Ιαπωνία που απέτυχε να εκδημοκρατιστεί. Ήταν οι ΗΠΑ που ξανάφεραν πίσω τις παλιές δομές.

Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Δίνοντας έμφαση στα κακά του σύγχρονου καπιταλισμού, τα οποία είναι δεδομένα και συμφωνώ με αυτό, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι η Ιαπωνία υπήρξε μια βαθιά ιεραρχική κοινωνία με σκληρό σύστημα εξουσίας. Χωρίς να δηλώνεται ανοιχτά, στο ντοκιμαντέρ υπονοείται μια ρομαντικοποίηση της προκαπιταλιστικής Ιαπωνίας.

Αυτό είναι ένα πρόβλημα του Καζαντζάκη, ο οποίος ασκούσε μεν κριτική στον καπιταλισμό, σωστή κριτική μάλιστα, αλλά δεν πήγαινε στο επόμενο βήμα σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, ζητούσε επιστροφή σε προηγούμενες δομές. Βγαίνει και μέσα στο ντοκιμαντέρ το μίσος του για τη μηχανή, για τον εκσυγχρονισμό το οποίο αντίθετα πχ επειδή το είπε και πρόσφατα το διάβαζα, ο Μαγιακόφσκι όταν κάνει τα δικά του ταξίδια, γράφει αντίστοιχα κάποια βιβλία, λατρεύει τη μηχανή και το βλέπει ως έναν μηχανισμό εν δυνάμει απελευθέρωσης, ενώ ο Καζαντζάκης επιθυμεί μια επιστροφή στο παρελθόν. Σε αυτό δεν συμφωνώ, διατηρώ την κριτική του στον καπιταλισμό αλλά διαφωνώ με το γάντζωμά του στην παράδοση. Δυστυχώς η Ιαπωνία έχει καταφέρει σε κάποιες στιγμές να συνδυάζει τα χειρότερα των δύο κόσμων, δηλαδή τα αρνητικά του καπιταλισμού με τα αρνητικά της παράδοσης. Ένα παράδειγμα που θα σου φέρω μόνο, είναι ο ρόλος της γυναίκας. Ενώ θα περίμενες ο καπιταλισμός να βοηθήσει τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, στην Ιαπωνία είναι η τελευταία χώρα στον Ο.Ο.Σ.Α. για τη θέση της γυναίκας στο εργασιακό περιβάλλον.

– Θα πιαστώ από την τελευταία σας απάντηση και θα ήθελα να αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στο φαινόμενο της «γκέισας». Εσείς ταξιδέψατε στην Ιαπωνία. Εκεί είδατε και τις γκέισες, ένα σύμβολο τόσο στην δύση, όσο και γενικά των έμφυλων διαχωρισμών και του έμφυλου ζητήματος στην Ιαπωνία.  Πώς θεωρείτε ότι η έλευση του καπιταλισμού επηρέασε το φαινόμενο της γκέισας; Το χειροτέρεψε, το άλλαξε; Κι έτσι όπως το βλέπετε σήμερα, θεωρείτε ότι αποτελεί ένα φαινόμενο καπιταλιστικό ή περισσότερο παραδοσιακά ιαπωνικό;

Ήρθαν πάλι να συναντηθούν δύο διαφορετικές δυνάμεις, η καπιταλιστική με την παράδοση, για τον ρόλο όχι μόνο της γκέισας, αλλά και της γυναίκας γενικότερα, και το μοντέλο είναι πάλι το χειρότερο των δύο κόσμων. Και σήμερα στην ιαπωνική κοινωνία κατέχει πολύ κατώτερο ρόλο, υπάρχει σεξουαλική εκμετάλλευση και στην καθημερινότητα και δεν αναφέρομαι μόνο στην κακοποίηση, αλλά και στο πως παρουσιάζεται η γυναίκα ως αντικείμενο του σεξ σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας. Οπότε θα έλεγα ότι σε αυτό το κομμάτι ίσως η παράδοση να έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο και ήρθε ο καπιταλισμός να του δώσει χρώμα διαφορετικό. Νέον φώτα, ήρθε να του προσθέσει ένα κιτς χωρίς να αλλάξει την ουσία των πραγμάτων.

Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Γιατί θίγεται πάρα πολύ λίγο η σύμπλευση της Ιαπωνίας με τον άξονα κατά την περίοδο του ΒΠΠ, και για ποιο λόγο θεωρείτε ότι συνέβη αυτό, από τη στιγμή που μελετήσατε την Ιαπωνία εις βάθος;

Ο Καζαντζάκης το αποφάσισε. Είναι πράγματι εκπληκτικό ότι γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο τη στιγμή που η Ιαπωνία βρίσκεται σε μια φάση σαν την τελευταία στιγμή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Στην άνοδο του φασισμού, όπου ο άξονας έχει ήδη εισβάλει, και το πιάνει ακροφυώς, δηλαδή με μικρές πινελιές από δω κι από κει που για έναν δημοσιογράφο θα περίμενε ότι θα ήταν το πρώτο του θέμα, κι ο καζαντζάκης πηγαίνει με την ιδιότητα του δημοσιογράφου στην Ιαπωνία. Φοβάμαι πως ήταν η παρόμοια ανοχή που είχε δείξει και σε άλλα καθεστώτα όπως στης Ισπανίας του Φράνκο ή στης Ιταλίας του Μουσολίνι, στο ίδιο πλαίσιο. Μετά το 1935 ξυπνάει ο Καζαντζάκης κι αρχίζει να συνειδητοποιεί το τι γίνεται. Υπάρχουν διάφορα σημεία καμπής στη σκέψη του, όπως για παράδειγμα η δολοφονία του Λόρκα στην Ισπανία που τον ωθεί να συνειδητοποιήσει το τέρας του Φράνκο. Αργεί όμως. Προφανώς αργούν και πολλοί άλλοι συγγραφείς της εποχής του Μεσοπολέμου, αλλά δεν είναι και δικαιολογία αυτό.

– Αποδεχόμενοι την εποχή στην οποία ζούμε, είστε ένας από τους λίγους που επιλέξατε να γυρίσετε ένα ντοκιμαντέρ με μάσκες για κόβιντ.  Ήταν συνειδητή η επιλογή αυτή;

Ήταν συνειδητή, γιατί καταρχήν η πανδημία είναι ένα στοιχείο του ντοκιμαντέρ γιατί ο ίδιος ο Καζαντζάκης πεθαίνει τελικά από την πανδημία, οπότε δεν με ενοχλούσε αυτό, και δεν ήταν μια fiction ταινία, αλλά αποτύπωμα μιας πολύ συγκεκριμένης στιγμής. Οι Ιάπωνες βέβαια φοράνε μάσκες ούτως ή άλλως, φορούσανε κι από πριν, οπότε προσπάθησα απλώς να κρατήσω μια ισορροπία και να μεταφέρω το πώς είναι συνήθως η ιαπωνική κοινωνία.

Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Η έμφαση που δίνεται στο τέλος στην ασιατική γρίπη, είναι ένας παραλληλισμός για τον κόβιντ;

Βέβαια, εξού και «Τελευταίο Ταξίδι». Η πανδημία σήμερα είναι δεμένη με τη κρίση που ζούμε για πάρα πολλούς λόγους, και στο πως αντιμετωπίζουμε την ασθένεια και στο πως ενδεχομένως συνδέθηκε με την κλιματική κρίση κτλ. Στην περίοδο του Καζαντζάκη δεν είναι τόσο συνδεδεμένη γιατί είναι δύο διαφορετικά ταξίδια. Το ένα είναι το 1935 που έχουμε κρίση και πόλεμο, και το 1957 που έχουμε πανδημία. Συμπτωματικά όμως σε εμάς έρχονται να κουμπώσουν όλα μαζί.

– Αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένας πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφoς. Θεωρείτε ότι η φράση του Καζαντζάκη ότι «ο μικρός λαός ποτέ δεν θέλει τον πόλεμο, αλλά τον θέλουν οι στρατηγοί και οι αφεντάδες του», θεωρείτε ότι είναι ακόμα επίκαιρη;

Βέβαια, απόλυτα. Ειδικά σε έναν παράλογο κι αιφνιδιαστικό πόλεμο όπως αυτός της Ρωσίας. Βλέπουμε όσο μπορούμε να δούμε τις αντιδράσεις και εντός της Ρωσίας με ένα πολιτικό κίνημα που παρά το γεγονός ότι προσπαθούν να το τσακίσουν εμφανίζεται όπου και όπως μπορεί, και το ίδιο ισχύει προφανώς και για τα θύματα του πολέμου που είναι ο ουκρανικός λαός. Εδώ δεν είναι ακριβώς η ηγεσία των εμπολέμων που κινεί τα νήματα, δηλαδή είναι από τη μια μεριά η Ρωσία κι από την άλλη μεριά δεν είναι η Ουκρανία, αλλά οι ΗΠΑ. Ο πόλεμος γίνεται ουσιαστικά ανάμεσα σε αυτούς με θύμα απλά την Ουκρανία, οπότε ισχύει ακόμα περισσότερο η φράση αυτή του Καζαντζάκη που ανέφερες, καθώς τα θύματα δεν είχαν την παραμικρή σχέση με αυτή τη σύγκρουση.

▲︎

Το ντοκιμαντέρ βραβεύτηκε ως «η καλύτερη ελληνική ταινία» του Επίσημου Προγράμματος του 24ου Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ). Το μοντάζ υπογράφει και αυτή τη φορά ο Άρης Τριανταφύλλου, ενώ ο μουσικός παραγωγός RSN δημιουργεί την πρωτότυπη μουσική με jazz, trip hop και electronica ήχους. To post production επιμελήθηκε ο Θάνος Τσάντας. Επεξεργασία ήχου Αρης Αζιλαζιάν και Γιάννης Μαρκοπουλιωτης. Σχεδιασμός αφίσας Λουίζα Καραγεωργίου.

Το ντοκιμαντέρ «Τελευταίο Ταξίδι» προβάλλεται στην Αθήνα στον κινηματογράφο Τριανόν και στη Θεσσαλονίκη στην αίθουσα Ολύμπιον (από 7/4 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης).