Τον έχουν λοιδωρήσει ως «ατάλαντο». Τον έχουν κοροϊδέψει ως «γραφικό». Τον έχουν κάνει μέχρι και ιντερνετικό meme με εκείνο το χαρακτηριστικό μάτι του που γυαλίζει.
Ο Νίκολας Κέιτζ όμως, ο οποίος διάγει εδώ και περίπου μια πενταετία, μια «δεύτερη καριέρα, καλύτερη από την πρώτη», επιστρέφει με ένα νέο πρωταγωνιστικό ρόλο και μάλιστα σε ένα θρίλερ τρόμου, από αυτά που τού ταιριάζουν… ταμάμ.
Η ταινία τρόμου με τίτλο «Longlegs» τον ξαναβάζει στην ίδια τροχιά με το προ ετών «Mandy», με τον κινηματογραφικό ιστότοπο Deadline να το περιγράφει ως «ένα τυπικό, παλιομοδίτικο ψυχολογικό θρίλερ, όπως εκείνα του παλιού Χόλιγουντ».
Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι από τον Osgood Perkins (που έχει γράψει επίσης τα «The Blackcoat’s Daughter» και «Gretel & Hansel»), με τον ίδιο τον Κέιτζ και την εταιρεία του, Saturn Films, να είναι πίσω από την παραγωγή.
Περισσότερες λεπτομέρειες για το κινηματογραφικό πρότζεκτ δεν έχουν ακόμη δοθεί στην δημοσιότητα, ούτε επίσης ημερομηνίες έναρξης γυρισμάτων ή μια ημερομηνία κυκλοφορίας της ταινίας.
Να θυμίσουμε εδώ ότι ο Κέιτζ έκανε μια γερή επιστροφή στο Χόλιγουντ μετά από μια υποκριτική απραξία (ή ανυπαρξία) αρκετών ετών με το «Mandy» του Πάνου Κοσμάτου.
Κατόπιν, ήρθε το «Pig», η οποία του προσέδωσε τον σημαίνοντα σεβασμό που είχε χάσει με κάποιες πολύ κακές επιλογές του την τελευταία 15ετία, ενώ πρόπερσι ήρθε και το «Unbearable Weight of Massive Talent», όπου υποδύεται τον εαυτό του σε μια ταινία με επίκεντρο… επίσης τον εαυτό του.
Προφανώς και συνεχίζει να είναι το ίδιο υπερβολικός και ελαφρώς γραφικός ως ηθοποιός, πάντως ο Κέιτζ ανήκει πλέον επισήμως στην κατηγορία της «παρεξηγημένης υποκριτικής ιδιοφυίας».
Μάλιστα, πρόσφατα αποκάλυψε, μεταξύ (όχι τόσο) αστείου και (πολύ) σοβαρού ότι «δεν θέλει να τον αποκαλούν πια “ηθοποιό”».
Μιλώντας στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς podcast του Variety Awards Circuit, εξήγησε πως ο όρος «ηθοποιός» δεν του ταιριάζει πλέον και γι’ αυτό θέλει να τον αποκαλούν «θεσπιανό» [thespian: είναι ο ειδικός όρος που χρησιμοποιείται στην αγγλοσαξονική γλώσσα για το συγκεκριμένο επάγγελμα και προσδιορίζει την υποκριτική ως «τέχνη»].
«Με κίνδυνο να φανώ εντελώς γελοίος, σας ομολογώ ότι πραγματικά δεν μου αρέσει ο όρος “ηθοποιός”», δήλωσε, καταλήγοντας εμφατικά ότι «προτιμώ τη λέξη “thespian” επειδή σημαίνει ότι μπαίνεις μέσα στην καρδιά σου ή στη φαντασία σου ή στις αναμνήσεις σου ή στα όνειρά σου και φέρνεις κάτι πίσω για να το επικοινωνήσεις με το κοινό σου».